Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πάγος πά-γος ουσ. (αρσ.) 1. η στερεά μορφή του νερού που προκύπτει από την έκθεσή του σε θερμοκρασία μηδέν ή κάτω των μηδέν βαθμών Κελσίου: θρυμματισμένος ~. Κομμάτι/κρούστα/κρύσταλλοι (= παγοκρύσταλλοι)/πλάκα ~ου. Ο ~ ως ψυκτικό μέσο. Στο χρώμα του ~ου (: γαλαζωπό). Γλυπτά στον ~ο/~ου. Βλ. χιόνι.|| Τεχνητός ~. 2. (συνεκδ.) μεγάλη μάζα, όγκος, στρώμα ή επιφάνεια παγωμένου νερού: (με αναφορά στους πολικούς ~ους) οι αιώνιοι ~οι. Θραύση/λιώσιμο/τήξη των ~ων. Θαλάσσιοι ~οι που επιπλέουν (= παγόβουνα).|| Συσσώρευση ~ου. Ο δρόμος έπιασε ~ο (: δημιουργήθηκε/σχηματίστηκε ~).|| Χόκεϊ επί ~ου. Μπαλέτο/πατινάζ στον ~ο. Βλ. παγοδρομία. 3. (συνεκδ.) παγάκι: ουίσκι με ~ο. Βλ. κοκτέιλ. 4. (προφ.) παγετός, παγωνιά: Έπεσε ~ τη νύχτα. 5. (μτφ.-εμφατ.) κάτι υπερβολικά κρύο· (για πρόσ.) ψυχρός: Τα χέρια σου είναι ~ (πβ. μπούζι, ψυγείο).|| Μπροστά μας ήταν ~ (πβ. παγόβουνο, παγοκολόνα). ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρος πάγος: νερό από λιωμένο χιόνι, που έχει παγώσει στο οδόστρωμα ή στο πεζοδρόμιο λόγω παγετού, καθιστώντας το πολύ ολισθηρό και εξαιρετικά επικίνδυνο για τους οδηγούς και τους πεζούς. Βλ. υαλόπαγος., ξηρός πάγος & πάγος διοξειδίου του άνθρακα: ΧΗΜ. εμπορική ονομασία του στερεού διοξειδίου του άνθρακα, που χρησιμοποιείται ως ψυκτικό μέσο ή ως μέθοδος βιομηχανικού καθαρισμού. Βλ. επίπαγος., κρηπίδα πάγου βλ. κρηπίδα, περίοδος/εποχές των παγετώνων βλ. παγετώνας ● ΦΡ.: σπάει/λιώνει ο πάγος: δημιουργείται κλίμα οικειότητας ύστερα από κάποιο διάστημα τυπικότητας, ψυχρότητας ή ακόμα και τεταμένων σχέσεων: ~σε ο πάγος μεταξύ τους. Της έκανε ένα κομπλιμέντο, για να ~σει τον πάγο. [< γαλλ. briser/rompre la glace] , στον πάγο: για κάτι που παραμένει στάσιμο· για πρόσωπο που τίθεται στο περιθώριο: Το θέμα/η υπόθεση έχει μπει ~ ~ (πβ. στο αρχείο, στο ντουλάπι, στο ψυγείο/στην κατάψυξη).|| Η σχέση τους έχει μπει ~ ~ (: έχουν ψυχρανθεί).|| Δεν τους έκανε τα χατίρια και τον έβαλαν ~ ~/(σπανιότ.) του έβαλαν πάγο. [< αγγλ. on ice] , χορός στον πάγο βλ. χορός [< 1: μτγν. πάγος 4: αρχ. ~ 2,3,5: γαλλ. glace, αγγλ. ice]

επίπαγος

επίπαγος [ἐπίπαγος] ε-πί-πα-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. κρούστα πάγου που ενσωματώνεται στην επιφάνεια των κατεψυγμένων αλιευμάτων και τα προστατεύει από την αφυδάτωση και την οξείδωση: καθαρό βάρος χωρίς ~ο. Προϊόντα που φέρουν ~ο 10%. 2. ΓΕΩΛ. σκληρό στρώμα ορυκτών στην επιφάνεια του εδάφους ή σε μικρό βάθος κάτω από αυτή. [< 1: αγγλ. ice glazing 2: μτγν. ἐπίπαγος 'πετρωμένη κρούστα']

