Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πάσχω πά-σχω ρ. (αμτβ.) {έπασχε, πάσχ-οντας, (λόγ.) μτχ. πάσχων, -ουσα, -ον}: υποφέρω από κάποια νόσο: ~ει από αμνησία/άνοια/διαβήτη/ημικρανίες/κατάθλιψη/υπέρταση/φοβίες. Το βρέφος γεννήθηκε, ~οντας από ...|| (μτφ.) Έπασχε από μοναξιά. (προφ.-ειρων.) ~ουν (= δεν είναι στα καλά τους) οικογενειακώς.πάσχει (μτφ.): νοσεί: Το σύστημα διακυβέρνησης ~. Ο λόγος του ~ από επιχειρήματα (= στερείται επιχειρημάτων). ~ουμε (= υστερούμε) στη συλλογική δράση. ● Μτχ.: πάσχων , ουσα, ον {πάσχ-οντος (θηλ. -ούσης), -οντα | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων}: ~ων: οργανισμός. ~ουσα: περιοχή. ~ον: όργανο.|| Υποστήριξη ψυχικά ~όντων ατόμων.|| (κ. ως ουσ.) Βαρέως/πολυμεταγγιζόμενοι/χρονίως ~οντες. [< αρχ. πάσχω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.