Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • ουρανός [οὐρανός] ου-ρα-νός ουσ. (αρσ.) 1. επιφάνεια της ατμόσφαιρας, ορατή σε παρατηρητή που βρίσκεται στη Γη, η οποία μοιάζει με θόλο και φαίνεται να εφάπτεται με τη νοητή γραμμή του ορίζοντα: αίθριος/βαρύς/γαλάζιος/γκρίζος/έναστρος/μαύρος/νυχτερινός/ξάστερος/σκοτεινός/συννεφιασμένος/φωτεινός ~. Χαρτογράφηση του ~ού. Το κυανό χρώμα του ~ού. Παρατήρηση του ~ού με τηλεσκόπιο. Καθάρισε ο ~ (: διαλύθηκαν τα σύννεφα). Ο ήλιος/το φεγγάρι βγήκε στον ~ό. Τα αεροπλάνα/τα πουλιά πετούν στον ~ό. Πβ. αιθέρες, ουράνια σφαίρα, στερέωμα.|| (μτφ.) Ένας κεραυνός έσκισε τον ~ό στα δύο.|| (ειδικότ.) Κάτω από τον αττικό ~ό. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ο) {συνήθ. στον πληθ.} νοητός τόπος που θεωρείται κατοικία του Θεού καθώς και η μεταθανάτια κατοικία των πιστών: η βασιλεία των ~ών. Η Πλατυτέρα των ~ών (: η Παναγία). Οι άγγελοι/δυνάμεις των ~ών. Η ανάληψη (του Χριστού) στους ~ούς. (κάλαντα Χριστουγέννων) "Οι ~οί αγάλλονται...". Πβ. (επ)ουράνια, παράδεισος. 3. (μτφ.) θολωτή οροφή: κρεβάτι με ~ό. Ο ~ (= σκεπή) του αυτοκινήτου. ● ΣΥΜΠΛ.: οι πύλες του Παραδείσου βλ. πύλη ● ΦΡ.: ανεβάζω κάποιον στον έβδομο ουρανό/στους επτά ουρανούς: κάνω κάποιον χαρούμενο, του προκαλώ μεγάλη συναισθηματική ευφορία: Αγάπες/έρωτες που μας ~ουν ~., ανοίγει ο ουρανός: τα σύννεφα διαλύονται σταδιακά ή/και σταματά η βροχή: ~ ~ και βγαίνει ο ήλιος. Βλ. ανοίγει ο καιρός., είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι (προφ.): ζαλίζομαι από χτύπημα ή αιφνιδιάζομαι: Έφαγε μια γροθιά και είδε ~ ~. Του ήρθε ~ ~ με το εκκαθαριστικό της εφορίας. Πβ. έφαγα/μου (ή)ρθε/μου έπεσε κεραμίδα (στο κεφάλι), μου ήρθε/'ρθε κόλπος/ταμπλάς., στον έβδομο ουρανό/στους επτά ουρανούς: πανευτυχής: Κέρδισε το λαχείο και βρίσκεται/είναι/πετάει ~ ~., τον ουρανό με τ' άστρα: για κάτι ανέφικτο, υπερβολικό: Ζητώ/προσφέρω/τάζω/υπόσχομαι/χαρίζω ~ ~., άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξαν οι ουρανοί βλ. ανοίγω, δάκρυσε ο ουρανός βλ. δακρύζω, θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει! βλ. πλακώνω, καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται βλ. αστραπή, κινώ γη και ουρανό βλ. κινώ, μάννα εξ ουρανού βλ. μάννα1, όσο απέχει ο ουρανός από τη γη βλ. γη, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα βλ. γυρεύω, τα πετεινά του ουρανού βλ. πετεινά, τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό βλ. χρήμα [< αρχ. οὐρανός 3: γαλλ. ciel de lit]
  • Ουρανός [Οὐρανός] Ο-υ-ρα-νός ουσ. (αρσ.): ΑΣΤΡΟΝ. ο έβδομος από τον Ήλιο σε σειρά απόστασης και τρίτος στο μέγεθος πλανήτης του ηλιακού συστήματος, ο οποίος βρίσκεται σε αεριώδη κατάσταση: οι δακτύλιοι/δορυφόροι του ~ού.|| (ΑΣΤΡΟΛ.) Η είσοδος του ~ού στον Κριό (: στον αστρολογικό χάρτη). [< αρχ. Οὐρανός 'ο πατέρας του Κρόνου', νεολατ. Uranus]
  • ουρανόσταλτος , η, ο [οὐρανόσταλτος] ου-ρα-νό-σταλ-τος επίθ.: θεόσταλτος: ~ο: αγαθό/δώρο/θαύμα.|| (μτφ.) ~η: ευκαιρία. ΣΥΝ. ουρανόπεμπτος