κοκτέιλ

κοκτέιλ κο-κτέ-ιλ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ποτό που αποτελεί μείγμα αλκοολούχων ή/και μη αλκοολούχων (π.χ. χυμός φρούτων, σόδα, αναψυκτικά) υγρών, το οποίο σερβίρεται συνήθ. κρύο: δροσιστικά/εξωτικά/καλοκαιρινά ~. ~ σαμπάνιας. ~ από/με ρούμι/τζιν. Ποτήρι ~. Ετοιμάζω/πίνω/φτιάχνω (ένα) ~. Βλ. απεριτίφ, μαργαρίτα.|| (ως επίθ.) ~ μπαρ/πάρτι (: κοσμική εκδήλωση με μπουφέ)/φόρεμα (: για απογευματινή έξοδο).|| (ΜΑΓΕΙΡ., ορεκτικό από θαλασσινά ή/και σαλατικά που σερβίρεται συνήθ. σε ποτήρι) Γαρίδες ~ . ~ φρούτων (= φρουτοσαλάτα). 2. (μτφ.) συνδυασμός χημικών ουσιών, συνήθ. φαρμακευτικών, που χορηγούνται ως θεραπεία: ~ βιταμινών/πρωτεϊνών/φαρμάκων.|| ~ τοξικών. 3. (μτφ.) συνδυασμός θετικών ή αρνητικών παραγόντων: εκρηκτικό ~. Μουσικό ~. ~ διασκέδασης και κεφιού/έντασης και γέλιου. ● ΣΥΜΠΛ.: βόμβα μολότοφ βλ. βόμβα [< αγγλ. cocktail, γαλλ. ~]

κρηπίδα

κρηπίδα κρη-πί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. βαθμιδωτό βάθρο κυρ. αρχαίου ναού, θεμέλιο: λίθινη ~. Βλ. στυλοβάτης.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ της Αγίας Τράπεζας (: σκαλοπάτι στο μπροστινό μέρος της).|| (μτφ.) ~ της πίστης/της φιλοσοφίας. Πβ. βάση. Βλ. υποδομή. ΣΥΝ. κρηπίδωμα (2) 2. ΓΕΩΛ. υφαλοκρηπίδα: ηπειρωτική ~. Βλ. ηπειρωτική κατωφέρεια. 3. (επίσ.) προβλήτα. Πβ. αποβάθρα, προκυμαία. ΣΥΝ. κρηπίδωμα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: κρηπίδα πάγου: εκτεταμένη επιφάνεια πάγου που επιπλέει στη θάλασσα και είναι ενωμένη με την ξηρά. [< αγγλ. ice shelf, shelf ice, 1910] [< αρχ. κρηπίς]

παγετώνας

παγετώνας πα-γε-τώ-νας ουσ. (αρσ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΓΕΩΛ. μεγάλος όγκος πάγου που σχηματίστηκε από συσσωρευμένο χιόνι, κινείται με αργό και σταθερό ρυθμό και καλύπτει τεράστιες εκτάσεις της Γης, κυρ. στους πόλους της: ηπειρωτικός/ορεινός ~. Η ρωγμή του ~α. Πολικοί ~ες. Βλ. -ώνας. ● ΣΥΜΠΛ.: περίοδος/εποχές των παγετώνων & εποχή των πάγων: χρονικές περίοδοι της προϊστορίας της Γης κατά τις οποίες μεγάλες εκτάσεις της καλύπτονταν από παγετώνες. Βλ. Πλειστόκαινο. [< γαλλ. périodes glaciaires] [< γαλλ. glacier]

παγοδρομία

παγοδρομία πα-γο-δρο-μί-α ουσ. (θηλ.): ΑΘΛ. άθλημα κατά το οποίο ο αθλητής ολισθαίνει σε λεία επιφάνεια φυσικού ή τεχνητού πάγου, φορώντας παγοπέδιλα. Πβ. πατινάζ. Βλ. -δρομία. [< γερμ. Eislauf]

υαλόπαγος

υαλόπαγος [ὑαλόπαγος] υ-α-λό-πα-γος ουσ. (αρσ.): ΜΕΤΕΩΡ. διαφανές, λείο και ομοιογενές στρώμα πάγου, το οποίο σχηματίζεται όταν βροχή σε κατάσταση υπέρτηξης έρθει σε επαφή με επιφάνεια που έχει θερμοκρασία κάτω από το μηδέν. Βλ. μαύρος πάγος. [< γαλλ. verglas]

