πάσσαλος πάσ-σα-λος ουσ. (αρσ.) {πασσάλ-ου} 1. ράβδος συνήθ. παχιά και μακριά, η οποία στερεώνεται στο έδαφος και χρησιμοποιείται για στήριξη ή οριοθέτηση∙ παλούκι: Φράχτης με ξύλινους ~ους. Καρφώνω/μπήγω τον ~ο. Δέσαμε τη βάρκα σε ~ους. Η σκηνή στερεώθηκε πάνω σε τέσσερις ~ους.2. ΟΙΚΟΔ. επιμήκης δοκός ή στύλος από ξύλο, χάλυβα, σκυρόδεμα ή άλλο υλικό, συνήθ. κυκλικής, τετραγωνικής ή πολυγωνικής διατομής, που χρησιμοποιείται σε κατασκευές: ~οι θεμελίωσης/περίφραξης/στήριξης. Μηχάνημα έμπηξης ~ων. Πβ. δοκάρι. ● Υποκ.: πασσαλάκι (το) [< 1: αρχ. πάσσαλος]
πασσαλοσανίδα πασ-σα-λο-σα-νί-δα ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΤΕΧΝΟΛ. στενόμακρο έλασμα συνήθ. από μέταλλο, που στερεώνεται μαζί με άλλα όμοια σε σαθρό έδαφος, προκειμένου να σχηματιστεί στεγανό τοίχωμα: κατασκευές αντιστήριξης με ~ες. [< γαλλ. palplanche]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.