ανοίγω

ανοίγω [ἀνοίγω] α-νοί-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνοι-ξα, ανοί-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -γμένος, ανοιγ-όμενος, ανοίγ-οντας} 1. μετακινώ, αφαιρώ οτιδήποτε κρατάει κλειστό κάτι, καθιστώντας δυνατή την πρόσβαση σε αυτό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ την πόρτα (: ξεκλειδώνω ή γυρίζω το πόμολο). ~ το ψυγείο. ~ξε (διάπλατα) τα παντζούρια/το παράθυρο. (ελλειπτ.) ~ξέ μου να μπω (ενν. την πόρτα)! (προφ.) ~ξαν το σπίτι/το χρηματοκιβώτιο (= το διέρρηξαν).|| Στο αεροδρόμιο τού ζήτησαν να ~ξει την τσάντα του.|| ~ το καπάκι/την κονσέρβα (με το ανοιχτήρι)/το μπουκάλι. ~ξε την κατσαρόλα (= ξεσκέπασε).|| ~ το κιβώτιο/μπαούλο.|| ~ το φερμουάρ (πβ. ξεκουμπώνω).|| ~ τις κουρτίνες (= τραβώ).|| (βγάζω το περιτύλιγμα:) ~ το δέμα/τα δώρα/το πακέτο (πβ. ξεπακετάρω, ξετυλίγω).|| ~χτηκε η διαθήκη. Πβ. αποσφραγίζω.|| ~ την εφημερίδα. Ανοίξτε το βιβλίο στην πρώτη σελίδα!|| Το ντουλάπι δεν ~ει, έχει κολλήσει/φρακάρει! Το κουτί ~ει από πάνω. Βλ. μισ~, ξαν~. ΑΝΤ. κλείνω (1) 2. απλώνω κάτι διπλωμένο ή πτυσσόμενο: ~ την ομπρέλα/τον χάρτη. ΑΝΤ. κλείνω.|| ~ ζύμη/φύλλο για πίτα.|| Ανοίξτε τα χέρια σας (= τεντώστε)!|| Καναπές που ~ει και γίνεται κρεβάτι.|| ~ξαν τα μπουμπούκια (= άνθισαν, έσκασαν). 3. θέτω σε λειτουργία συσκευή (συνήθ. με το πάτημα κουμπιού): ~ το ραδιόφωνο/την τηλεόραση/τον υπολογιστή. ΣΥΝ. ανάβω.|| Πώς ~ει το κινητό σου; ΑΝΤ. κλείνω (3), σβήνω (2) 4. απελευθερώνω τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου, περιστρέφοντας ή πατώντας τον μηχανισμό που εμποδίζει την παροχή του: (μτβ.) ~ τη βαλβίδα/στρόφιγγα. Μπορείς να ~ξεις το φως (= να το ανάψεις. ΑΝΤ. σβήνω);|| (αμτβ.) Ο διακόπτης ~ει με κάρτα.|| ~ την ένταση της τηλεόρασης (= αυξάνω). ΑΝΤ. κλείνω (5) 5. δημιουργώ εσοχή, κενό (συνήθ. στην επιφάνεια της γης): ~ μια λακκούβα (στο έδαφος/στο χώμα). ~χτηκαν λαγούμια/χαντάκια. ΣΥΝ. σκάβω.|| ~ξε πέρασμα ανάμεσα στο πλήθος.|| (κατ' επέκτ., για δημιουργία πληγής:) ~ξε ο ασθενής (= έπαθε κατακλίσεις). 6. ελευθερώνω χώρο από οτιδήποτε εμποδίζει το πέρασμα ή δημιουργεί στενότητα: ~ξε ο δρόμος στα χωριά που είχαν αποκλειστεί. (προφ.) Ανοίξτε να περάσω (= κάν(ε)τε τόπο)!|| ~ξαν τα σύνορα (= είναι ελεύθερη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών). ΑΝΤ. κλείνω (9) 7. κάνω έναρξη σε κάτι, ξεκινώ: ~ λογαριασμό καταθέσεων.|| (για επαγγελματική δραστηριότητα:) ~ γραφείο/επιχείρηση/εστιατόριο (πβ. ιδρύω). ~ξε νέο κατάστημα (= εγκαινιάστηκε). Πότε ~εις το ιατρείο (ενν. μετά τις διακοπές); Το μαγαζί δεν θα ~ξει στις γιορτές (= θα μείνει κλειστό). ~ξαν τα σχολεία!|| (μτφ.) Την εκδήλωση θα ~ξει (με ομιλία του) ο ... (= θα προλογίσει). ~ξε τη συζήτηση (= άρχισε πρώτος). ~ξαν διάλογο με ... ~ξε θέμα ηγεσίας. Έχει ~ξει παρτίδες με τον υπόκοσμο. ~ει μια νέα περίοδος/ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο κρατών. Χώρα που ~ει δίαυλο επικοινωνίας/συνεργασίας με τις γειτονικές της. ~ει το Τριώδιο (= μπαίνει). ΑΝΤ. κλείνω (4) 8. ΠΛΗΡΟΦ. εμφανίζω τα περιεχόμενα αρχείου ή προγράμματος στην οθόνη υπολογιστή (συνήθ. με διπλό κλικ στο εικονίδιό του): ~ το έγγραφο/το λινκ/το παράθυρο.|| Δεν ~ει η (ιστο)σελίδα. 9. (αμτβ.) αυξάνεται το πλάτος μου, γίνομαι πιο ευρύς: Με τον καιρό τα παπούτσια θα ~ξουν και δεν θα σε στενεύουν.|| (μτφ.) ~ει το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (= μεγαλώνει). 10. δίνω σε κάτι πιο φωτεινή απόχρωση: ~ τα μαλλιά μου (ΣΥΝ. ξανοίγω). 11. γράφω το πρώτο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: Ανοίξτε εισαγωγικά.|| ~ει παρένθεση. ΑΝΤ. κλείνω (12) 12. (προφ.) χειρουργώ: Τον ~ξαν.ανοίγεται: εκτείνεται, απλώνεται: Μπροστά μας ~ η θάλασσα.|| (μτφ.) ~ονται νέες δυνατότητες/ευκαιρίες/προοπτικές. Το κόμμα ~ στην κοινωνία (= κάνει άνοιγμα). ● Παθ.: ανοίγομαι 1. εξωτερικεύω τον ψυχικό μου κόσμο, εκδηλώνομαι: Δεν ~ εύκολα σε αγνώστους. Πβ. ανοίγω την καρδιά μου. 2. απομακρύνομαι από κάποιο χώρο: (από τη στεριά) Η βάρκα ~χτηκε στο πέλαγος. Μπήκαμε στο σκάφος και ~χτήκαμε στη θάλασσα. Πβ. βγαίνω στ' ανοιχτά, ξεμακραίνω.|| (για οδηγό:) ~χτηκε αριστερά, για να κάνει προσπέραση.|| (από τον χώρο της άμυνας στο ποδόσφαιρο:) Οι αντίπαλοι ~χτηκαν, αφήνοντας κενά στην αμυντική γραμμή. 3. διευρύνω, επεκτείνω τις δραστηριότητές μου, πνευματικές, οικονομικές· ξοδεύω υπέρμετρα, ξανοίγομαι: Χώρες που ~ονται στις νέες τεχνολογίες.|| (προφ.) Ας μην ~όμαστε (πολύ), έχουμε και έξοδα! ● Μτχ.: ανοιγόμενος , η, ο: που μπορεί να ανοίξει: ~η: οροφή (βλ. αίθριο). ~o: τραπέζι. Μηχανισμός αυτόματα/ηλεκτρικά/υδραυλικά ~. ~ καναπές που γίνεται κρεβάτι (: αναδιπλούμενος, πτυσσόμενος). Παράθυρα συρόμενα, ~α και ανακλινόμενα. ● ΦΡ.: ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου: χαίρομαι: ~ ~ όταν τον βλέπω!, ανοίγει η τύχη μου: βελτιώνεται πολύ η κατάστασή μου (ύστερα από απροσδόκητα θετικό συμβάν): Κέρδισε το λαχείο και ~ξε ~ του., ανοίγει ο κύκλος: αρχίζει να λαμβάνει χώρα μια σειρά δραστηριοτήτων (που αναμένονται να διαρκέσουν αρκετές ημέρες): ~ ~ των απολογιών/διαπραγματεύσεων/κινητοποιήσεων., ανοίγω (τον) δρόμο 1. (μτφ.) δημιουργώ τις προϋποθέσεις (για κάτι συνήθ. θετικό): Οι νέες τεχνολογίες ~ουν ~ προς τη/στη γνώση.|| ~ξε ο δρόμος για την προαγωγή του. 2. δημιουργώ πέρασμα: ~ξε ~ με τους αγκώνες του/ανάμεσα στο πλήθος., ανοίγω δουλειές (σε κάποιον) (προφ.): βάζω κάποιον σε μπελάδες, του προκαλώ προβλήματα: Μου έχεις ~ξει ~ με τα καμώματά σου!, ανοίγω ευκαιρίες: δημιουργώ νέες δυνατότητες: Σπουδές που ~ουν ~ στη (/για τη) ζωή.|| ~ουν/~ονται ~ που πρέπει να τις αξιοποιήσουμε (= παρουσιάζονται)., ανοίγω σπίτι (μτφ.-προφ.): παντρεύομαι: Είναι ώρα ν' ανοίξεις κι εσύ ~ (= να νοικοκυρευτείς)!, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.): τον διαφωτίζω, τον αφυπνίζω: Μας ~ξε ~ και καταλάβαμε την απάτη. ΑΝΤ. κλείνω τα μάτια (κάποιου) (1), ανοίγω τα μάτια μου: ξυπνώ· κατ' επέκτ. ανακαλύπτω την αλήθεια: Με το που ~ξε ~ του ... || ~ξε ~ σου επιτέλους να δεις τι γίνεται (= ξεστραβώσου)!, ανοίγω την αγκαλιά μου 1. απλώνω τα χέρια μου για να αγκαλιάσω κάποιον: ~ξε ~ του και την έσφιξε στο στήθος του. 2. (μτφ.) υποδέχομαι κάποιον ζεστά, με στοργή: Ιατροί και νοσηλευτές ~ξαν ~ τους στα παιδιά., ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον): εξωτερικεύω, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που σκέφτομαι ή που με απασχολεί: (Μου) ~ξε ~ του και μου μίλησε για τα προβλήματά του (= μου ανοίχτηκε). Πβ. εξομολογούμαι, βγάζω τα (ε)σώψυχά μου., ανοίγω την όρεξη/(μου)ανοίγει η όρεξη: προκαλώ επιθυμία για φαγητό/έχω έντονη επιθυμία για κάτι: Γεύσεις/πιάτα που ~ουν ~.|| (μτφ.) Η ανοδική πορεία της οικονομίας έχει ανοίξει την ~ των εταιρειών για νέες (επενδυτικές) δραστηριότητες., ανοίγω το σκορ: σημειώνω το πρώτο γκολ ή καλάθι: Οι φιλοξενούμενοι ~ξαν ~.|| Το σκορ ~ει με δυνατό σουτ του ..., ανοίγω τον φάκελο (μτφ.): ξεκινώ τη διερεύνηση μιας υπόθεσης: Δημοσιογράφος που έχει αποφασίσει να ~ξει ~ της δολοφονίας.|| ~ξε ο φάκελος της διαφθοράς., ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) (μτφ.-προφ.): (απειλητ. ή ως έκφρ. δυσαρέσκειας) τον χτυπώ στο κεφάλι: Θα σου ~ξω/σπάσω το ~!, άνοιξαν οι ουρανοί: σε περιπτώσεις πολύ δυνατής βροχής: ~ ~ και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς/ρίχνει καρεκλοπόδαρα., ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί (μτφ.): να εξαφανιστώ, να χαθώ από όλους και από όλα: Αισθάνθηκα τόσο άσχημα/ντράπηκα τόσο πολύ, που μακάρι ν' άνοιγε ~ ~!|| Αν λέω ψέματα, ν' ανοίξει ~ ~., ανοίγει (νέους) ορίζοντες βλ. ορίζοντας, ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους βλ. δρόμος, ανοίγει ο καιρός βλ. καιρός, ανοίγει ο ουρανός βλ. ουρανός, ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας βλ. Πανδώρα, ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου βλ. ασκός, ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο βλ. κλείνω, ανοίγει/ματώνει η μύτη μου βλ. μύτη, ανοίγει/ξύνει (παλιές) πληγές βλ. ξύνω, ανοιγμένα κεφάλια βλ. κεφάλι, ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, ανοίγω ιστορίες βλ. ιστορία, ανοίγω λογαριασμούς βλ. λογαριασμός, ανοίγω πανιά βλ. πανί, ανοίγω πυρ βλ. πυρ, ανοίγω σαμπάνιες βλ. σαμπάνια, ανοίγω τα στραβά μου βλ. στραβός, ανοίγω την πόρτα της εξόδου βλ. πόρτα, ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου βλ. βήμα, ανοίγω το στόμα μου βλ. στόμα, ανοίγω τον χορό βλ. χορός, ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) βλ. φτερό, ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί βλ. αυτί, άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη βλ. καταπίνω, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον βλ. πόρτα, δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι βλ. μύτη, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον βλ. κουβέντα, σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω, σκάβω/ανοίγω τον λάκκο (κάποιου) βλ. λάκκος, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω [< αρχ. ἀνοίγω, αγγλ. open, γαλλ. ouvrir, γερμ. öffnen]

