Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οφθαλμολαγνεία [ὀφθαλμολαγνεία] ο-φθαλ-μο-λα-γνεί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ηδονοβλεψία. Πβ. μπανιστήρι, οφθαλμόλουτρο, παίρνω/κάνω μάτι. Βλ. -λαγνεία.

-λαγνεία

-λαγνεία (λόγ.) β' συνθετικό για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. παθολογική λατρεία, εμμονή σε αυτό που εκφράζει το α’ συνθετικό: αριθμο~/ευρω~/θεσμο~/λεξι~/ξενο~/παρελθοντο~/πατριδο~/τουρκο~/τρομο~. 2. σεξουαλική διέγερση: γεροντο~/κοπρο~/ουρο~/οφθαλμο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.