Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 11 εγγραφές  [0-11]


  • ους [οὖς] ουσ. (ουδ.) {ωτ-ός | ώτ-α, -ων} (αρχαιοπρ.): αυτί: Το έσω ~. Εμβοές ~ων. Απευθύνομαι/μιλάω σε/εις ώτα μη ακουόντων (: σε άτομα που δεν μου δίνουν σημασία). ● ΣΥΜΠΛ.: πτερύγιο του αυτιού βλ. πτερύγιο ● ΦΡ.: βρίσκει ευήκοον ους: εισακούεται: Ευελπιστούν ότι οι εκκλήσεις τους θα βρουν ~ ~ και στήριξη. Οι προτάσεις μας δεν βρήκαν ευήκοα ώτα., ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω: ας καταλάβει εκείνος που είναι σε θέση να καταλάβει: Εγώ σας προειδοποίησα, από κει και πέρα, ~ ~. ΣΥΝ. ο νοών νοείτω, τείνει ευήκοον ους: είναι διατεθειμένος να ακούσει: ~ ~ στις συμβουλές μας. Δεν έτειναν ~ στα αιτήματα των εργαζομένων. [< αρχ. οὖς]
  • ουσία [οὐσία] ου-σί-α ουσ. (θηλ.) {ουσι-ών} 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} κάθε υλικό σώμα που βρίσκεται συνήθ. σε αέρια ή υγρή κατάσταση και έχει συγκεκριμένη χημική σύσταση: ανόργανες/οργανικές/φυσικές/φυτικές/χημικές ~ες. Δραστικές/ενεργές/θρεπτικές ~ες. Αντικαρκινικές/αντιμικροβιακές/(αντι)οξειδωτικές/πτητικές/συγκολλητικές/φαρμακευτικές/ψυκτικές ~ες. Ιδιότητες/μεταφορά ~ών. ~ες του αέρα/του εδάφους/του νερού. Συγκέντρωση ~ας σε διάλυμα. Χορήγηση ~ας σε ασθενή. Διατροφή πλούσια σε λιπαρές ~ες (= λιπαρά).|| Αλλεργιογόνες/απαγορευμένες/δηλητηριώδεις/εθιστικές/εκρηκτικές/επιβλαβείς/επικίνδυνες/εύφλεκτες/καρκινογόνες/μεταλλαγμένες/ναρκωτικές (= ναρκωτικά)/παραισθησιογόνες/πρόσθετες/ραδιενεργές/ρυπαντικές/συντηρητικές (= συντηρητικά)/τοξικές/ύποπτες ~ες. Ανίχνευση διεγερτικών ~ών στο αίμα. 2. {μόνο στον εν.} το πιο κεντρικό, ζωτικό στοιχείο ή νόημα· γενικότ. σημασία, σπουδαιότητα: η ~ (= καρδιά) του θέματος/όρου/προβλήματος. Η ~ είναι ότι κατάλαβε το λάθος του. (προφ.) Άσε τις λεπτομέρειες και μπες στην ~ (: στο ζουμί, ψητό, ψαχνό).|| Η ~ της γνώσης/ζωής/τέχνης. Η ~ του κειμένου/ποιήματος. Λόγια χωρίς ~ (= ανούσια). Αναζητά τη βαθύτερη ~ (πβ. πεμπτ~) των πραγμάτων.|| Διάλογος/έργο/μέτρα/συνάντηση (άνευ) ~ας. 3. ΦΙΛΟΣ. -ΘΕΟΛ. η αναλλοίωτη σύνθεση των όντων: άφθαρτη ~. Η ~ του Σύμπαντος/της ύπαρξης. Η άκτιστη ~ του Θεού. 4. {κυρ. στον πληθ.} (προφ.-μτφ., για τρόφιμα) θρεπτικό συστατικό: Το κρέας έχασε όλες τις ~ες του.ουσίες (οι) (προφ.): εξαρτησιογόνες ουσίες και ιδ. ναρκωτικά: κατάχρηση ~ών. Θεραπεία απεξάρτησης από ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκή ουσία: ΑΝΑΤ. περιοχή του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού που αποτελείται από τους νευράξονες των νευρικών κυττάρων. Βλ. φαιά ουσία., αναβολικά στεροειδή βλ. στεροειδής, γλυκαντικές ουσίες/ύλες βλ. γλυκαντικός, δικαστήριο της ουσίας βλ. δικαστήριο, εξαρτησιογόνες ουσίες βλ. εξαρτησιογόνος, θεμέλια ουσία βλ. θεμέλιος, σκιαγραφική ουσία βλ. σκιαγραφικός, φαιά ουσία βλ. φαιός, φυτορ(ρ)υθμιστική ουσία βλ. φυτορρυθμιστικός, χολοχρωστικές ουσίες βλ. χολοχρωστικός ● ΦΡ.: επί της ουσίας (λόγ.) 1. σε ό,τι αφορά τα βασικότερα στοιχεία ενός θέματος: Συζητώ ~ ~.|| Πρέπει να γίνουν αλλαγές ~ ~ (= πραγματικές, ουσιαστικές). 2. στην ουσία: Το ζήτημα θεωρείται τυπικά και ~ ~ λήξαν. ~ ~ και επί της αρχής έχει δίκιο. Μιλάμε, ~ ~ , για μια υπόθεση που ... ΣΥΝ. στην πραγματικότητα 3. σχετικά με το περιεχόμενο: τροποποίηση ~ ~ της διάταξης. 4. ΝΟΜ. εξέταση των πραγματικών περιστατικών μιας υπόθεσης με παρουσίαση όλων των αποδεικτικών μέσων: ~ ~ εκδίκαση της υπόθεσης. Κρίση της ενστάσεως ~ ~. Το δικαστήριο δικάζει ~ ~ (= δικαστήριο της ουσίας)., μία είναι η ουσία: ένα πράγμα μόνο ενδιαφέρει και είναι σημαντικό: ~ ~· τελικά δεν θα έρθει/το πρόβλημα δεν λύνεται., στην ουσία & (λόγ.) κατ' ουσία(ν): αν κάτι εξεταστεί στις πραγματικές του διαστάσεις, ουσιαστικά: Η κατηγορία είναι ~ ~ αβάσιμη. Το όνειρό του έμεινε ~ ~ ανεκπλήρωτο. Πβ. κατά βάθος, κατά βάση, στην πραγματικότητα., κενός περιεχομένου βλ. κενός [< 1,4: γαλλ. substance 2,3: αρχ. οὐσία]
