οκτώ [ὀκτώ] ο-κτώ αριθμητ. απόλ. {άκλ.} & (προφ.) οχτώ 1. ο ακέραιος αριθμός 8 ή το σύνολο 8 μονάδων: ~ διά/επί/πλην/συν δύο. ~ ετών/μηνών. ~ τοις εκατό (8%). ~ προς ένα (8:1).|| (ως επίθ.) ~ ευρώ/μέρες/ώρες (= οκτάωρο).2. όγδοος: κεφάλαιο ~. ~ του μηνός. Στη σελίδα ~. Η ομάδα έβαλε γκολ στο ~ (: όγδοο λεπτό). ● Ουσ.: οκτώ (το) 1. ο ακέραιος αριθμός 8, το σύμβολό του και οτιδήποτε τον φέρει ως διακριτικό του: Μέτρησε μέχρι το ~. (ως βαθμός:) Μου έβαλε/πήρα ~.|| Το ~ καρό (: χαρτί της τράπουλας). Μένει στο ~ της οδού ...2. (+ στα/τα) η ηλικία των οκτώ ετών: Έκλεισε/πάτησε τα ~. Μπήκε στα ~.3. το έτος 1908 ('08) ή γενικότ. το όγδοο έτος κάθε αιώνα: Γεννήθηκε το ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Ομάδα των Επτά/Οκτώ βλ. ομάδα [< αρχ. ὀκτώ]
οκτωβριανός
οκτωβριανός, ή, ό [ὀκτωβριανός] ο-κτω-βρι-α-νός επίθ. & (προφ.) οχτωβριανός & (σπάν.) οκτωβριάτικος, η, ο: που τοποθετείται χρονικά στον μήνα Οκτώβριο: ~ό: πρωινό. ● ΣΥΜΠΛ.: Οκτωβριανή/Ρωσική Επανάσταση: ΙΣΤ. η επανάσταση των Μπολσεβίκων (1917), η οποία οδήγησε στην ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος. [< γαλλ. d΄Octobre]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.