πάτερο πά-τε-ρο ουσ. (ουδ.) & πατερό (λαϊκό): μεγάλο και συνήθ. ξύλινο δοκάρι στήριξης πατώματος ή στέγης σε οικοδομή. ● ΦΡ.: κολοκύθια (με τη ρίγανη/στο πάτερο/τούμπανα)! βλ. κολοκύθι [< μεσν. πατερόν]
κολοκύθι
κολοκύθι κο-λο-κύ-θι ουσ. (ουδ.) {κολοκυθ-ιού} BOT. 1. ο εδώδιμος, στενόμακρος, πράσινος καρπός της κοινής κολοκυθιάς (επιστ. ονομασ. Cucurbita pepo): άνθη (= κολοκυθοανθοί)/σπόροι ~ιού (= κολοκυθόσποροι).|| (ΜΑΓΕΙΡ.-ΖΑΧΑΡ.) Ξυσμένο/τριμμένο ~. ~ια γεμιστά (: με ρύζι και κιμά). Βράζω/καθαρίζω/τηγανίζω τα ~ια. Γλυκό κουταλιού ~.2. ο καρπός της κολοκύθας: (ΜΑΓΕΙΡ.) κίτρινο ~ τριμμένο. ● ΦΡ.: κολοκύθια (με τη ρίγανη/στο πάτερο/τούμπανα)! (ειρων.): ανοησίες: Αυτά που μου λες είναι ~ (~)! [< μεσν. κολοκύθι < μτγν. κολοκύνθιον]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.