Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ουρακοτάγκος [οὐρακοτάγκος] ου-ρα-κο-τά-γκος ουσ. (αρσ.) & ουραγκοτάγκος 1. ΖΩΟΛ. δενδρόβιος, φυτοφάγος, μεγαλόσωμος πίθηκος (επιστ. ονομασ. Pongo pygmaeus), κοκκινωπού χρώματος, με πολύ μακριά χέρια χωρίς τρίχωμα, που ζει στα δάση της Ινδονησίας και ανήκει στα ανθρωποειδή. Βλ. γίββωνας, γορίλας, χιμπατζής. 2. (μτφ.-μειωτ.) σωματώδης, άσχημος άνδρας, με άξεστη συμπεριφορά. Πβ. αγριάνθρωπος. [< γαλλ. orang-outan, αγγλ. orangutan ‘άνθρωπος του δάσους’]

γίββωνας

γίββωνας γίβ-βω-νας ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) γίβωνας: ΖΩΟΛ. ανθρωποειδής μονογαμικός πίθηκος της ΝΑ Ασίας (οικογ. Hylobatidae) με λεπτό σώμα, μακριά δυνατά χέρια και χωρίς ουρά, ο οποίος ζει πάνω σε δέντρα. Βλ. γορίλας, ουρακοτάγκος, χιμπατζής. [< γαλλ. gibbon]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.