  • ουσιαστικό [οὐσιαστικό] ου-σι-α-στι-κό ουσ. (ουδ.): ΓΡΑΜΜ. κλιτό μέρος του λόγου που φανερώνει πρόσωπο, ζώο ή πράγμα, έννοια, ενέργεια, κατάσταση, ιδιότητα: σύνθετο ~. ~ αρσενικού/θηλυκού/ουδέτερου γένους (: αρσενικό/θηλυκό/ουδέτερο ~). Αριθμός/κατάληξη/πτώση του ~ού. Το ~ ως αντικείμενο/κατηγορούμενο/υποκείμενο του ρήματος. Το άρθρο μπαίνει μπροστά από το ~. Επίθετα που προσδιορίζουν ~ά. Παραγωγή/σχηματισμός ~ών. Βλ. (κοινό/κύριο) όνομα, προσηγορικό. ● ΣΥΜΠΛ.: αφηρημένο ουσιαστικό βλ. αφηρημένος, ιδιόκλιτα ουσιαστικά βλ. ιδιόκλιτος, περιληπτικό όνομα/ουσιαστικό βλ. περιληπτικός, συγκεκριμένο ουσιαστικό βλ. συγκεκριμένος [< γαλλ. substantif, γερμ. Substantiv]
  • ουσιαστικοποιημένος , η, ο [οὐσιαστικοποιημένος] ου-σι-α-στι-κο-ποι-η-μέ-νος επίθ.: ΓΛΩΣΣ. που έχει ουσιαστικοποιηθεί: ~η: μετοχή (π.χ. ο αιτών). ~ο: επίθετο (π.χ. η γλυπτική, ενν. τέχνη).
  • ουσιαστικοποίηση [οὐσιαστικοποίηση] ου-σι-α-στι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή/και το αποτέλεσμα του ουσιαστικοποιώ: ~ της δημοκρατίας/του ελέγχου/της λειτουργίας (του συμβουλίου)/του ρόλου.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ επιθέτου (π.χ. ο φυσικός)/μετοχής (π.χ. ο πεινασμένος). Βλ. -ποίηση. [< γερμ. Substantivierung]
  • ουσιαστικοποιώ [οὐσιαστικοποιῶ] ου-σι-α-στι-κο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {-είς ... | ουσιαστικοποί-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος} 1. προσδίδω σε κάτι ουσιαστικό χαρακτήρα: Η ενεργοποίηση της κριτικής σκέψης ~εί τη μάθηση. 2. ΓΛΩΣΣ. προσδίδω σε μέρος του λόγου τη λειτουργία του ουσιαστικού: Οι μετοχές ~ούνται, όταν συντάσσονται με άρθρο. Βλ. -ποιώ.
  • ουσιαστικός , ή, ό [οὐσιαστικός] ου-σι-α-στι-κός επίθ. 1. που έχει ουσία, νόημα, βαρύτητα· σημαντικός: ~ός: διάλογος/ρόλος. ~ή: βοήθεια/λύση. ~ό: έργο (υποδομής)/ερώτημα/ζήτημα. Η κατάστασή του δεν παρουσίασε ~ή βελτίωση. Δεν αναμένεται ~ή αύξηση στο κόστος. Μέτρα χωρίς ~ό αποτέλεσμα. Σε ~ό βαθμό. Το νομοσχέδιο κατατέθηκε χωρίς ~ές αλλαγές. Ικανοποίηση ~ών (= βασικών, στοιχειωδών) δικαιωμάτων. Η συμφωνία τροποποιήθηκε ώστε να αποκτήσει ~ότερο περιεχόμενο.|| (ως ουσ.) Δεν ειπώθηκε τίποτα το ~ό στη συνάντηση. Πβ. ουσιώδης. ΑΝΤ. επουσιώδης 2. πραγματικός, αληθινός: ~ός: έλεγχος. ~ό: ενδιαφέρον. ~ά: προσόντα. Διενεργήθηκε ~ή αξιολόγηση των υποψηφίων. Μια ~ή σχέση εμπιστοσύνης αναπτύχθηκε ανάμεσά τους. ~ές προϋποθέσεις συμμετοχής στον διαγωνισμό.|| (για πρόσ.) Υπήρξε ο ~ αρωγός της προσπάθειας. ΑΝΤ. τυπικός (4) ● επίρρ.: ουσιαστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] 1. στην ουσία, στην πραγματικότητα: ~, το θέμα έχει λήξει. Τα στοιχεία είναι ~ ανύπαρκτα. Πβ. ούτε λίγο ούτε πολύ. 2. με ουσιαστικό τρόπο: Συνέβαλε ~ στην επίλυση του προβλήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο βλ. ποινικός, ουσιαστικός νόμος βλ. νόμος [< μτγν. οὐσιαστικός 'συστατικός', γαλλ. substantiel]
  • ουσιαστικότητα [οὐσιαστικότητα] ου-σι-α-στι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ουσιώδους, του αξιόλογου ή αυτού που έχει ουσία: η ~ του διαλόγου. Η βαρύτητα και η ~ του έργου της. Βλ. -ότητα, σημασία, υπόσταση. [< γαλλ. substantialité]
  • ουσιοεξάρτηση [οὐσιοεξάρτηση] ου-σι-ο-ε-ξάρ-τη-ση ουσ. (θηλ.): εθισμός στη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών: πρόληψη της ~ης. Βλ. (απ)εξάρτηση, τοξικομανία, ψυχοτρόπες ουσίες. [< αγγλ. substance dependence]
  • ουσιώδης , ης, ες [οὐσιώδης] ου-σι-ώ-δης επίθ. {ουσιώδ-ους | -εις (ουδ. -η)· ουσιωδ-έστερος, -έστατος} (λόγ.): σημαντικός, ουσιαστικός: (για πρόσ.) ~ης: μάρτυρας.|| ~ης: στόχος. ~ης: αλλαγή/διαφορά. ~ες: χαρακτηριστικό. ~εις: όροι. ~εις: πληροφορίες. ~η: ζητήματα/προβλήματα. Η άσκηση είναι ~ παράγοντας για τη διατήρηση της καλής φυσικής κατάστασης. Η συλλογή στοιχείων είναι ~ες μέρος της έρευνας. Το έργο του είναι ~ους (πβ. ζωτικής) σημασίας.|| (ως ουσ.) Το ~ες της ζωής (: η ουσία). Πβ. βασικός, θεμελιώδης, κύριος. Βλ. -ώδης. ΣΥΝ. ζουμερός (2), στοιχειώδης (1) ΑΝΤ. επουσιώδης ● επίρρ.: ουσιωδώς (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. οὐσιώδης]
  • ουστ [οὔστ] επιφών. (λαϊκό-μειωτ.): λέγεται όταν κάποιος θέλει να διώξει ζώο και κατ' επέκτ. ανεπιθύμητο πρόσωπο· γενικότ. για να εξορκίσουμε κάτι κακό: (β)ρε ~ από δω! Πβ. ξουτ, τζους. [< τουρκ. uşt]