χιόνι

χιόνι χιό-νι ουσ. (ουδ.) {χιον-ιού} 1. ΜΕΤΕΩΡ. νερό που πέφτει από τα σύννεφα στη γη, με τη μορφή ελαφρών λευκών παγοκρυστάλλων, ενωμένων συνήθ. σε νιφάδες: απάτητο/αφράτο/παχύ/πυκνό/τεχνητό (βλ. χιόνωση)/φρέσκο/ψιλό (βλ. χιονόνερο) ~. ~ στις κορυφές των βουνών (πβ. χιονούρα). Αλυσίδες (= χιονοαλυσίδες)/λάστιχα (= χιονολάστιχα)/μπάλες (= χιονόμπαλες) ~ιού. Παιχνίδια (βλ. χιονάνθρωπος, χιονοπόλεμος)/σκι στο ~. Δρόμοι κλειστοί από το ~. Χωριά αποκλεισμένα από τα ~ια (βλ. αποχιονισμός, εκχιονιστήρας). Προβλήματα από το ~ (= την χιονόπτωση). Χριστούγεννα με ~ια. Εκδρομή στα ~ια (: σε ορεινές χιονισμένες περιοχές). Έπεσε/έριξε πολύ ~ (= χιόνισε). Έλιωσε το ~ (βλ. μαύρος πάγος). Έχει μισό μέτρο ~. Γλιστρώ στο ~ (βλ. έλκηθρο, παγοπέδιλο). Τα πάντα είναι σκεπασμένα με ~ (= χιονοσκέπαστα· βλ. ντύνομαι στα λευκά). Αναμένονται ~ια στα ορεινά. Βλ. κατακρημνίσματα, μελανοστρώματα.|| Λευκός σαν (το) ~ (= χιονόλευκος). Βλ. χιονο-. 2. (κατ΄επέκτ.) λευκές κουκκίδες που εμφανίζονται στην οθόνη τηλεόρασης, λόγω κακής λήψης του σήματος. Βλ. παράσιτα. ● Υποκ.: χιονάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανικό χιόνι & (σπάν.) αστικό/μολυσμενο χιόνι: φαινόμενο τεχνητής χιονόπτωσης που οφείλεται στη μόλυνση του περιβάλλοντος. [< γαλλ. neige industrielle, αγγλ. industrial snow, γαλλ. neige de pollution, neige urbaine] ● ΦΡ.: γράφεται στο χιόνι (μτφ.-προφ.): δεν τηρείται, παραγράφεται: Υποσχέσεις/χρέη που ~ονται ~., μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι (απειλητ.-αργκό): για πάντα, συνέχεια: Θα σε κυνηγώ, ~ ~. Πβ. μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα., σαν τα χιόνια! (προφ.-συνήθ. ειρων.): σε κάποιον που τον βλέπουμε μετά από πολύ καιρό: Βρε, βρε, ~ ~! Πβ. καλώς τα μάτια μου τα δυο. Βλ. βουνό με βουνό δεν σμίγει. ΣΥΝ. σαν τα μάραθα!, μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια βλ. βουνό, το 'στρωσε (το χιόνι) βλ. στρώνω [< μεσν. χιόνι < μτγν. χιόνιον < αρχ. χιών]

