Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ουσιαστικοποιώ [οὐσιαστικοποιῶ] ου-σι-α-στι-κο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {-είς ... | ουσιαστικοποί-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος} 1. προσδίδω σε κάτι ουσιαστικό χαρακτήρα: Η ενεργοποίηση της κριτικής σκέψης ~εί τη μάθηση. 2. ΓΛΩΣΣ. προσδίδω σε μέρος του λόγου τη λειτουργία του ουσιαστικού: Οι μετοχές ~ούνται, όταν συντάσσονται με άρθρο. Βλ. -ποιώ.

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.