αφηρημένος

αφηρημένος, η, ο [ἀφηρημένος] α-φη-ρη-μέ-νος επίθ. 1. που είναι απορροφημένος σε κάτι άλλο από αυτό που συμβαίνει γύρω του: ~ος: οδηγός. ~ο: βλέμμα (βλ. ονειροπόλος). ~οι και υπερκινητικοί μαθητές. Τελευταία είναι διαρκώς/μονίμως ~ (= αφαιρείται). ΑΝΤ. προσηλωμένος, συγκεντρωμένος. 2. (κυρ. στη ΦΙΛΟΣ.) που είναι διανοητικό προϊόν, που δεν είναι αισθητός, χειροπιαστός ή συγκεκριμένος: ~ος: όρος. ~η: διατύπωση (πβ. γενική)/ιδέα/μορφή. ~ο: σχήμα. ~ες: έννοιες. Σε ~ο επίπεδο (πβ. θεωρητικό). ΑΝΤ. απτός.|| (ως ουσ., λόγ.) Μετάβαση από το συγκεκριμένο στο ~ο.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ., που δεν αναπαριστά τον αισθητό κόσμο, πραγματικό ή φανταστικό) ~ος: πίνακας. ~η: ζωγραφική. ~ο: γλυπτό.|| ~ες: επιστήμες (όπως: λογική, μαθηματικά). (ΜΑΘ.) ~η: άλγεβρα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~η: μηχανή (: θεωρητικό μοντέλο του υλικού ή του λογισμικού υπολογιστικού συστήματος που χρησιμοποιείται στη θεωρία των αυτομάτων). ● επίρρ.: αφηρημένα ● ΣΥΜΠΛ.: αφηρημένο ουσιαστικό: ΓΡΑΜΜ. που δηλώνει έννοια η οποία δεν γίνεται αντιληπτή με τις αισθήσεις: λ.χ. "δικαιοσύνη". ΑΝΤ. συγκεκριμένο ουσιαστικό, αφηρημένοι αριθμοί: που δεν αντιστοιχούν σε ορισμένη ποσότητα ή μέγεθος: π.χ. 11 (σε αντιδιαστολή προς το 11 μήνες)., αφηρημένη τέχνη βλ. τέχνη, αφηρημένος εξπρεσιονισμός βλ. εξπρεσιονισμός [< αρχ. ἀφῃρημένος 'που έχει στερηθεί κάτι' 1: γαλλ. distrait 2: γαλλ. abstrait, αγγλ. abstract]

γλυκαντικός

γλυκαντικός, ή, ό γλυ-κα-ντι-κός επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. που σχετίζεται με τη γλύκανση, που προσδίδει γλυκιά γεύση: ~ός: παράγοντας. ~ό: μέσο. ΑΝΤ. πικραντικός ● ΣΥΜΠΛ.: γλυκαντικές ουσίες/ύλες & γλυκαντικά (τα): φυσικές ή συνθετικές κρυσταλλικές ουσίες, σακχαρούχες και μη, που προσδίδουν γλυκιά γεύση σε ροφήματα και γλυκά, δηλ. η ζάχαρη και τα υποκατάστατά της (ασπαρτάμη, γλυκόζη, ξυλιτόλη, σακχαρίνη, στέβια, φρουκτόζη). Βλ. πρόσθετα (τροφίμων). [< μτγν. γλυκαντικός]