χορός

χορός χο-ρός ουσ. (αρσ.) 1. ρυθμικές κινήσεις ή/και βήματα που εκτελούνται από ένα ή περισσότερα άτομα σε ζεύγη ή ομάδα, με τη συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού, ως τρόπος ψυχαγωγίας ή εξωτερίκευσης συναισθημάτων: ασταμάτητος/αυτοσχέδιος/γρήγορος/ζωηρός ~. Αισθησιακός/προκλητικός ~. Αίθουσα/βραδιά/διαγωνισμός/πίστα ~ού. Εντυπωσίασε με τον ~ό της. Γλέντι/ξεφάντωμα με ~ούς και τραγούδια. Ρίξαμε κάτι ~ούς (: χορέψαμε πολύ)!|| Ανδρικός/γυναικείος/κυκλικός/λεβέντικος/μικτός/μοναχικός ~. Δημοτικοί/λαϊκοί/νησιώτικοι/παραδοσιακοί/τοπικοί ~οί. Βλ. ζεϊμπέκικο, συρτάκι, χασάπικο, χασαποσέρβικο.|| Ανατολίτικος/τσιγγάνικος ~. Ευρωπαϊκοί/φολκλορικοί ~οί. Βλ. βαλς, λάτιν, μάμπο, πόλκα1, ρέγκε, ρούμπα, σάλσα, τάνγκο, τσα τσα (τσα), φλαμένγκο.|| (μτφ.) Ο ~ των κυμάτων/μελισσών. 2. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (ειδικότ.) ως τέχνη, καλλιτεχνική δραστηριότητα: έντεχνος ~. Κλασικός ~ (= μπαλέτο). Καθηγητής/κριτικός/μαθήματα/ομάδα/σχολή (πβ. χοροδιδασκαλείο) ~ού. Παπούτσια/φορμάκι ~ού. 3. χοροεσπερίδα: αποκριάτικος ~. Αποχαιρετιστήριος ~ των τελειοφοίτων του ... ~ μεταμφιεσμένων (= μπαλ μασκέ). Φόρεμα για ~ό. Ο ετήσιος ~ του συλλόγου ... 4. (μτφ.) σύνολο ομοειδών πραγμάτων ή συμβάντων που διαδέχονται το ένα το άλλο με μεγάλη συχνότητα: Συνεχίζεται ο ~ των αντιδράσεων/αποκαλύψεων/γκολ/μεταγραφών/σκανδάλων/στοιχημάτων.|| Άνοιξαν τον ~ό των μεταλλίων. 5. σύνολο χορευτών ή κατ' επέκτ. προσώπων που ψάλλουν· ομάδα μεταφυσικών όντων ή ιερών μορφών: ο πρώτος του ~ού.|| (ΑΡΧ.) Ο ~ του αρχαίου δράματος (βλ. ημιχόριο). Η πάροδος του ~ού. Ο κορυφαίος/τα μέλη του ~ού. Βλ. όρχηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αριστερός/δεξιός ~. Ο ~ των ψαλτών. Πβ. χορωδία. Βλ. χοροστάσιο.|| ~ αγγέλων/Αγίων/μαρτύρων (= χορεία). ● ΣΥΜΠΛ.: μοντέρνος χορός & (προφ.) μοντέρνο: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. μορφή χορού με συγκεκριμένο σύστημα και τεχνική, που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από πρωτοπόρους χορευτές και χορογράφους, ως αντίδραση στους αυστηρούς περιορισμούς του κλασικού μπαλέτου. [< αγγλ. modern dance, 1912] , αντικριστός (χορός) βλ. αντικριστός, ο χορός του Ησαΐα/το Ησαΐα χόρευε βλ. Ησαΐας, πυρρίχιος χορός βλ. πυρρίχιος, σύγχρονος χορός βλ. σύγχρονος, χορός της κοιλιάς βλ. κοιλιά ● ΦΡ.: ανοίγω τον χορό 1. αρχίζω πρώτος να χορεύω, συνήθ. όπως το ορίζει το έθιμο, ώστε να ξεκινήσουν και οι άλλοι: Η νύφη ~ξε ~ στο γλέντι. 2. (μτφ.) κάνω την αρχή σε κάτι το οποίο θα επαναληφθεί (αμέσως μετά) από άλλους με μεγάλη συχνότητα: ~ξαν ~ των κινητοποιήσεων.|| Ανοίγει ο χορός των απεργιών (: αρχίζουν οι απεργίες). [< γαλλ. ouvrir le bal] , αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε/όποιος μπαίνει στον χορό, χορεύει!: από τη στιγμή που έχουμε εμπλακεί σε μια κατάσταση συνήθ. αρνητική, θα πρέπει να την υποστούμε και να αποδεχθούμε τις πιθανές συνέπειες., εν χορώ (λόγ.): όλοι μαζί, ταυτόχρονα: Απάντησαν/μιλούσαν/συμφώνησαν/τραγούδησαν/φώναξαν ~ ~. Πβ. ομόφωνα, με μια φωνή.|| (Για κάτι που λέγεται από πολλούς μαζί:) Διαμαρτυρίες/συνθήματα ~ ~., μπαίνω στον χορό 1. αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους σε κυκλικό χορό. 2. (μτφ.) εισέρχομαι και εγώ σε μια κατάσταση: Η εταιρεία μπήκε ~ των εξαγορών/προσφορών/συγχωνεύσεων. ΣΥΝ. βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει & έξω από τον χορό πολλά τραγούδια λέγονται (παροιμ.): είναι εύκολο να κρίνει και να επικρίνει κάποιος μια κατάσταση ή μια υπόθεση, όταν αγνοεί τις δυσκολίες της., στήνω (τον) χορό: ξεκινώ να χορεύω συνήθ. κυκλικό χορό: ~σαν ~ με δημοτικά στην πλατεία.|| (μτφ., για κάτι που κάνει την εμφάνισή του με ένταση ή μεγάλη συχνότητα) Οι αναμνήσεις ~ουν ~. Τα μικρόβια/ποντίκια έχουν στησει τρελό ~., χορός στον πάγο: κατηγορία καλλιτεχνικού πατινάζ, η οποία δίνει έμφαση στις ελεύθερες χορευτικές φιγούρες. [< αγγλ. ice dancing] , (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, ο χορός του Ζαλόγγου βλ. Ζάλογγο, σέρνω τον χορό βλ. σέρνω [< αρχ. χορός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.