Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πάρκινγκ πάρ-κινγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & πάρκιγκ, πάρκιν: χώρος για τη στάθμευση οχημάτων· παρκάρισμα: δημοτικό/ιδιωτικό/κλειστό/στεγασμένο/υπαίθριο ~. (Υπόγειοι) σταθμοί ~. ~ μικρής/μακράς διαρκείας. ~ δυναμικότητας/χωρητικότητας ... αυτοκινήτων. Πβ. γκαράζ.|| ~ σκαφών.|| Θέσεις ~ για αναπήρους. Δυνατότητα δωρεάν/ελεύθερου ~. [< αγγλ. parking, γαλλ. ~, 1926, διαδόθηκε περ. το 1945]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.