δικαστήριο

δικαστήριο δι-κα-στή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) ΝΟΜ. 1. (συχνά με κεφαλ. Δ) κρατικό όργανο απονομής δικαιοσύνης· περιληπτ. οι δικαστικοί λειτουργοί (δικαστές και εισαγγελείς) που δικάζουν μια υπόθεση και συνεκδ. το σχετικό κτίριο: αναθεωρητικό/αναιρετικό/αρμόδιο/αστικό/δευτεροβάθμιο/διοικητικό (: για διαφορές ανάμεσα στο κράτος και τον πολίτη)/εκκλησιαστικό/έκτακτο/μικτό/ομοσπονδιακό/ορκωτό/ποινικό/πολιτικό (: για ιδιωτικές διαφορές)/πρωτοβάθμιο/στρατιωτικό (πβ. στρατοδικείο)/τακτικό ~. ~ ανηλίκων. Γραμματέας/μέλη/πρόεδρος ~ου. Η υπόθεση έφτασε στα ~α.|| Το ~ άγεται στην κρίση/στο συμπέρασμα ότι ... Το ~ απαλλάσσει από τις κατηγορίες/καταδικάζει τον κατηγορούμενο. Το ~ απέρριψε/έκανε δεκτή την ένσταση. Το ~ αποσύρεται/αποφαίνεται/αποφασίζει/ασκεί τη δικαιοδοσία του/συνεδριάζει/συνέρχεται. Προς το σεβαστό ~ … Κατέθεσε/παρουσιάστηκε ενώπιον του ~ίου.|| (μτφ.) Το ~ της κοινής γνώμης/του κόσμου. Τηλεοπτικό ~ (= τηλεδικείο).|| Tα ~α (: συγκρότημα κτιρίων). Πβ. ο ναός της Δικαιοσύνης/της Θέμιδος. Bλ. Άρειος Πάγος, Ελεγκτικό Συνέδριο, Συμβούλιο της Επικρατείας, -τήριο. 2. (συνεκδ.) δικαστική υπόθεση, δίκη: Κερδίζω/χάνω το ~. Το ~ αναβλήθηκε. ● ΣΥΜΠΛ.: Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο: που εκδικάζει ενστάσεις κατά του κύρους των βουλευτικών εκλογών, κρίνει για την έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα, αίρει συγκρούσεις μεταξύ δικαστηρίων και διοικητικών Αρχών. [< γερμ. Oberster Sondergerichtshof] , Διαιτητικό Δικαστήριο: που ασκεί διαιτησία. [< γερμ. Schiedsgericht] , Διεθνές Δικαστήριο (της Χάγης): δικαστικό όργανο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών., δικαστήριο της ουσίας: που εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά κάθε υπόθεσης, με όλα τα αποδεικτικά στοιχεία., Οργανισμός Δικαστηρίων: οι (γραπτοί) κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν τα σχετικά με τη συγκρότηση, οργάνωση και λειτουργία των δικαστηρίων., Ακυρωτικό Δικαστήριο βλ. ακυρωτικός, Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλ. ευρωπαϊκός, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο βλ. ευρωπαϊκός, λαϊκό δικαστήριο βλ. λαϊκός, Συνταγματικό Δικαστήριο βλ. συνταγματικός ● ΦΡ.: έχω δικαστήριο (προφ.): πρέπει να παραστώ σε δίκη (ως δικαστής, διάδικος, κατήγορος, συνήγορος)., οδηγώ/πηγαίνω/σέρνω/στέλνω/τραβάω/τρέχω (κάποιον) στο δικαστήριο/στα δικαστήρια (προφ.): κάνω αγωγή ή μήνυση σε κάποιον. [< αρχ. δικαστήριον, γαλλ. tribunal]

εξαρτησιογόνος

εξαρτησιογόνος, ος, ο [ἐξαρτησιογόνος] ε-ξαρ-τη-σι-ο-γό-νος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: εξαρτησιογόνες ουσίες & εξαρτησιογόνα (τα): ΦΑΡΜΑΚ. φυσικές ή χημικές ουσίες που επιδρούν στο κεντρικό νευρικό σύστημα του οργανισμού και προκαλούν εξάρτηση, εθισμό: νόμιμες (π.χ. καπνός, οινοπνευματώδη)/παράνομες (π.χ. ναρκωτικά) ~ ~. Πβ. ψυχοτρόπες ουσίες. Βλ. -γόνος. [< αγγλ. dependence substances]

θεμέλιος

θεμέλιος, ος/α, ο θε-μέ-λι-ος επίθ. (λόγ.): μόνο στα ● ΣΥΜΠΛ.: θεμέλια ουσία: ΑΝΑΤ. ζελατινώδης ουσία που υπάρχει ανάμεσα στα κύτταρα των συνδετικών ιστών. Πβ. εκτό-, υαλό-πλασμα. [< αγγλ. ground substance] , θεμέλιος λίθος 1. (μτφ.) στήριγμα, βάση ιδεολογικού συστήματος ή θεσμού: ~ ~ της δημοκρατίας/της ελευθερίας. Η οικογένεια είναι ο ~ ~ της κοινωνίας. ΣΥΝ. ακρογωνιαίος λίθος (1) 2. ο πρώτος λίθος, συνήθ. μαρμάρινη επιγραφή, πέτρα ή άλλο δομικό υλικό, που τίθεται συμβολικά κατά την τελετή θεμελίωσης κτιρίου: Μπήκε/τοποθετήθηκε ο ~ ~ για την ανέγερση της εκκλησίας/του νοσοκομείου/του σχολείου. [< αρχ. θεμέλιος]

ιδιόκλιτος

ιδιόκλιτος, η, ο [ἰδιόκλιτος] ι-δι-ό-κλι-τος επίθ.: στο ● ΣΥΜΠΛ.: ιδιόκλιτα ουσιαστικά: ΓΡΑΜΜ. που κλίνονται με ξεχωριστό τρόπο· (στη Νέα Ελληνική) αυτά που ακολουθούν τα παραδείγματα του κλιτικού συστήματος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας: π.χ. το καθήκον-του καθήκοντος, ο κουρέας-οι κουρείς.

