Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ουραιμία [οὐραιμία] ου-ραι-μί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. υψηλή συγκέντρωση ουρίας στο αίμα σε περιπτώσεις νεφρικής ανεπάρκειας. Βλ. αζωθαιμία, -αιμία. [< γαλλ. urémie, αγγλ. uremia]

αζωθαιμία

αζωθαιμία [ἀζωθαιμία] α-ζω-θαι-μί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αύξηση των αζωτούχων ουσιών στο αίμα λόγω νεφρικής ανεπάρκειας. Βλ. -αιμία, ουραιμία. [< γαλλ. azotémie, 1909, αγγλ. azot(a)emia, 1900]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.