Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • πέταλο πέ-τα-λο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άλου} 1. σιδερένιο ημικυκλικό έλασμα που καρφώνεται στην οπλή ζώου, συνήθ. αλόγου ή γαϊδάρου, με σκοπό το καλύτερο πάτημα των ποδιών του στον δρόμο ή/και την αποφυγή κακώσεων. 2. (κατ' επέκτ.) πεταλοειδές αντικείμενο ή παρόμοιος σχηματισμός: Κρέμασαν ένα ~ στην πόρτα για γούρι.|| Το ~ του δρόμου/της παραλίας.|| Tο βόρειο/νότιο ~ του γηπέδου/του σταδίου. Το ~ της Θύρας ... Βλ. κερκίδα.|| Κλειδαριά ~.|| (ΑΝΑΤ.) Το ~ του ηθμοειδούς/του σπονδυλικού τόξου. Το τενόντιο ~ (του ώµου). 3. ΒΟΤ. {συνήθ. στον πληθ.} καθένα από τα φύλλα της στεφάνης του άνθους: τα ~α της μαργαρίτας/του τριαντάφυλλου. Πβ. σέπαλο. Βλ. μίσχος, ροδοπέταλα. 4. (παλαιότ.) μικρό μεταλλικό έλασμα που καρφωνόταν στις μύτες και τα τακούνια των παπουτσιών, για να μη φθείρονται γρήγορα. 5. ΑΡΧΑΙΟΛ. μικρός μεταλλικός δίσκος που με τη σφράγισή του μετατρεπόταν σε νόμισμα. ● Υποκ.: πεταλάκι (το) ● ΦΡ.: γάτα με πέταλα (προφ.): ικανός, έξυπνος, επιτήδειος άνθρωπος., μια στο καρφί (και) μια στο πέταλο βλ. καρφί, μου άλλαξε τα φώτα βλ. φως, τα τίναξε/τίναξε τα πέταλα βλ. τινάζω [< 1, 3, 5: αρχ. πέταλον]
  • πεταλοειδής , ής, ές πε-τα-λο-ει-δής επίθ. (λόγ.): που μοιάζει με πέταλο: ~ής: μαγνήτης/(ΑΝΑΤ.) νεφρός. ~ής: οδός. Βλ. -ειδής. [< μτγν. πεταλοειδής]
  • πεταλόσχημος , η, ο πε-τα-λό-σχη-μος επίθ.: πεταλοειδής.
  • πεταλούδα πε-τα-λού-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. έντομο της τάξης των λεπιδόπτερων με στενόμακρο σώμα, μακριές κεραίες και χρωματιστά ή πολύχρωμα φτερά: νυκτόβια ~ (= νυχτο~). ~ μονάρχης (: είδος ~ας με χαρακτηριστικά πορτοκαλί και μαύρα σχέδια). Ο βιολογικός κύκλος της ~ας (: αβγό, κάμπια, χρυσαλλίδα, ακμαίο). Συλλογή από ~ες. 2. ΑΘΛ. στιλ κολύμβησης, κατά το οποίο το σώμα είναι σε πρηνή θέση και τα χέρια κινούνται ταυτόχρονα και κυκλικά από πίσω προς τα εμπρός, ενώ τα πόδια προς τα πάνω και κάτω: ~ ανδρών/γυναικών. Κατέκτησε το χρυσό στα 100μ. ~. Βλ. ελεύθερο, πρόσθιο, ύπτιο. 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει με τα φτερά του συγκεκριμένου εντόμου: γυαλιά (βλ. νυχτερίδα)/μαχαίρι (: πτυσσόμενος σουγιάς) ~. Βλ. παπιγιόν.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ γκαζιού (: σε οχήματα).|| Ψάρεμα με ~ (: τεχνητό δόλωμα από δύο χρωματιστές μεταλλικές λεπίδες που περιστρέφονται γύρω από μεταλλικό σύρμα). 4. ΙΑΤΡ. μικρός φλεβικός καθετήρας για χορήγηση ορού, αίματος ή φαρμάκου χωρίς χρήση βελόνας. 5. ΙΧΘΥΟΛ. ψάρι του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Carassius auratus gibelio) που ζει σε περιοχές με πυκνή υδρόβια βλάστηση και λασπώδη πυθμένα. ● Υποκ.: πεταλουδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: πεταλούδα/πεταλουδίτσα της νύχτας (ευφημ.): ιερόδουλη., φαινόμενο της πεταλούδας & θεωρία/σύνδρομο της πεταλούδας: ΜΑΘ. (στη θεωρία του χάους) η ιδέα ότι μια μικρή αλλαγή στις αρχικές συνθήκες ενός δυναμικού συστήματος μπορεί να οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε σημαντικά διαφορετικές εξελίξεις από αυτές που θα προέκυπταν, αν δεν είχε συμβεί η μεταβολή. [< αγγλ. butterfly effect, 1976] [< μεσν. πεταλούδα 2: αγγλ. butterfly, 1936]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