κενός

κενός, ή, ό κε-νός επίθ. 1. που δεν περιέχει τίποτα ή δεν έχει καλυφθεί: ~ός: θάλαμος/κάδος/φάκελος/χώρος. ~ή: αίθουσα/λίστα/σελίδα/συσκευασία/φιάλη. Πβ. αδειανός, άδειος. ΑΝΤ. γεμάτος.|| ~ά: διαστήματα. Στείλτε ~ μήνυμα/SMS. ~ κωδικός πρόσβασης (: δεν έχει συμπληρωθεί). (στο ποδόσφαιρο) Πλάσαρε άουτ προ ~ής εστίας. 2. διαθέσιμος, ελεύθερος, που δεν έχει καταληφθεί από κάποιον: ~ές: κλίνες. ~ά: δωμάτια ξενοδοχείου. (στο θέατρο:) Υπάρχουν λίγες ~ές θέσεις. (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Θα πληρωθούν οι ~ές (οργανικές) θέσεις.|| ~ός: χρόνος. ~ή: εβδομάδα/ώρα (: χωρίς υποχρεώσεις, δουλειά). 3. (μτφ.) που δεν έχει αξία, νόημα, σκοπό· ανούσιος, μάταιος: ~ή: άποψη/συζήτηση. ~ές: ελπίδες (= φρούδες)/υποσχέσεις. ~ά: λόγια.|| (για πρόσ.) ~ός: άνθρωπος (: χωρίς αισθήματα, πβ. αναίσθητος, ασυγκίνητος). ~ή: ύπαρξη. Νιώθει ~ός (: δεν έχει συναισθηματική πληρότητα). Πβ. επιφανειακός, κούφιος, ρηχός. ● επίρρ.: κενά ● ΣΥΜΠΛ.: κενός χαρακτήρας & (σπάν.) χαρακτήρας διαστήματος: ΠΛΗΡΟΦ. που αφήνει ένα διάστημα στην οθόνη του υπολογιστή ή στην εκτύπωση: Οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις δεν περιέχουν ~ούς ~ες., κενή συμβολοσειρά βλ. συμβολοσειρά, κενό/νεκρό γράμμα βλ. γράμμα ● ΦΡ.: κενός περιεχομένου & (σπάν.) νοήματος/ουσίας (λόγ.): που στερείται περιεχομένου, νοήματος, ουσίας: Όρος ~ περιεχομένου. Έννοια ~ή νοήματος. Αντιπαράθεση ~ή ουσίας. [< αρχ. κενός, γαλλ. vide]

