Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ουρόλιθος [οὐρόλιθος] ου-ρό-λι-θος ουσ. (αρσ.) {-ων (λόγ.) -ίθων, συνηθέστ. στον πληθ.}: ΙΑΤΡ. σκληρή μάζα που σχηματίζεται από συγκέντρωση αλάτων σε τμήμα του ουροποιητικού συστήματος. Βλ. λιθοτριψία. [< γαλλ. urolithe, αγγλ. urolith]

λιθοτριψία

λιθοτριψία λι-θο-τρι-ψί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. σχετικά ανώδυνη και αναίμακτη μέθοδος θρυμματισμού των λίθων του ουροποιητικού συστήματος με κρουστικά κύματα που εκπέμπονται από ειδικό μηχάνημα: εξωσωματική ~. [< γαλλ. lithotritie, αγγλ. lithotripsy]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.