αστραπή

αστραπή [ἀστραπή] α-στρα-πή ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΦ. έντονη και σύντομη λάμψη που προκαλείται από ηλεκτρική εκκένωση στην ατμόσφαιρα ανάμεσα σε δύο διαφορετικά σύννεφα ή σε τμήματα του ίδιου σύννεφου: σφαιρικές ~ές (: που μοιάζουν με φωτεινές σφαίρες). Μια ~ φώτισε τον ουρανό. Το φως της ~ής και ο ήχος της βροντής. Κεραυνοί/μπουμπουνητά και ~ές. ~ές και καταιγίδες. Πέφτουν/ρίχνει ~ές (= αστράφτει).|| (λόγ.) Εν μέσω ~ών και βροχής. Βλ. αστροπελέκι.|| (μτφ.) Μάτια που πετούσαν ~ές (= σπίθες, φλόγες, φωτιές). 2. (μτφ.) για να δηλωθεί κάτι πολύ γρήγορο, σύντομο, βιαστικό: (ως παραθετικό σύνθ.) επίσκεψη-/ταξίδι-~. Πόλεμος-~ (: που είχε πάρα πολύ μικρή διάρκεια). Γκολ-~ (: που μπήκε στην αρχή του παιχνιδιού). Δίαιτες-~ και διατροφικές ακρότητες. Πβ. εξπρές.|| (με επιρρ. χρ.) Έφυγε ~. Πβ. βολίδα, πύραυλος, σφαίρα. ● ΦΡ.: καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται (παροιμ.): ο τίμιος και ευσυνείδητος δεν φοβάται την κριτική και τον έλεγχο., με αστραπιαία ταχύτητα/με ταχύτητα αστραπής: πάρα πολύ γρήγορα: Οι φλόγες εξαπλώθηκαν ~ ~. Οι φήμες κυκλοφορούν ~ ~., σαν αστραπή 1. πάρα πολύ γρήγορα: Όλα έγιναν ~ ~. Νέο που διαδόθηκε ~ ~. Το τρένο περνούσε ~ ~. Έτρεξε/όρμησε ~ ~. 2. για να δηλωθεί κάτι πολύ φωτεινό, λαμπερό: Τα μάτια έλαμπαν ~ ~ές μες στο σκοτάδι. [< γαλλ. comme un éclair] [< αρχ. ἀστραπή 2: γαλλ. éclair]

