Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ουραιμικός , ή, ό [οὐραιμικός] ου-ραι-μι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ουραιμία: (για πρόσ.) ~οί: ασθενείς.|| ~ή: περικαρδίτιδα. ~ές: τοξίνες. Αιμολυτικό ~ό σύνδρομο (: μικροαγγειοπάθεια που χαρακτηρίζεται από θρομβοπενία, αιμολυτική αναιμία και νεφρική βλάβη). [< γαλλ. urémique, αγγλ. uremic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.