νόμος

νόμος νό-μος ουσ. (αρσ.) 1. ΝΟΜ. (κ. με κεφαλ. Ν ή συντομ. ν. ή Ν.) θεσμοθετημένος κανόνας δικαίου, ο οποίος στηρίζεται στο Σύνταγμα μιας χώρας (ή ένωσης κρατών), ρυθμίζει τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και με το κράτος (ή την ένωση), με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία του (της), και ψηφίζεται από το κοινοβούλιο (στο δημοκρατικό πολίτευμα): αντισυνταγματικός/αυστηρός/ελαστικός/σκληρός ~. Ειδικός/ιδρυτικός/κυρωτικός/τροποποιητικός/φορολογικός ~. Ο ~ περί πνευματικής ιδιοκτησίας. (προφ.) Δήλωση του Νόμου 105 (= υπεύθυνη δήλωση). Άρθρο/ασάφειες/ερμηνεία/κενά/παράγραφος του ~ου. Αναθεώρηση/αναστολή/κατάργηση ενός ~ου. Εκτός/εντός των πλαισίων του ~ου. Αντίθετα/σύμφωνα με τον ~ο. Διεθνείς/εθνικοί/κοινοτικοί ~οι. Συλλογή ~ων (= κώδικας). Ο (ισχύων/παρών) ~ απαγορεύει/επιτρέπει ... Κάτι απορρέει από τον ~ο/υπόκειται στις διατάξεις του ~ου. Όπως ορίζεται/προβλέπεται από τον ~ο, ... Γνωρίζω/εφαρμόζω/καταπατώ/καταστρατηγώ/παραβιάζω/τηρώ κατά γράμμα τον ~ο. Η Βουλή ψήφισε/ο υπουργός υπέγραψε/η κυβέρνηση πέρασε τον ~ο. Εγκρίθηκε/ενεργοποιήθηκε/θεσπίστηκε/τέθηκε σε ισχύ ο ~. Γίνεται ~ του κράτους (: δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως). 2. (συνήθ. με κεφαλ. Ν) νομοθεσία, Δίκαιο· κατ' επέκτ. οι εκπρόσωποί της, οι Αρχές: αστικός/ποινικός ~. Το κύρος του ~ου. Ενάντια στον ~ο. Κανείς δεν είναι υπεράνω του ~ου. Επέβαλαν την τάξη και τον ~ο. Επικαλούμαι τον ~ο. Έχει τον ~ο με το μέρος του. Αψηφώ/περιφρονώ/προσβάλλω τους ~ους. Υπακούω στους ~ους. (Κάτι) υπάγεται στους ~ους του κράτους/της χώρας. (μτφ.) Θα πέσει πάνω τους βαρύς ο πέλεκυς του ~ου (= της Δικαιοσύνης· για επιβολή μεγάλης ποινής).|| Οι άνθρωποι του ~ου (: δικαστικοί, αστυνομικοί). Έπεσε στην παγίδα του ~ου (= τον συνέλαβαν). 3. κανόνας, αρχή: ο ~ της φιλοξενίας. Οι ανθρώπινοι ~οι (βλ. θείος ~). Οι (αδιασάλευτοι/απαράβατοι) ~οι μιας κοινωνίας. Οι ~οι της αγοράς/μόδας.|| (μτφ.) Επιβάλλω/κατανοώ/ξέρω/σέβομαι τους ~ους του παιχνιδιού.|| Ο ~ (της τιμής και) του αίματος (= βεντέτα)/του ανταγωνισμού/της μαφίας (= ομερτά· βλ. ~ της σιωπής)/του Μέρφι (: αν είναι κάτι να πάει στραβά, θα πάει)/(των ανθρώπων) της νύχτας. 4. (επιστ.) γενική διατύπωση για τη σχέση μεταξύ των φαινομένων, όπως προκύπτει από την παρατήρηση και επαληθεύεται από την εμπειρία· κατ' επέκτ. βασική και σταθερή αρχή: ο ~ της αδράνειας/της αιτιότητας/του Μέντελ. Οικονομικοί ~οι. Διερεύνηση/μελέτη/πειραματική επαλήθευση των φυσικών ~ων. Οι ~οι της Φυσικής. Βλ. αξίωμα.|| Κατασκευή που αψηφά τον ~ο της βαρύτητας. Το Σύμπαν υπάγεται στους ~ους του χώρου και του χρόνου. Γενικοί ~οι διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά.|| Κάτι ακολουθεί/αντιβαίνει/παραβιάζει τον ~ο/τους ~ους της ύπαρξης/φύσης. ● ΣΥΜΠΛ.: εκτελεστικός νόμος: που αναφέρεται στην εφαρμογή συνταγματικών διατάξεων., θείος/ιερός νόμος: οι εντολές του Θεού, στις οποίες καλούνται να υπακούουν οι πιστοί μιας θρησκείας., θεμελιώδης νόμος/θεμελιώδεις νόμοι: το Σύνταγμα., νόμος της προσφοράς και της ζήτησης: ΟΙΚΟΝ. ο οποίος, στην ελεύθερη οικονομία, καθορίζει τις τιμές και τους μισθούς, σύμφωνα με το επίπεδο της ζήτησης και τη διαθεσιμότητα., νόμος-πλαίσιο: του οποίου οι γενικές διατάξεις λειτουργούν ως πλαίσιο για επιμέρους εφαρμογές: ~ ~ για τη δομή και λειτουργία των ΑΕΙ. [< γαλλ. loi-cadre, περ. 1950] , οργανικός/θεσμικός νόμος: που προσδιορίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας οργάνων και θεσμών που προβλέπει το Σύνταγμα (π.χ. εκλογικός νόμος)., ουσιαστικός νόμος: ΝΟΜ. πράξη της Πολιτείας που περιέχει κανόνα ή κανόνες δικαίου (π.χ. νομοθετικό διάταγμα), ανεξάρτητα από το όργανο που τους θεσπίζει: ~ ~ ενίσχυσης των αγροτών., πρόταση νόμου: ΠΟΛΙΤ. νομοσχέδιο που κατατίθεται προς ψήφιση από βουλευτές και όχι από την κυβέρνηση., σχέδιο νόμου: νομοσχέδιο., τυπικός νόμος: κάθε πράξη της Πολιτείας που θεσπίζεται από τη Βουλή και υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (π.χ. προϋπολογισμός): Αν ο ~ ~ περιέχει κανόνα δικαίου, είναι και ουσιαστικός νόμος., άγραφος νόμος βλ. άγραφος, αναγκαστικός νόμος βλ. αναγκαστικός, αρχή/νόμος της διατήρησης βλ. διατήρηση, ειδικοί ποινικοί νόμοι βλ. ποινικός, εκλογικός νόμος βλ. εκλογικός, ευεργετικός νόμος/ευεργετική διάταξη βλ. ευεργετικός, ηθικός κώδικας/νόμος βλ. ηθικός, Μωσαϊκός Νόμος βλ. μωσαϊκός2, νόμος των πιθανοτήτων βλ. πιθανότητα, ο νόμος της σιωπής βλ. σιωπή, ο νόμος της τρισυλλαβίας βλ. τρισυλλαβία, στρατιωτικός νόμος βλ. στρατιωτικός, σχέδιο "Καλλικράτης" βλ. Καλλικράτης, σχέδιο "Καποδίστριας" βλ. Καποδίστριας, το γράμμα του νόμου βλ. γράμμα, το πνεύμα του νόμου βλ. πνεύμα, τυπική ισχύς (νόμου) βλ. τυπικός ● ΦΡ.: άγνοια νόμου: γενική αρχή του δικαίου που αναφέρεται στο Σύνταγμα: ~ ~ δεν δικαιολογείται/δεν επιτρέπεται/δεν συγχωρείται., διά νόμου (λόγ.): με ειδικό νόμο: (Κάτι) απαγορεύεται/επιβάλλεται/καταργείται/κατοχυρώνεται/ρυθμίζεται ~ ~., εκ του νόμου (λόγ.): σύμφωνα με τον νόμο, από τον νόμο: Η διαδικασία είναι αυστηρώς απόρρητη ~ ~., εν ονόματι του νόμου (λόγ.) & στο όνομα του νόμου: επίκληση του νόμου για επικύρωση ενέργειας: άσκηση βίας/κλήση μάρτυρα ~ ~. Δρα/μιλά ~ ~. Εν ονόματι του νόμου, ανοίξτε/συλλαμβάνεστε (: λέγεται από αστυνομικό όργανο)!, κανονικά και με τον νόμο (εμφατ.-συνήθ. ειρων.): για τυπικά αποδεκτή ή νομότυπη ενέργεια, αλλά συχνά, στην ουσία, δυσάρεστη ή ανήθικη: Διορίστηκε/τον εκμεταλλεύονται ~ ~., κατά νόμο/κατά παράβαση του νόμου: ΝΟΜ. σύμφωνα με ή παραβαίνοντας τον νόμο: κατά νόμο ενέργειες/κατάθεση. Κατά νόμο αρμόδιες Αρχές/υπεύθυνος/υπόχρεος. Υποβολή των κατά νόμο αποδεικτικών/δικαιολογητικών/στοιχείων.|| Κυκλοφορία φαρμακευτικού προϊόντος κατά παράβαση του νόμου., νόμω (λόγ.): σύμφωνα με το γραπτό Δίκαιο: ~ κατοχύρωση. Η παρούσα αίτηση είναι ~ και ουσία αβάσιμη/βάσιμη. Βλ. φύσει., ο νόμος/οι νόμοι και οι προφήτες: οι γραπτοί κανόνες και οι αυθεντίες: Πέρα από τους νόμους και τους ~, υπάρχει και η δύναμη του λαού., παίρνω τον νόμο στα χέρια μου: αυτοδικώ., παρά τον νόμο: αντίθετα με τον νόμο: καταχρηστική και ~ ~ χρήση των υπηρεσιών. Χορηγήθηκαν άδειες ~ ~ (= παράνομα)., (έχει) ισχύ νόμου βλ. ισχύς, δάσκαλε που δίδασκες (και νόμο/λόγο δεν εκράτεις) βλ. διδάσκω, εκτός νόμου βλ. εκτός, μηδενικός νόμος βλ. μηδενικός, ο λόγος κάποιου είναι συμβόλαιο/νόμος βλ. συμβόλαιο, ο νόμος της ζούγκλας βλ. ζούγκλα, ο νόμος των μεγάλων αριθμών βλ. αριθμός, το δίκαιο του ισχυρότερου/του ισχυροτέρου βλ. δίκαιο [< αρχ. νόμος, γερμ. Gesetz, γαλλ. loi, αγγλ. law]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

