πάτος πά-τος ουσ. (αρσ.) 1. βάση κοίλου αντικειμένου και ειδικότ. η χαμηλότερη επιφάνειά του· βυθός: ο ~ του βαρελιού/της δεξαμενής/του δοχείου/της λίμνης (πβ. πυθμένας)/της μπανιέρας/του μπουκαλιού/του πηγαδιού/του ποτηριού/της τσάντας. Κατσαρόλα/τηγάνι με αντικολλητικό ~ο. Σκάφος με γυάλινο ~ο. Κιβώτια με διπλούς ~ους.|| Το καράβι πήγε στον ~ο (της θάλασσας) (= βυθίστηκε). Πβ. πυθμένας.2. {συνηθέστ. στον πληθ.} κομμάτι από μαλακό υλικό, σε σχήμα πέλματος, που τοποθετείται μέσα στο παπούτσι για βελτίωση της εφαρμογής του και για άνεση στο περπάτημα· κατ' επέκτ. σόλα: αθλητικοί/ανατομικοί/αντιβακτηριδιακοί/εσωτερικοί/ορθοπαιδικοί ~οι. ~οι σιλικόνης/τζελ. ~οι για την πλατυποδία. Ένα ζευγάρι ~ους.|| Παπούτσια με αντιολισθητικούς ~ους.3. (μτφ.-προφ.) τελευταία θέση αξιολογικής κλίμακας, έσχατο σημείο: Έπιασε ~ο (= πάτωσε) στις εξετάσεις. Βρίσκονται στον ~ο της βαθμολογίας. ΑΝΤ. κορυφή (2) ● ΦΡ.: από την κορυφή ως τον πάτο (προφ.): από πάνω μέχρι κάτω. Πβ. από την κορυφή ως τα νύχια. ΣΥΝ. πατόκορφα, άσπρο πάτο!: προτρεπτική έκφρ. που λέγεται από συμπότες, για να πιουν όλο το ποτήρι, μέχρι την τελευταία γουλιά. Βλ. γεια μας, εβίβα, στην υγειά (σου/του/μας)., μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος (προφ.): εξουθενώθηκα, κατακουράστηκα: ~ ~ στη δουλειά (= ξεπατώθηκα)/να το τελειώσω (= μου βγήκε το λάδι/η Παναγία/η πίστη/η ψυχή)! Πβ. μου βγαίνει ο κώλος/η μέση.|| Μου έχει βγάλει τον πάτο (= με έχει εξαντλήσει)!, πάτος στο βαρέλι (μτφ.): οριακό σημείο που σηματοδοτεί το τέλος μιας προβληματικής, χαοτικής κατάστασης: ~ ~ της εξαθλίωσης. Μπαίνει ~ ~. Δεν υπάρχει ~ ~. [< μεσν. πάτος < αρχ. ~ 'πατημένος δρόμος']
γεια
γεια επιφών.: ως χαιρετισμός: ~ σου/σας (: συνήθ. κατά την άφιξη ή αναχώρηση κάποιου). ~ σου, τι κάνεις; Εγώ φεύγω, ~ (σας)! Έχε/έχετε ~!|| (ως ουσ.) Λέω/πέρασα να πω (ένα) ~. Δεν του είπε ούτε ένα ~!|| ~ σου ρε μεγάλε με τα ωραία σου! (: ως επευφημία). ● ΦΡ.: γεια μας! (προφ.): τυπική ευχή σε πρόποση: ~ ~, να πάνε κάτω τα φαρμάκια! ΣΥΝ. εβίβα & βίβα, στην υγειά (σου/του/μας), γεια σου!: ως ευχή όταν κάποιος φτερνίζεται. ΣΥΝ. γείτσες, με τις υγείες σου/σας! (1), γεια στα χέρια σου! (προφ.): έπαινος προς κάποιον που έφτιαξε πολύ νόστιμο φαγητό ή γλυκό., με γεια (προφ.) 1. ως ευχή για κάτι καινούργιο που απέκτησε ή φοράει κάποιος: ~ ~ σου/σας! ~ ~ το κόσμημα/το κούρεμα/τα παπούτσια/το σπίτι/το φόρεμα. Βλ. καλορίζικος.2. (ειρων.) για κάποιον που δεν άκουσε καλά, δεν αντιλήφθηκε ή δεν πρόσεξε καλά κάτι: ~ ~ τα αυτιά/τα μάτια/τα μυαλά (: για κάποιον που λέει και κάνει ανοησίες ή που έχει παρωχημένες αντιλήψεις)!, με γεια σου, με χαρά σου (προφ.): ως έκφραση συγκαταβατικής αδιαφορίας ή/και δυσαρέσκειας: Έχω τη γνώμη ότι δεν πρέπει να το κάνεις, τώρα αν εσύ θέλεις, ~ ~. Εκείνοι έκαναν τις επιλογές τους, ~ ~ τους. Πβ. όπως θες/θέλεις., α! γεια σου/α! μπράβο βλ. α, άντε γεια βλ. άντε, αφήνω γεια βλ. αφήνω, γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου! βλ. αγιάζω, γεια χαρά βλ. χαρά, έχετε γεια βρυσούλες βλ. βρύση [< μεσν. γεια]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.