Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πάτος πά-τος ουσ. (αρσ.) 1. βάση κοίλου αντικειμένου και ειδικότ. η χαμηλότερη επιφάνειά του· βυθός: ο ~ του βαρελιού/της δεξαμενής/του δοχείου/της λίμνης (πβ. πυθμένας)/της μπανιέρας/του μπουκαλιού/του πηγαδιού/του ποτηριού/της τσάντας. Κατσαρόλα/τηγάνι με αντικολλητικό ~ο. Σκάφος με γυάλινο ~ο. Κιβώτια με διπλούς ~ους.|| Το καράβι πήγε στον ~ο (της θάλασσας) (= βυθίστηκε). Πβ. πυθμένας. 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} κομμάτι από μαλακό υλικό, σε σχήμα πέλματος, που τοποθετείται μέσα στο παπούτσι για βελτίωση της εφαρμογής του και για άνεση στο περπάτημα· κατ' επέκτ. σόλα: αθλητικοί/ανατομικοί/αντιβακτηριδιακοί/εσωτερικοί/ορθοπαιδικοί ~οι. ~οι σιλικόνης/τζελ. ~οι για την πλατυποδία. Ένα ζευγάρι ~ους.|| Παπούτσια με αντιολισθητικούς ~ους. 3. (μτφ.-προφ.) τελευταία θέση αξιολογικής κλίμακας, έσχατο σημείο: Έπιασε ~ο (= πάτωσε) στις εξετάσεις. Βρίσκονται στον ~ο της βαθμολογίας. ΑΝΤ. κορυφή (2) ● ΦΡ.: από την κορυφή ως τον πάτο (προφ.): από πάνω μέχρι κάτω. Πβ. από την κορυφή ως τα νύχια. ΣΥΝ. πατόκορφα, άσπρο πάτο!: προτρεπτική έκφρ. που λέγεται από συμπότες, για να πιουν όλο το ποτήρι, μέχρι την τελευταία γουλιά. Βλ. γεια μας, εβίβα, στην υγειά (σου/του/μας)., μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος (προφ.): εξουθενώθηκα, κατακουράστηκα: ~ ~ στη δουλειά (= ξεπατώθηκα)/να το τελειώσω (= μου βγήκε το λάδι/η Παναγία/η πίστη/η ψυχή)! Πβ. μου βγαίνει ο κώλος/η μέση.|| Μου έχει βγάλει τον πάτο (= με έχει εξαντλήσει)!, πάτος στο βαρέλι (μτφ.): οριακό σημείο που σηματοδοτεί το τέλος μιας προβληματικής, χαοτικής κατάστασης: ~ ~ της εξαθλίωσης. Μπαίνει ~ ~. Δεν υπάρχει ~ ~. [< μεσν. πάτος < αρχ. ~ 'πατημένος δρόμος']

γεια

γεια επιφών.: ως χαιρετισμός: ~ σου/σας (: συνήθ. κατά την άφιξη ή αναχώρηση κάποιου). ~ σου, τι κάνεις; Εγώ φεύγω, ~ (σας)! Έχε/έχετε ~!|| (ως ουσ.) Λέω/πέρασα να πω (ένα) ~. Δεν του είπε ούτε ένα ~!|| ~ σου ρε μεγάλε με τα ωραία σου! (: ως επευφημία). ● ΦΡ.: γεια μας! (προφ.): τυπική ευχή σε πρόποση: ~ ~, να πάνε κάτω τα φαρμάκια! ΣΥΝ. εβίβα & βίβα, στην υγειά (σου/του/μας), γεια σου!: ως ευχή όταν κάποιος φτερνίζεται. ΣΥΝ. γείτσες, με τις υγείες σου/σας! (1), γεια στα χέρια σου! (προφ.): έπαινος προς κάποιον που έφτιαξε πολύ νόστιμο φαγητό ή γλυκό., με γεια (προφ.) 1. ως ευχή για κάτι καινούργιο που απέκτησε ή φοράει κάποιος: ~ ~ σου/σας! ~ ~ το κόσμημα/το κούρεμα/τα παπούτσια/το σπίτι/το φόρεμα. Βλ. καλορίζικος. 2. (ειρων.) για κάποιον που δεν άκουσε καλά, δεν αντιλήφθηκε ή δεν πρόσεξε καλά κάτι: ~ ~ τα αυτιά/τα μάτια/τα μυαλά (: για κάποιον που λέει και κάνει ανοησίες ή που έχει παρωχημένες αντιλήψεις)!, με γεια σου, με χαρά σου (προφ.): ως έκφραση συγκαταβατικής αδιαφορίας ή/και δυσαρέσκειας: Έχω τη γνώμη ότι δεν πρέπει να το κάνεις, τώρα αν εσύ θέλεις, ~ ~. Εκείνοι έκαναν τις επιλογές τους, ~ ~ τους. Πβ. όπως θες/θέλεις., α! γεια σου/α! μπράβο βλ. α, άντε γεια βλ. άντε, αφήνω γεια βλ. αφήνω, γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου! βλ. αγιάζω, γεια χαρά βλ. χαρά, έχετε γεια βρυσούλες βλ. βρύση [< μεσν. γεια]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.