Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πένταθλο πέ-ντα-θλο ουσ. (ουδ.) {-ου (συχνότ. λόγ.) -άθλου} ΑΘΛ. 1. & μοντέρνο πένταθλο: ολυμπιακό άθλημα που περιλαμβάνει πέντε διαφορετικά αγωνίσματα, σκοποβολή, ξιφασκία, κολύμβηση, ιππασία και ανώμαλο δρόμο. || (ΑΡΧ.) Αρχαίο ~ (: ακόντιο, άλμα εις μήκος, δισκοβολία, δρόμος σταδίου, πάλη). 2. σύνθετο γυναικείο αγώνισμα κλειστού στίβου που περιλαμβάνει δύο κούρσες (60 μέτρων με εμπόδια και 800 μέτρων), ύψος, σφαιροβολία και μήκος. Βλ. δί-, τρί-, έπτ-, δέκ-αθλο. [< αρχ. πένταθλον, γαλλ. pentathlon moderne, 1906, αγγλ. modern pentathlon, περ. 1912]

δι- & δί- & δισ-

δι- & δί- & δισ-: λεξικό πρόθημα που δηλώνει ότι κάτι διαθέτει δύο στοιχεία, είναι δύο φορές μεγαλύτερο ή διαρκεί δύο φορές περισσότερο από αυτό που εκφράζει το β' συνθ.: δι-κέφαλος/~κοτυλήδονος/~μερής/~μέτωπος/~σημία/~σύλλαβος/~ώροφος. Δί-κλινο/~κροκος/~μορφος/~πατος/~στηλος/~στιχος. Δισ-διάστατος.|| Δι-πλάσιος.|| Δι-ήμερος/δί-μηνος. Πβ. δυ-.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.