Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οφείλω [ὀφείλω] ο-φεί-λω ρ. (μτβ.) {όφειλα, οφειλ-όταν (λόγ.) οφείλ-ετο, -όμενος} ΣΥΝ. χρωστώ 1. πρέπει να δώσω ή να επιστρέψω χρηματικό ποσό: Πόσα/τι σας ~; ~ει στην τράπεζα ... ευρώ. 2. έχω ηθική ή άλλη υποχρέωση, έχω καθήκον να κάνω κάτι: Μου ~εις μια απάντηση/εξήγηση/συγγνώμη. Δεν ~ τίποτα και σε κανέναν. Πρέπει να ξεκουραστείς, το ~εις στον εαυτό σου. ~ να δηλώσω/επισημάνω/προσθέσω/πω/υπογραμμίσω ότι ... ~ να ομολογήσω/παραδεχθώ ότι έκανα λάθος. ~ να της αναγνωρίσω ότι είναι η μόνη που τολμάει. ~εις να σέβεσαι τους κανόνες/να τηρείς τις υποσχέσεις σου. Κάθε καταναλωτής ~ει να γνωρίζει τα δικαιώματά του. Κάντε ό,τι νομίζετε, εγώ όφειλα να σας ενημερώσω. Όφειλες να με είχες προειδοποιήσει. Έπραξε ως/όπως όφειλε (= έπρεπε).|| (για φοιτητή) ~ει ένα μάθημα (: πρέπει να εξεταστεί σε αυτό και να το περάσει), για να πάρει το πτυχίο του. 3. αναγνωρίζω σε κάποιον το καλό που μου έκανε· αποδίδω: ~ στους γονείς μου πάρα πολλά/τα πάντα. Του ~ ευγνωμοσύνη/ένα (μεγάλο) ευχαριστώ. Με την ~όμενη τιμή.|| Η πόλη ~ει την ονομασία της ... Την επιτυχία του την ~ει στην εργατικότητά του. ● Παθ.: οφείλεται: έχει ως αιτία, προκαλείται από: Ασθένεια που ~ σε μικρόβιο. Πού/σε τι ~ το δυστύχημα; Το σφάλμα ~ αποκλειστικά σε λάθος εκτίμηση. Η βλάβη δεν ~ σε αμέλεια. Η παρανόηση ~όταν στο γεγονός ότι ...|| Η προαγωγή της ~ στη σκληρή δουλειά. ● ΦΡ.: ως μη όφειλε & ως μη ώφειλε/ώφελε (λόγ.): για κάτι που δεν έπρεπε να είχε/έχει συμβεί, αλλά συνέβη: Έκρυψε, ~ ~, την αλήθεια. [< αρχ. ὀφείλω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.