γη

γη [γῆ] ουσ. (θηλ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. Γ) ο τρίτος από τον Ήλιο πλανήτης του ηλιακού συστήματος, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στον Άρη και την Αφροδίτη και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ζωής: ατμόσφαιρα/βιοποικιλότητα/δημιουργία/διάμετρος/δομή/επιφάνεια/εσωτερικό/ηλικία/ημισφαίρια/θερμοκρασία/κέντρο/κλίμα/μάζα/μανδύας/περιστροφή/πόλοι/πόροι (βλ. ορυκτός πλούτος)/πυρήνας/σύσταση/σφαιρικότητα/σχήμα (βλ. ελλειψοειδής)/τροχιά/φλοιός της Γης. Το βαρυτικό/μαγνητικό πεδίο της Γης. Η απόσταση του Ήλιου από τη ~. Αστροναύτης/διαστημόπλοιο/δορυφόρος που επέστρεψε στη ~. Οι εύκρατες/πολικές/τροπικές ζώνες της Γης. Ο δορυφόρος της Γης (: η Σελήνη). (Παγκόσμια) Ημέρα της Γης. Πβ. γήινη σφαίρα, υδρόγειος. 2. έδαφος, χώμα: άγονη/αμμώδης/άνυδρη/γόνιμη/εύφορη ~. Η καλλιέργεια/οι καρποί/η φροντίδα της γης.|| Γλώσσα γης (: τμήμα ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα). 3. τόπος, περιοχή: αττική/ελληνική/θρακική/κρητική/πατρική ~. ~ των προγόνων. Βλ. πατρίδα.|| (μτφ.) Μάνα-/μητέρα-~ (: η κοινή μητέρα, η πηγή ζωής). 4. εδαφική έκταση, κτήμα: αγροτική/αξιοποιήσιμη/γεωργική/δασική/δημόσια/έρημη/κοινόχρηστη/κρατική/οικοδομήσιμη ~. Εκτάσεις/κομμάτι/στρέμμα/τεμάχιο/χρήση γης. Αγοράζω/κατέχω ~. Αναδασώνουν την καμένη ~. Αναδασμός/αναδιανομή/απαλλοτρίωση/αξία/διάθεση/διαχείριση/ενοικίαση/ιδιοκτησία (= γαιοκτησία)/κατάληψη/καταπάτηση/πώληση της γης. Πβ. γαίες. Βλ. αγροτεμάχιο, χωράφι.|| Δύο/λίγα μέτρα γης (: ο τάφος). 5. ανθρωπότητα, κόσμος, οικουμένη: πολίτες της Γης (πβ. κοσμοπολίτης). Οι ισχυροί/τα κράτη/οι λαοί/ο πληθυσμός της γης.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Επί γης ειρήνη (: ο επίγειος κόσμος). ● ΣΥΜΠΛ.: Γη της Επαγγελίας (ΠΔ) (μτφ.): χώρα ή περιοχή που προσφέρει πλούτο και ευδαιμονία: Μετανάστες που αναζητούν τη ~ ~., γενέθλια γη βλ. γενέθλιος, η Ώρα της Γης βλ. ώρα, θηραϊκή γη βλ. θηραϊκός, καμένη γη βλ. καίω, μαγνητικός άξονας της Γης βλ. άξονας, μαύρη γη βλ. μαύρος, ξένη γη βλ. ξένος, Χάρτα της Γης βλ. χάρτα ● ΦΡ.: γη και ύδωρ (μτφ.-λόγ.): για να δηλωθεί απόλυτη υποταγή, ολοκληρωτική παράδοση: Δίνει ~ ~, για να κερδίσει την εύνοια των άλλων. , όπου γης: σε οποιοδήποτε μέρος της Γης, σε όλο τον κόσμο, οπουδήποτε: οι Έλληνες ~ ~ (= οι απανταχού Έλληνες)., όπου γης (και) πατρίς & (σπάν.) όπου γη (και) πατρίς: όταν κάποιος αισθάνεται σαν πατρίδα του τον εκάστοτε τόπο διαμονής του· κατ' επέκτ. για την ικανότητα προσαρμογής σε νέο τόπο: Πάντα υπήρξε πολίτης του κόσμου· ~ ~., όσο απέχει ο ουρανός από τη γη: για πολύ μεγάλη απόσταση ή κυρ. τεράστια διαφορά., πατάω (γερά) στη γη (μτφ.): αντιμετωπίζω την πραγματικότητα με ρεαλισμό: ~ ~ και έχω επίγνωση των δυνατοτήτων μου. ΑΝΤ. πετάει/ζει/βρίσκεται στα σύννεφα, άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη βλ. καταπίνω, απανταχού της Γης/της οικουμένης βλ. απανταχού, από προσώπου γης/από το πρόσωπο της γης βλ. πρόσωπο, γης Μαδιάμ βλ. Μαδιάμ, για όλο το χρυσάφι του κόσμου βλ. χρυσάφι, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, κινώ γη και ουρανό βλ. κινώ, ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί βλ. ανοίγω, ο ομφαλός της Γης βλ. ομφαλός, σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) βλ. μήκος, στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης βλ. κόσμος, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα βλ. γυρεύω, το αλάτι/το άλας της γης/της ζωής βλ. άλας ● βλ. γαία [< αρχ. γῆ]