περιληπτικός

περιληπτικός, ή, ό πε-ρι-λη-πτι-κός επίθ.: που αναφέρεται με συντομία στα βασικά σημεία: ~ή: αναφορά/απόδοση/παρουσίαση. ~ό: άρθρο/σημείωμα. Πβ. περιεκτικός. ΣΥΝ. συνοπτικός ● επίρρ.: περιληπτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: περιληπτικό όνομα/ουσιαστικό & περιληπτικός όρος: ΓΡΑΜΜ. όνομα ενικού αριθμού που δηλώνει σύνολο ομοειδών προσώπων, ζώων ή πραγμάτων (π.χ. στρατός, κόσμος, λαός, αγέλη). [< γαλλ. sujet/terme collectif] [< αρχ. περιληπτικός]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

ποινικός

ποινικός, ή, ό ποι-νι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που σχετίζεται με την ποινή: ~ός: κρατούμενος (βλ. πολιτικός)/σωφρονισμός. ~ή: διαδικασία/δικαιοδοσία/δικαιοσύνη/δίκη/έρευνα/ευθύνη/καταστολή/νομοθεσία/προστασία (του περιβάλλοντος). ~ό: Δικαστήριο (: που δικάζει ~ές υποθέσεις)/σύστημα. ~ές: αποφάσεις/διατάξεις/καταδίκες/κυρώσεις. ~ά: ζητήματα/μέτρα. Τομέας ~ών Επιστημών. Πράξη που αποτελεί/συνιστά ~ό αδίκημα (= ~ή πράξη). ● επίρρ.: ποινικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Ο παραβάτης διώκεται ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ειδικοί ποινικοί νόμοι: κώδικες προγενέστεροι ή μεταγενέστεροι του Ποινικού Κώδικα ή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας., Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο: το σύνολο των κανόνων δικαίου που καθορίζουν ποιες πράξεις συνιστούν εγκλήματα, καθώς και τα μέτρα που πρέπει να επιβληθούν στους δράστες των πράξεων αυτών., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο/Ποινική Δικονομία: το σύνολο των κανόνων δικαίου που αναφέρονται στις αρμοδιότητες των οργάνων και τη διαδικασία δράσης τους για την εφαρμογή του Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου: Κύρια πηγή του Ποινικού Δικονομικού Δικαίου είναι ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. [< γερμ. Strafverfahren, Strafprozessrecht] , Ποινικός Κώδικας (ακρ. ΠΚ): ΝΟΜ. κώδικας με διατάξεις που ορίζουν τις αξιόποινες πράξεις και τις αντίστοιχες ποινές., ποινική δίωξη βλ. δίωξη, ποινική ρήτρα βλ. ρήτρα, Ποινικό Δίκαιο βλ. δίκαιο, ποινικό μητρώο βλ. μητρώο [< γαλλ. pénal]

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

πτερύγιο

πτερύγιο πτε-ρύ-γι-ο ουσ. (ουδ.) {πτερυγί-ου} 1. ΙΧΘΥΟΛ. μεμβρανώδης τριγωνική προεξοχή του σώματος των ψαριών και των υδρόβιων ζώων, η οποία τα βοηθά να κινούνται και να διατηρούν την ισορροπία τους μέσα στο νερό: ουραίο/ραχιαίο ~ (: μονά ~α). Θωρακικά/κοιλιακά/πλευρικά ~α (: ζυγά ~α). Τα ~α του καρχαρία/της φάλαινας/της φώκιας. Βλ. λέπι, φτερό.|| (κατ' επέκτ.) ~α κατάδυσης (= βατραχοπέδιλα). 2. ΤΕΧΝΟΛ. κάθε τεχνολογικό εξάρτημα ή προεξοχή αντίστοιχης μορφής: περιστρεφόμενα ~α. ~α ανεμιστήρα/ανεμόμυλου/έλικα/στροβίλου. ~α ψύξης.|| (σε αεροσκάφος) Κάθετο/οριζόντιο ~ της ουράς. (στα φτερά) ~α καμπυλότητας/κλίσης.|| ~ πλοίου (= καρίνα). 3. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. σαρκώδης τριγωνική ανάπτυξη του επιπεφυκότα, που επεκτείνεται πάνω στον κερατοειδή, δυσκολεύοντας ή καθιστώντας αδύνατη την όραση, αν δεν αφαιρεθεί έγκαιρα, και προκαλείται λόγω υπερέκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία ή εξαιτίας του χρόνιου ερεθισμού του ματιού από την ξηρή ατμόσφαιρα ή τη σκόνη που υπάρχει στις ηλιόλουστες χώρες. ● ΣΥΜΠΛ.: πτερύγιο της μύτης: ΑΝΑΤ. το κάτω κινητό τμήμα των δύο πλάγιων τοιχωμάτων της μύτης. Βλ. ρουθούνι., πτερύγιο του αυτιού & (λόγ.) του ωτός: ΑΝΑΤ. χόνδρινος σκελετός στο έξω αυτί, ο οποίος καλύπτεται από δέρμα, περιβάλλει τον έξω ακουστικό πόρο και στο κάτω άκρο του υπάρχει λίπος. [< 1: αρχ. πτερύγιον 2: αγγλ. fin 3: αγγλ. pterygium]

σκιαγραφικός

σκιαγραφικός, ή, ό σκι-α-γρα-φι-κός επίθ. 1. ΙΑΤΡ. που αναφέρεται στο σκιαγραφικό: ~ή: αντίθεση/απεικόνιση. ~ό: μέσο/υγρό/υλικό. 2. που σχετίζεται με τη σκιαγραφία: (μτφ.) ~ή παρουσίαση έργου. Πβ. περιληπτικός. ● ΣΥΜΠΛ.: σκιαγραφική ουσία: ΙΑΤΡ. σκιαγραφικό: έγχυση ~ής ~ας. [< μτγν. σκιαγραφικός]

