Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • πάσσαλος πάσ-σα-λος ουσ. (αρσ.) {πασσάλ-ου} 1. ράβδος συνήθ. παχιά και μακριά, η οποία στερεώνεται στο έδαφος και χρησιμοποιείται για στήριξη ή οριοθέτηση∙ παλούκι: Φράχτης με ξύλινους ~ους. Καρφώνω/μπήγω τον ~ο. Δέσαμε τη βάρκα σε ~ους. Η σκηνή στερεώθηκε πάνω σε τέσσερις ~ους. 2. ΟΙΚΟΔ. επιμήκης δοκός ή στύλος από ξύλο, χάλυβα, σκυρόδεμα ή άλλο υλικό, συνήθ. κυκλικής, τετραγωνικής ή πολυγωνικής διατομής, που χρησιμοποιείται σε κατασκευές: ~οι θεμελίωσης/περίφραξης/στήριξης. Μηχάνημα έμπηξης ~ων. Πβ. δοκάρι. ● Υποκ.: πασσαλάκι (το) [< 1: αρχ. πάσσαλος]
  • πασσαλοσανίδα πασ-σα-λο-σα-νί-δα ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΤΕΧΝΟΛ. στενόμακρο έλασμα συνήθ. από μέταλλο, που στερεώνεται μαζί με άλλα όμοια σε σαθρό έδαφος, προκειμένου να σχηματιστεί στεγανό τοίχωμα: κατασκευές αντιστήριξης με ~ες. [< γαλλ. palplanche]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.