γυρεύω

γυρεύω γυ-ρεύ-ω ρ. (μτβ.) {γύρ-εψα, -έψει, γυρεύ-οντας} (προφ.) 1. αναζητώ, ψάχνω: ~ δουλειά/τα κλειδιά μου. Σε ~ει παντού. Πού ήσουν και σε ~α; Σε ~εψαν από το γραφείο. Τον έστειλαν να με ~έψει. 2. ζητώ, επιδιώκω: Του ~εψε δανεικά. ~ει το δίκιο/τα λεφτά του. (για έκφραση ενόχλησης:) Τι ~εις εδώ (: τι θέλεις, τι δουλειά έχεις); ● ΦΡ.: γύρευε ποιος/τι ...: για έκφραση άγνοιας, απορίας ή/και δυσφορίας: ~ ποιος είναι τώρα ... ~ τι θέλει πάλι (: για πρόσωπο ενοχλητικό)!, πάει/πηγαίνει γυρεύοντας: με τη συμπεριφορά του προκαλεί, συνήθ. στον εαυτό του, μια δυσάρεστη εξέλιξη: ~ ~ για καβγά/φασαρία! Πας ~ ν' ακούσεις καμιά κουβέντα! ΣΥΝ. γυρεύει/θέλει τον μπελά του, φιρί φιρί (το) πάει, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα (μτφ.): για κάποιον ή κάτι που βρίσκουμε απρόσμενα μπροστά μας, ενώ το(ν) αναζητούσαμε στα πιο απίθανα μέρη., τρέχα γύρευε: για κάτι άσκοπο ή που δύσκολα βρίσκεται ή επιτυγχάνεται: ~ ~ τώρα ποιος έκανε τη ζημιά! Πβ. τι ψάχνεις τώρα., (γυρεύει/ψάχνει/ζητά) ψύλλους (/ψύλλο)/βελόνα (/βελόνες) στ' άχυρα βλ. άχυρο, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, πες αλεύρι, ο ... σε γυρεύει βλ. αλεύρι, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! βλ. θέλω, ψάχνω/γυρεύω με το κερί/με το φανάρι βλ. κερί [< μτγν. γυρεύω]

δακρύζω

δακρύζω δα-κρύ-ζω ρ. (αμτβ.) {δάκρυ-σα, -σμένος, δακρύζ-οντας} 1. τα μάτια μου είναι γεμάτα δάκρυα, εξαιτίας συγκίνησης ή εξωτερικού ερεθισμού: ~ από χαρά. ~σε με την είδηση/ερμηνεία. ~σμένο: πρόσωπο. Πβ. με παίρνουν τα ζουμιά.|| Έκανε το κοινό να ~σει από τα γέλια. 2. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) για υγρό που ρέει από μια επιφάνεια με τη μορφή σταγόνας: ~ει το πεύκο (: τρέχει ρετσίνι)/ο τοίχος (: από την υγρασία). ● ΦΡ.: δάκρυσε ο ουρανός (μτφ.-λογοτ.): για τη βροχή ως ένδειξη συμμετοχής της φύσης ή του Θεού σε θλιβερό γεγονός: ~ ~ με τον χαμό του. [< μεσν. δακρύζω]

κινώ

κινώ [κινῶ] κι-νώ ρ. (μτβ.) {κιν-είς ..., -ώντας, (λόγ. μτχ. ενεστ. -ών, -ούσα, -ούν) | κίν-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε (λόγ. εκιν-ήθη, -ήθησαν, μτχ. κιν-ηθείς, -ηθείσα), -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} 1. θέτω κάτι (που αδρανεί ή είναι στάσιμο) σε κίνηση ή λειτουργία· (μεσοπαθ., για άψυχα) βρίσκομαι ή τίθεμαι σε κίνηση, λειτουργώ: Ισχύς που ~εί την αντλία/το αυτοκίνητο/το μηχάνημα. Ο άνεμος ~ούσε τις γεννήτριες. Δυσκολευόταν να ~ήσει (= κουνήσει) τα άκρα του.|| (μτφ.) Η καινοτομία/το χρήμα ~εί την αγορά/επιχειρηματικότητα. ~ούν (= καθορίζουν) τις εξελίξεις. ~ούσα: αρχή/δύναμη (του Σύμπαντος).|| Η Γη ~είται (= περιστρέφεται). Το αίμα ~είται μέσα στις φλέβες. Οχήματα που ~ούνται με ηλεκτρική ενέργεια/πετρέλαιο (= ηλεκτρο-/πετρελαιο-κίνητα). Οι συρμοί του προαστιακού θα ~ηθούν (= εκτελέσουν τα δρομολόγια) κανονικά.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~είται ο λογαριασμός (: γίνονται αναλήψεις και καταθέσεις).|| (μτφ.) Δεν ~είται τίποτα (: για απόλυτη ησυχία ή αδράνεια). Βλ. ανα~, δια~, εκ~, ξανα~, συγ~, κινούμενος. 2. μετατοπίζω κάτι· (μεσοπαθ.) αλλάζω θέση, μετακινούμαι, κατευθύνομαι, πηγαίνω κάπου: ~ το πιόνι/ποντίκι (του υπολογιστή).|| ~είται από τα δυτικά προς τα ανατολικά/αργά προς τα πίσω/δεξιά/εναντίον του εχθρού. Μην ~είσαι!|| (ΦΥΣ.) Σωματίδιο που ~είται (: τρέχει) με την ταχύτητα του φωτός.|| (μτφ.) Οι έρευνες ~ούνται (= στρέφονται) προς κάθε κατεύθυνση/στο σκοτάδι. ~είται ανάμεσα σε διαφορετικά στιλ γραφής.|| (λαϊκό-λογοτ.) ~ησε για ... (= αναχώρησε, ξεκίνησε). 3. (μτφ.) προκαλώ, προξενώ, διεγείρω: ~ το ενδιαφέρον/τον θαυμασμό/τον οίκτο/την προσοχή/τις υποψίες κάποιου. ~ησε τον φθόνο των αντιπάλων του. Μου έχει ~ήσει την περιέργεια. Πβ. εξάπτω. 4. (μτφ.) ωθώ, παροτρύνω κάποιον: Τον ~εί η δύναμη της ψυχής του/ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Τι τον ~ησε να πει τέτοιο ψέμα; Πβ. παρα~, προτρέπω.|| ~είται από ζήλια/ιδιοτέλεια/συμφέρον. ~ούνται από αγάπη/ένστικτο. Πβ. ορμώμαι. Βλ. παρασύρω, υπο~. 5. (επίσ.) ξεκινώ, προωθώ κάτι, προβαίνοντας στις απαιτούμενες ενέργειες: ~ αγωγή/δίκη/πόλεμο εναντίον κάποιου. (ΝΟΜ.) ~θείσα διαδικασία (π.χ. επιδίκασης διατροφής). Βλ. παγώνω. ● Παθ.: κινούμαι 1. ενεργώ, δρω για την επίτευξη στόχου· ειδικότ. αναπτύσσω δράση σε συγκεκριμένο τομέα, χώρο: ~είται γρήγορα και αποτελεσματικά/εκτός των ορίων της νομιμότητας/εκ του ασφαλούς/έξυπνα/μεθοδικά/με άκρα μυστικότητα/νομικά/παρασκηνιακά/υπογείως/ύπουλα. ~ήθηκαν υπέρ της ειρήνης. Δεν ξέρει πώς να ~ηθεί (= φερθεί). Αν δεν ~ηθούμε αμέσως, ...|| ~είται με άνεση στην υψηλή κοινωνία/μεταξύ αριστεράς και κέντρου. Εταιρεία που ~είται στον χώρο της πληροφορικής. Ζουν και ~ούνται στην περιφέρεια. Πβ. δραστηριοποιούμαι. 2. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) (για μέγεθος) κυμαίνεται· (για δραστηριότητα, κατάσταση) αφορά: Ο γενικός δείκτης τιμών ~είται ανοδικά/πτωτικά. Η συμμετοχή του κόσμου ~ήθηκε σε υψηλά επίπεδα. Σε υψηλούς τόνους ~ήθηκε η ομιλία του.|| Η εκδήλωση/συζήτηση θα ~ηθεί γύρω από τρεις βασικούς άξονες. ● ΣΥΜΠΛ.: κινούν αίτιο(ν) βλ. αίτιο ● ΦΡ.: κινώ γη και ουρανό & (σπάν.) θεούς και δαίμονες {συνηθέστ. σε αόρ. και μέλλ.} (μτφ.): μεταχειρίζομαι κάθε μέσο: ~ησε ~, για να δικαιωθεί/τη βρει. Πβ. βάζω λυτούς και δεμένους, κάνω τα αδύνατα δυνατά., κινώ ένα θέμα/ζήτημα: το φέρνω στο προσκήνιο: ~ησε το θέμα της παραχώρησης δικαιώματος ..., κινεί τα νήματα/τα γρανάζια βλ. νήμα, κίνησε ο Εβραίος για το παζάρι κι ήταν ημέρα Σάββατο βλ. Σάββατο, ο άνθρωπος/η πίστη κινεί βουνά βλ. βουνό, συν Αθηνά και χείρα κίνει βλ. χειρ [< αρχ. κινῶ]

