οφείλω [ὀφείλω] ο-φεί-λω ρ. (μτβ.) {όφειλα, οφειλ-όταν (λόγ.) οφείλ-ετο, -όμενος} ΣΥΝ. χρωστώ 1. πρέπει να δώσω ή να επιστρέψω χρηματικό ποσό: Πόσα/τι σας ~; ~ει στην τράπεζα ... ευρώ.2. έχω ηθική ή άλλη υποχρέωση, έχω καθήκον να κάνω κάτι: Μου ~εις μια απάντηση/εξήγηση/συγγνώμη. Δεν ~ τίποτα και σε κανέναν. Πρέπει να ξεκουραστείς, το ~εις στον εαυτό σου. ~ να δηλώσω/επισημάνω/προσθέσω/πω/υπογραμμίσω ότι ... ~ να ομολογήσω/παραδεχθώ ότι έκανα λάθος. ~ να της αναγνωρίσω ότι είναι η μόνη που τολμάει. ~εις να σέβεσαι τους κανόνες/να τηρείς τις υποσχέσεις σου. Κάθε καταναλωτής ~ει να γνωρίζει τα δικαιώματά του. Κάντε ό,τι νομίζετε, εγώ όφειλα να σας ενημερώσω. Όφειλες να με είχες προειδοποιήσει. Έπραξε ως/όπως όφειλε (= έπρεπε).|| (για φοιτητή) ~ει ένα μάθημα (: πρέπει να εξεταστεί σε αυτό και να το περάσει), για να πάρει το πτυχίο του.3. αναγνωρίζω σε κάποιον το καλό που μου έκανε· αποδίδω: ~ στους γονείς μου πάρα πολλά/τα πάντα. Του ~ ευγνωμοσύνη/ένα (μεγάλο) ευχαριστώ. Με την ~όμενη τιμή.|| Η πόλη ~ει την ονομασία της ... Την επιτυχία του την ~ει στην εργατικότητά του. ● Παθ.: οφείλεται: έχει ως αιτία, προκαλείται από: Ασθένεια που ~ σε μικρόβιο. Πού/σε τι ~ το δυστύχημα; Το σφάλμα ~ αποκλειστικά σε λάθος εκτίμηση. Η βλάβη δεν ~ σε αμέλεια. Η παρανόηση ~όταν στο γεγονός ότι ...|| Η προαγωγή της ~ στη σκληρή δουλειά. ● ΦΡ.: ως μη όφειλε & ως μη ώφειλε/ώφελε (λόγ.): για κάτι που δεν έπρεπε να είχε/έχει συμβεί, αλλά συνέβη: Έκρυψε, ~ ~, την αλήθεια. [< αρχ. ὀφείλω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.