Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ουρανομήκης , ης, ες [οὐρανομήκης] ου-ρα-νο-μή-κης επίθ. {ουρανομήκ-ους | -εις (ουδ. -η)} (λόγ.) 1. που μοιάζει να φτάνει μέχρι τον ουρανό, πανύψηλος: ~η: βουνά. 2. (μτφ.) ηχηρός, βροντερός: ~εις: επευφημίες/(ζητω)κραυγές.|| (ειρων.) ~ης: ανοησία (= τεράστια). [< 1: αρχ. οὐρανομήκης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.