κρουνός

κρουνός κρου-νός ουσ. (αρσ.) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας εκροής υγρού (κυρ. νερού) σε μεγάλη ποσότητα: πυροσβεστικός ~ (πβ. υδροστόμιο). ~ πεζοδρομίου. Δίκτυο ~ών (υδροληψίας). Βλ. βαλβίδα, βάνα, στρόφιγγα. 2. (μτφ.-επιτατ.) μεγάλη ροή: ~οί αίματος/δακρύων. Ανοίγουν οι ~οί της χρηματοδότησης. Βλ. ποτάμι, χείμαρρος. 3. (σπάν.) κρήνη, βρύση: (ΑΡΧΑΙΟΛ.) μαρμάρινοι ~οί. ● ΦΡ.: άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού: άρχισε καταρρακτώδης βροχή. Βλ. βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/με το τουλούμι/καρέκλες/παπάδες. [< 3: αρχ. κρουνός]

μάννα1

μάννα1 μάν-να ουσ. (ουδ.) 1. ΘΕΟΛ. (στην ΠΔ) τροφή που έριξε ο Θεός στους Εβραίους από τον ουρανό, κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο, καθώς περνούσαν την έρημο του Σινά. 2. (μτφ.) καθετί πολύτιμο, ζωτικό: Ο τουρισμός αποτελεί το ~ της χώρας. ● ΦΡ.: αντί του μάννα χολή (από εκκλησ. χωρίο "αντί του μάννα, χολήν, αντί του ύδατος, όξος"): για περιπτώσεις σκληρότητας ή αχαριστίας, εκεί όπου αναμένεται ευεργεσία ή ευγνωμοσύνη., μάννα εξ ουρανού: για απρόσμενη ευεργεσία ή αγαθό που αποκτήθηκε την κατάλληλη στιγμή χωρίς προσπάθεια: Η επιχορήγηση ήρθε σαν/ως ~ ~. Κάθονται με σταυρωμένα χέρια και περιμένουν το ~ ~. [< 1: μτγν. μάννα]

πετεινά

πετεινά πε-τει-νά ουσ. (ουδ.) (τα) (λόγ.): στη ● ΦΡ.: τα πετεινά του ουρανού (ΚΔ): τα πουλιά ως πλάσματα του Θεού. [< αρχ. τά πετεινά, εν. πετεινόν ‘πτηνό’]

