Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • ούζο [οὖζο] ού-ζο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. δυνατό, οινοπνευματώδες ποτό ελληνικής προέλευσης που αποτελεί το απόσταγμα της ζύμωσης στεμφύλων ή βιομηχανικό μείγμα αλκοόλης με νερό και στο οποίο προστίθενται αρωματικές ουσίες, κυρ. γλυκάνισο: γλυκόπιοτο/ντόπιο/ονομαστό/παραδοσιακό ~. ~ μαστίχας. ~ σκέτο ή με πάγο. ~ αραιωμένο με νερό. Ένα καραφάκι/μπουκάλι ~ (: με ~). Μεζέδες (= ουζομεζέδες)/ποικιλία ~ου (: συνοδευτικά). Λικέρ ~ου. (προφ.) Βάλε μου ένα ~ (ενν. ποτήρι). Πάμε για ~α; Βλ. απεριτίφ.|| (ΜΑΓΕΙΡ.-ΖΑΧΑΡ.) Σάλτσα ~ου. Γαρίδες σβησμένες με ~. Κουλουράκια ~ου. ● Υποκ.: ουζάκι (το) [< τουρκ. öz 'χυμός, απόσταγμα'· πβ. αγγλ. ouzo, 1897, γαλλ. ~, 1937, αγγλ. ~, 1935, ιταλ. ~, 1986, γερμ. Ouzo, τουρκ. uzo]
  • ουζοκατάνυξη [oὐζοκατάνυξη] ου-ζο-κα-τά-νυ-ξη ουσ. (θηλ.) (οικ.): κατανάλωση με παρέα μεγάλης ποσότητας ούζου: ολονύκτια ~. ~ με θαλασσινούς μεζέδες. Βλ. κρασο-, τσιπουρο-κατάνυξη.
  • ουζομεζές [οὐζομεζές] ου-ζο-με-ζές ουσ. (αρσ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} (προφ.): μεζές που συνοδεύει το ούζο: θαλασσινοί ~έδες. Βλ. -ές, κρασο-, τσιπουρο-μεζές.
  • ουζοποσία [οὐζοποσία] ου-ζο-πο-σί-α ουσ. (θηλ.): κατανάλωση μεγάλης ποσότητας ούζου: γερή ~. Βλ. οινοποσία.
  • ουζοπωλείο [οὐζοπωλεῖο] ου-ζο-πω-λεί-ο ουσ. (ουδ.) (επίσ.): ουζερί. Βλ. -πωλείο.

απεριτίφ

απεριτίφ[ἀπεριτίφ] α-πε-ρι-τίφ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ορεκτικό ποτό: αρωματικό/γλυκό/πικρό ~. Βλ. κοκτέιλ.|| Στο ~ (: κατά τη διάρκεια σερβιρίσματός του). [< γαλλ. apéritif]

-ές

-ές{-έδες}: κατάληξη για τον σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: αμαν~/βαλ~/καναπ~/καφ~/μεζ~/μενεξ~/μιναρ~/μπαξ~/μπερ~/ναργιλ~/τενεκ~/φιδ~/φραπ~.

κρασο-

κρασο-& κρασ-: α' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρονται στο κρασί: κρασο-βάρελο/~πότηρο. ~στάφυλο. ~κούλουρα. Κρασο-κατάνυξη.|| (ως χαρακτηρισμός, χιουμορ.) Κρασο-κανάτα/~πατέρας.|| Κρασ-άδικο.

οινοποσία

οινοποσία[οἰνοποσία] οι-νο-πο-σί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): μεγάλη συνήθ. κατανάλωση κρασιού: άκρατη ~. Πβ. κρασοκατάνυξη.|| (ΑΡΧ.) Αγώνες ~ας. [< αρχ. οἰνοποσία]

-πωλείο

-πωλείο(λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για δήλωση καταστήματος, χώρου πώλησης συγκεκριμένου είδους: ανθο~/βιβλιο~/δισκο~/οινο~ (βλ. -ποιείο). Παντο~.|| Μεζεδο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.