στεροειδής

στεροειδής, ής, ές στε-ρο-ει-δής επίθ.: ΒΙΟΧ. (για οργανική ένωση) που περιέχει στο μόριό της μία στερόλη: ~ής: ορμόνη/ουσία. Βλ. -ειδής. ● Ουσ.: στεροειδή (τα): ομάδα πολυκυκλικών οργανικών ενώσεων λιπιδίων με μοριακή δομή δακτυλίων που αποτελούνται από άτομα άνθρακα∙ συνήθ. ορμόνες (ανδρογόνα, οιστρογόνα, προγεστερόνη) ή στοιχεία κυτταρικών μεμβρανών (στερόλες). Βλ. κορτικο~, τεστοστερόνη, φυτοοιστρογόνα. ● ΣΥΜΠΛ.: αναβολικά στεροειδή & αναβολικές ουσίες: αναβολικά. [< αγγλ. anabolic steroids, 1946, γαλλ. stéroïdes anabolisants] [< γαλλ. stéroïde, 1936]

συγκεκριμένος

συγκεκριμένος, η, ο συ-γκε-κρι-μέ-νος επίθ. 1. ορισμένος, σαφής ή αυτός ειδικά που έχει μόλις αναφερθεί: ~ος: σκοπός/τομέας/τύπος (ανθρώπου)/χώρος. ~η: απάντηση/διαδικασία/δράση/έννοια/θέση/κατεύθυνση/κατηγορία/μέθοδος/προθεσμία/τοποθεσία (πβ. ακριβής). ~ο: άτομο/γνωστικό αντικείμενο/γεγονός/είδος/έργο/θέμα/μήνυμα/όνομα/περιεχόμενο. ~οι: όροι (= ειδικοί). ~ες: εφαρμογές/οδηγίες/προτάσεις. ~α: σημεία (πώλησης)/στοιχεία/χρονικά διαστήματα. Δεν υπάρχει ~ χρόνος αναμονής. Η τιμή ισχύει για ~ο αριθμό εισιτηρίων. Κλείστε ραντεβού για ~η μέρα και ώρα. Σε ~η (= δεδομένη) στιγμή. Με ~η ιδιότητα. Ντύνεται με ~ο τρόπο. Η ιδέα του δεν έχει πάρει ακόμη ~η μορφή. Ήταν πολύ ~ στις απαντήσεις του. Μπορείς να γίνεις λίγο πιο ~; Χωρίς να κάνει κάτι ~ο.|| Στη ~η περίπτωση ο νόμος δεν μας καλύπτει. Το ~ο άρθρο, στο οποίο αναφέρεστε, δεν έχει δημοσιευτεί. Μου αρέσει η ~η τραγουδίστρια. Έπαιξε πολύ καλά τον ~ο ρόλο (βλ. σχετικός). ΑΝΤ. αόριστος (1), ασαφής (1), γενικός (3) 2. που συλλαμβάνεται μέσω των αισθήσεων, αισθητός, απτός: ~η: ζωγραφική/οντότητα. (ΨΥΧΟΛ.) ~ες λειτουργίες της σκέψης (: που αντικείμενό τους αποτελούν οι αισθητές και όχι οι αφηρημένες οντότητες). Βλ. θεωρητικός, υποθετικός. ΑΝΤ. αφηρημένος (2) ● Ουσ.: συγκεκριμένο (το): ΦΙΛΟΣ. αισθητή οντότητα (πρόσωπο, αντικείμενο, γεγονός), κατ' αντιδιαστολή προς τις αφηρημένες (αριθμοί, σχέσεις): το ~ στην τέχνη. ● επίρρ.: συγκεκριμένα & (λόγ.) -ως: στη σημ. 1. ΑΝΤ. γενικά (1) ● ΣΥΜΠΛ.: συγκεκριμένη μουσική: ΜΟΥΣ. είδος ηλεκτρονικής μουσικής στην οποία φυσικοί ή τεχνητοί ήχοι πρώτα ηχογραφούνται και ύστερα δομούνται σύμφωνα με ορισμένη τονικότητα. [< γαλλ. musique concrète, 1952, αγγλ. concrete music, 1953] , συγκεκριμένο ουσιαστικό: ΓΡΑΜΜ. που δηλώνει πρόσωπο, ζώο ή πράγμα. Πβ. κύριο όνομα, προσηγορικό. ΑΝΤ. αφηρημένο ουσιαστικό, συγκεκριμένη ποίηση βλ. ποίηση [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. συγκρίνω, γαλλ. concret]

φαιός

φαιός, ά, ό φαι-ός επίθ. (λόγ.): γκρίζος, σταχτής: ~ός: λιπώδης ιστός/χυτοσίδηρος. ~ά: αρκούδα. ~ό: μάρμαρο/τσιμέντο. Πβ. τεφρός.|| (μτφ.) ~ά: προπαγάνδα (= μαύρη). ~ό: παρελθόν (= σκοτεινό). ● ΣΥΜΠΛ.: φαιά ουσία: ΑΝΑΤ. γκριζωπό στρώμα νευρώνων, που αποτελεί την εξωτερική στιβάδα των ημισφαιρίων του εγκεφάλου και την εσωτερική του νωτιαίου μυελού. Βλ. λευκή ουσία.|| (μτφ., εξυπνάδα, διανοητική προσπάθεια:) Καταναλώνεις/ξοδεύεις/σπαταλάς/χαλάς ~ ~ για κάτι τόσο ανούσιο. [< γαλλ. matière grise] [< αρχ. φαιός]

φυτορρυθμιστικός

φυτορρυθμιστικός, ή, ό φυ-τορ-ρυθ-μι-στι-κός επίθ. & φυτορυθμιστικός: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: φυτορ(ρ)υθμιστική ουσία: ΒΟΤ. φυτοορμόνη.

χολοχρωστικός

χολοχρωστικός, ή, ό χο-λο-χρω-στι-κός επίθ.: στο ● ΣΥΜΠΛ.: χολοχρωστικές ουσίες & (προφ.) χολοχρωστικές: ΒΙΟΧ. έγχρωμες οργανικές ενώσεις της χολής. Βλ. χολερυθρίνη. [< αγγλ. bile-pigments]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.