πλακώνω

πλακώνω πλα-κώ-νω ρ. (μτβ.) {πλάκω-σε, πλακώ-σει, -θηκε, -θεί, πλακών-οντας, πλακω-μένος} (προφ.) 1. πέφτω με δύναμη και καλύπτω κάποιον ή κάτι με τον όγκο μου, προκαλώντας συνήθ. ζημιά ή τραυματισμό: Τον ~σε η στέγη. ~θηκαν (: ποδοπατήθηκαν) από τους πίσω. ~μένοι από πέτρες και ξύλα/κάτω από τα συντρίμμια.|| Έπεσαν τα δοκάρια και του ~σαν το χέρι/~θηκε το πόδι του. Βλ. κατα~.|| (μτφ.) (Μας) ~σε (= κάλυψε, σκέπασε) το σκοτάδι. 2. (μτφ.) δέρνω, ξυλοφορτώνω: Τον ~σαν στις κλοτσιές/μπουνιές/σφαλιάρες/φάπες/στα χαστούκια. Θα σε ~σω (= σπάσω) στο ξύλο! 3. (μτφ.) καταναλώνω αλόγιστα ή γενικότ. κάνω κάτι με υπερβολή: ~σαν τα γλυκά. ~θήκανε (= όρμησαν) στα τσίπουρα/στο φαΐ.|| Τον ~σαν στις ενέσεις/στα φάρμακα.|| ~θηκε στο διάβασμα (= έπεσε/ρίχτηκε με τα μούτρα)/στις δίαιτες. ΣΥΝ. ξεσκίζομαι.πλακώνει (μτφ.) 1. ασκεί έντονη ψυχική πίεση, προκαλεί εξαιρετικά δυσάρεστη, αφόρητη ή αδιέξοδη κατάσταση: Ένα βάρος μού ~ (= βαραίνει, πιέζει) το στήθος/την ψυχή (= είμαι στενοχωρημένος· πβ. ψυχοπλακώνω). ~θηκε η καρδιά μου (= καταστενοχωρήθηκα). Πβ. καταθλίβω.|| Βαριά φτώχεια/χείμαρρος απόγνωσης τούς είχε ~σει. ~μένοι από τα προβλήματα. 2. καταφθάνει ή εμφανίζεται ξαφνικά και σε έντονο βαθμό: Άρχισε να ~ (= αριβάρει) κόσμος/πελατεία. ~σαν οι δημοσιογράφοι/τα κανάλια/τα κουνούπια/οι συγγενείς. Πβ. συρρέω.|| ~σε καταιγίδα (= ενέσκηψε, ξέσπασε)/κρύο/χειμώνας. ~σαν οι ζέστες/τα τηλεφωνήματα. Έχει ~σει (= πέσει) πολλή δουλειά. ● Παθ.: πλακώνομαι με κάποιον: έρχομαι στα χέρια, διαπληκτίζομαι: ~θηκαν (άγρια/στο ξύλο). Είναι ~μένοι (= τσακωμένοι). ● ΦΡ.: θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει! (εμφατ.-ενίοτε ειρων.): για κάτι που θεωρείται μεγάλη αμαρτία ή εξωφρενικό: Μη λες τέτοια πράγματα, ~ ~!, πάει πλακωμένος (μτφ.-προφ.): οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα: Πάνε ~οι στην Εθνική. Μπαίνουν ~οι στις στροφές.|| Το πάει ~ο (ενν. το αυτοκίνητο)., αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει βλ. παινεύω, να πέσει το ταβάνι να με πλακώσει βλ. ταβάνι, σφίγγουν/πλακώνουν/πιάνουν οι ζέστες/τα κρύα βλ. ζέστη, τον πλάκωσε το πάπλωμα βλ. πάπλωμα [< μεσν. πλακώνω]

πύλη

πύλη πύ-λη ουσ. (θηλ.) 1. είσοδος κτιρίου ή του περιτειχίσματός του· συνεκδ. η μεγάλη πόρτα που τη φράζει: η (κεντρική/κύρια/πλαϊνή) ~ του αεροδρομίου/του εργοστασίου/της Μονής/του ναού/του νοσοκομείου/του πανεπιστημίου/του στρατοπέδου/του σχολείου. Πβ. πυλώνας.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ., για τείχος) Η ανατολική/βόρεια ~ της πόλης/του φρουρίου. Η ~ του Αδριανού/των Λεόντων. Βλ. τετράπυλο.|| Διάβηκε/πέρασε την (γιγαντιαία/επιβλητική) ~ του κάστρου. Άνοιξαν/έκλεισαν οι ~ες. Βλ. τάφρος. 2. (μτφ.) οτιδήποτε επιτρέπει την είσοδο, το πέρασμα σε κάτι άλλο: (για γεωγραφική θέση, στρατηγικής συνήθ. σημασίας) Ελλάδα, η ~ της Ευρώπης προς την Ανατολή.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) Νεφρική/πνευμονική ~. ~ες του ήπατος. Διαμπερές τραύμα με ~ εισόδου/εξόδου.|| (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του τρανζίστορ. Λογικές ~ες (: ηλεκτρονικά κυκλώματα που δέχονται μία ή περισσότερες εισόδους και εκτελώντας μία λογική πράξη παράγουν μία έξοδο).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες δικτύων (= κοινοί κόμβοι δύο ή περισσότερων δικτύων). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ιστοσελίδα που λειτουργεί ως αφετηρία διαδικτυακής πλοήγησης, η οποία συμπεριλαμβάνει συνήθ. μηχανή αναζήτησης, θεματικό κατάλογο ιστοσελίδων και υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: βιβλιογραφική/ειδησεογραφική/εκπαιδευτική/θεματική/μουσική/τουριστική ~. Δικτυακή/ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ αναζήτησης/ενημέρωσης. Ευρωπαϊκή ~ για την επαγγελματική κινητικότητα. ~ πληροφοριών/πρόσβασης. Επιχειρηματικές/φωνητικές ~ες. Κεντρική σελίδα/φόρουμ της ~ης. ΣΥΝ. πόρταλ ● ΣΥΜΠΛ.: (Υψηλή) Πύλη: ΙΣΤ. το σουλτανικό ανάκτορο· (κυρ. συνεκδ.) η οθωμανική κυβέρνηση., οι πύλες της κολάσεως/του Άδη & (προφ.) της κόλασης: η είσοδος της κόλασης ή του κάτω κόσμου· κατ' επέκτ. η ίδια η κόλαση ή ο κάτω κόσμος: (μτφ.) Ο πόλεμος άνοιξε τις ~ της κολάσεως (: σήμανε την απαρχή μεγάλων καταστροφών)., οι πύλες του Παραδείσου & του ουρανού: η είσοδος του Παραδείσου· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο Παράδεισος., Ωραία Πύλη: ΕΚΚΛΗΣ. η μεσαία από τις τρεις θύρες του τέμπλου που οδηγούν στο ιερό. ● ΦΡ.: ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της: αρχίζει να λειτουργεί, να δέχεται κόσμο: Η Έκθεση/το εμπορικό κέντρο/το Ίδρυμα ... άνοιξε ~ της/του (στο κοινό). Πβ. εγκαινιάζω., προ των πυλών (λόγ.): (κυρ. ως προειδοποίηση) πλησιάζει, επίκειται: Ο εχθρός (βρίσκεται/είναι) ~ ~.|| Εκλογές/καύσωνας/πολιτική κρίση ~ ~! Πβ. επί θύραις/προ των θυρών. [< 1: αρχ. πύλη 3: αμερικ. portal, 1990]

χρήμα

χρήμα [χρῆμα] χρή-μα ουσ. (ουδ.) {χρήμ-ατος | -ατα, -άτων} ΣΥΝ. λεφτά 1. ΟΙΚΟΝ. επίσημο μέσο πληρωμής με τη μορφή κερμάτων και χαρτονομισμάτων: ελεγχόμενο (: που η κυκλοφορία του ελέγχεται από τις νομισματικές Αρχές)/μεταλλικό/νόμιμο/παράνομο ~. Κοινοτικό ~ (: οι οικονομικοί πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ζήτηση/προσφορά ~ατος (: συνολική ποσότητα ~ατος σε κυκλοφορία). Διακίνηση/εισροή/έκδοση ~ατος. Η (ανταλλακτική) αξία/τα είδη/το κόστος/ο ρόλος/η τιμή του ~ατος. Βλ. χρηματαγορά. 2. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} (μεγάλο) χρηματικό ποσό, συνήθ. σε μετρητά: αφθονία/παραχάραξη/συσσώρευση ~ατος. Βοήθεια/εισφορές σε ~. Πεταμένα/χαμένα ~ατα. Τα ~ατα της αποζημίωσης. Δανεισμός/δαπάνη/εκταμίευση/έλλειμμα/κατάθεση/μεταβίβαση/υπεξαίρεση ~άτων. Καταμετρητής/κάτοχος ~άτων. Παιχνίδια με αληθινά/εικονικά ~ατα. Εξοικονομώ χρόνο και ~. Επενδύω τα ~ατά μου (πβ. κεφάλαιο). Επιστράφηκαν/παρακρατήθηκαν ~ατα. Διαθέτω/διαχειρίζομαι/καταβάλλω/κλέβω/μαζεύω/ξοδεύω/προσφέρω/χρειάζομαι ~ατα. Μεταφέρω/τοποθετώ ~ατα σε λογαριασμό. Δεν έχω καθόλου ~ατα μαζί/πάνω/στο πορτοφόλι μου. Δεν λογαριάζω/τσιγκουνεύομαι τα ~ατα. Μου κόστισε/στοίχισε πολλά ~ατα. Δεν θα πάμε διακοπές ελλείψει ~άτων. Πβ. ρευστό. 3. (ειδικότ.) (μεγάλες) απολαβές ή χρηματική περιουσία, πλούτος· συνεκδ. οι οικονομικά εύρωστοι: ~ατα και ακίνητα. Πακτωλός ~άτων. Το ~ ρέει άφθονο. Δουλειές που αφήνουν ~ (: κέρδος). Βγάζει αρκετά ~ατα από τη δουλειά του. Έχει πολλά ~ατα. Πόσα ~ατα παίρνεις τον μήνα (: ποιος/πόσος είναι ο μισθός σου); Έπαιξε όλα του τα ~ατα στα χαρτιά.|| Η δύναμη/το κυνήγι του ~ατος. Επίδειξη ~ατος. Αγαπάει/κυνηγάει το ~ (= τους παράδες, τα φράγκα). Πβ. μαμωνάς.|| Το ~ (= οι πλούσιοι) εξουσιάζει τον κόσμο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. δανεισμός με υψηλό επιτόκιο, επειδή η ζήτηση χρήματος υπερβαίνει την προσφορά., βρόμικο/μαύρο χρήμα: χρηματικά ποσά που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και δεν έχουν φορολογηθεί: διακίνηση/εισαγωγή ~ου ~ατος. Χώρα που λειτουργεί ως παράδεισος/πλυντήριο (: για ξέπλυμα) ~ου ~ατος. [< αγγλ. dirty/black money] , γκρίζο χρήμα (προφ.): μίζα., δημόσιο/κρατικό χρήμα: οι οικονομικοί πόροι του κράτους: διαχείριση/κατάχρηση του δημόσιου ~ατος., εύκολο χρήμα (προφ.): χρηματικά ποσά που αποκτώνται με εύκολο και συνήθ. μη νόμιμο τρόπο: γρήγορο και ~ ~ (στα χαρτιά/στο καζίνο). [< αγγλ. easy money] , ζεστό χρήμα & (σπάν.) θερμό/καυτό χρήμα 1. (προφ.) ρευστό: Η συμφωνία έκλεισε με ~ ~ (= μετρητά). Η αγορά έχει ανάγκη από ~ ~. 2. ΟΙΚΟΝ. επενδυτικό κεφάλαιο που επιδιώκει βραχυπρόθεσμα την υψηλότερη δυνατή απόδοση. [< αγγλ. hot money, 1936] , ηλεκτρονικό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που έχει αποθηκευτεί με ηλεκτρονικό τρόπο, κυρ. για πραγματοποίηση συναλλαγών μέσω διαδικτύου. Πβ. ηλεκτρονικό πορτοφόλι. [< αγγλ. electronic/e-money, 1966] , πολιτικό χρήμα (κυρ. στη ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.): η χρηματοδότηση, τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων., τραπεζικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζικές επιταγές., φτηνό χρήμα (προφ.): δανεισμός χρημάτων με χαμηλό επιτόκιο και ευνοϊκούς όρους., ψηφιακό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που διακινείται ηλεκτρονικά. [< αγγλ. digital cash, 1991] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, λογιστικό χρήμα βλ. λογιστικός, ξέπλυμα χρήματος βλ. ξέπλυμα, πιστωτικό χρήμα βλ. πιστωτικός, πλαστικό χρήμα βλ. πλαστικός, ρευστό χρήμα βλ. ρευστός, το κόστος του χρήματος βλ. κόστος ● ΦΡ.: βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα (προφ.): επενδύω μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάτι που πιστεύω ότι θα μου αποφέρει κέρδος: Έβαλε/έριξε πολλά λεφτά στην επιχείρηση., είναι υπεράνω χρημάτων (λόγ.): δεν τον ενδιαφέρουν τα λεφτά., επί χρήμασι (αρχαιοπρ.): έναντι χρημάτων, με οικονομικό αντάλλαγμα: πληροφορίες ~ ~.|| ~ ~ εκδιδόμενη γυναίκα. Πβ. επί πληρωμή. ΑΝΤ. δωρεάν, ο χρόνος είναι χρήμα (γνωμ.): είναι σημαντική η σωστή διαχείριση του χρόνου., παίρνω χρήματα (προφ.): χρηματίζομαι, δωροδοκούμαι. Πβ. τα παίρνει χοντρά, τα πιάνει., τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό: τα λεφτά δεν αποκτώνται εύκολα, πρέπει να δουλέψει σκληρά κάποιος, για να τα αποκτήσει., το χρήμα δεν μυρίζει/τα λεφτά δεν μυρίζουν: για να δηλωθεί ότι η προέλευση των χρημάτων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. [< γαλλ. l 'argent n'a pas d'odeur] , τραβάω χρήματα (προφ.): κάνω ανάληψη: ~ηξε ~ απ' την κάρτα/τον λογαριασμό/την τράπεζα., χρήμα/παράς/φράγκα με ουρά (προφ.): μεγάλα χρηματικά ποσά: Βγάζει ~ ~. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, δει δη χρημάτων βλ. δει, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται βλ. κρύβω, πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος βλ. μέτρο [< αρχ. χρῆμα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.