καρφί

καρφί καρ-φί ουσ. (ουδ.) {καρφ-ιού | -ιών} 1. εξάρτημα, συνήθ. μεταλλικό, σε σχήμα μικρής ράβδου, συχνά με επίπεδη στρογγυλή κεφαλή και αιχμηρή άκρη, που χρησιμοποιείται ως συνδετικό υλικό δύο επιφανειών ή για το κρέμασμα ενός αντικειμένου· κατ' επέκτ. καθετί με παρόμοιο σχήμα: σκουριασμένο/χοντρό ~. Ξύλινα/σιδερένια ~ιά. ~ με γάντζο/κρίκο. Η μύτη του ~ιού. Σανίδες ενωμένες με ~ιά. Βάζω ένα ~ στον τοίχο με σφυρί (βλ. καρφώνω). Βγάζω το ~ με λοστό/τανάλια. ΣΥΝ. ήλος. Πβ. πρόκα. Βλ. βίδα, καβίλια, καρφοβελόνα, μπετονόκαρφο, πινέζα, πριτσίνι, τζινέτι.|| Ελαστικά/(αθλητικά/ορειβατικά) παπούτσια με ~ιά (= τάπες). (ΜΑΓΕΙΡ.-ΖΑΧΑΡ.) ~ιά γαρίφαλο (βλ. μοσχοκάρφι). (ΙΑΤΡ., ορθοπαιδικό υλικό για την αντιμετώπιση καταγμάτων:) Έχει ~ιά στα πόδια (βλ. λάμα). 2. (μτφ.) οτιδήποτε ενοχλεί πάρα πολύ ή πληγώνει κάποιον: ~ στην καρδιά. 3. (μτφ.-προφ.-μειωτ.) καταδότης: Δεν τον εμπιστεύομαι, είναι μεγάλο ~. Πβ. προδότης, σπιούνος, χαφιές.|| (οικ.) Τι ~ που είσαι! Πβ. μαρτυριάρης. 4. (μτφ.-προφ.) υπονοούμενο: Πβ. ταβανόπροκα. ΣΥΝ. καρφωτή (2), μπηχτή, σπόντα (1), υπαινιγμός 5. ΑΘΛ. (συνήθ. στο βόλεϊ κ. στο τένις) δυνατό ευθύβολο χτύπημα της μπάλας, με κατεύθυνση προς το τερέν του αντιπάλου· συνεκδ. η αντίστοιχη ικανότητα παίκτη. Βλ. κάρφωμα, σερβίς.|| Έχει πολύ δυνατό ~. ● Υποκ.: καρφάκι (το): στη σημ. 1: (μτφ.) μαλλιά ~ια. ● Μεγεθ.: καρφάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: καρφιά ρόκα βλ. ρόκα1 ● ΦΡ.: δεν μου καίγεται καρφί & καρφί/καρφάκι δεν μου καίγεται: (προφ.) δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου, αδιαφορώ πλήρως: Ας κάνει ό,τι θέλει· ~ ~! ~ ~ τι λένε οι άλλοι για μένα! ~ ~ γι' αυτόν πια! Πβ. ζαμανφού. ΣΥΝ. (δεν μου κάνει) ούτε κρύο ούτε ζέστη, είχα μια φαγούρα/καούρα/σκοτούρα/καΐλα, σκασίλα μου/είχα μια σκασίλα, το ίδιο είναι/(μου) κάνει, καρφί (ως επίρρ., μτφ.-προφ.): κατευθείαν: Πάμε ~ (= καρφωτοί) για πρωτιά! Πβ. ντουγρού., καρφί στο μάτι: αιτία φθόνου ή πρόξενος προβλημάτων. Πβ. αγκάθι., μια στο καρφί (και) μια στο πέταλο: εναλλαγή επίκρισης και επαίνου: Βαράει/χτυπάει ~ ~. Βλ. καρότο και μαστίγιο., αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά βλ. σπόντα, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα βλ. κάρβουνο, τα κάνω γυαλιά καρφιά/λίμπα/λαμπόγυαλο/μπίλιες βλ. γυαλί, το τελευταίο καρφί στο φέρετρο βλ. φέρετρο [< μεσν. καρφί(ν) 5: αγγλ. smash]

κερκίδα

κερκίδα κερ-κί-δα ουσ. (θηλ.) 1. (σε αθλητικές εγκαταστάσεις, γήπεδα και αρχαία θέατρα) καθεμία από τις σειρές καθισμάτων ή θέσεων, που διατάσσονται βαθμιδωτά και βρίσκονται μεταξύ δύο διαδρόμων ή κλιμάκων· ο χώρος όπου κάθονται οι θεατές και συνεκδ. το σύνολό τους: μεταλλική/πτυσσόμενη/σκεπαστή/τσιμεντένια ~.Το άνω/κάτω διάζωμα της κεντρικής ~ας. Οικογενειακή ~ (: με ελεύθερη είσοδο ή με μειωμένο εισιτήριο για παιδιά έως δώδεκα ετών που συνοδεύονται από τους γονείς τους).|| Άδειες/γεμάτες/κατάμεστες ~ες. Η ~ μιας ομάδας (: οι οπαδοί της). Πβ. εξέδρα. 2. ΑΝΑΤ. το εξωτερικό από τα δύο οστά του πήχη του χεριού: ~ και ωλένη. Βλ. αγκώνας, καρπός. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. τριγωνική κατασκευή, καθένα από τα δύο μισά του αετώματος: αριστερή/δεξιά ~. 4. (σπάν.-λόγ.) σαΐτα αργαλειού. 5. ΒΟΤ. (σπάν.) κουτσουπιά. ● ΦΡ.: κάνω κερκίδα (προφ.): (για αθλητικούς αγώνες ή άλλους είδους θεάματα) υποστηρίζω κάποιον, δημιουργώντας ενθουσιώδη ατμόσφαιρα, συνήθ. με συνθήματα και πανό. [< μτγν. κερκίς]

μίσχος

μίσχος μί-σχος ουσ. (αρσ.) 1. (λόγ.) λεπτό στέλεχος που ενώνει το φύλλο ή το άνθος ή σπανιότ. τον καρπό με το υπόλοιπο σώμα του φυτού ή με τη γη: ο ~ του κυκλάμινου/της παπαρούνας/των σταφυλιών/των χρυσανθέμων. ΣΥΝ. κοτσάνι, τσουνί (1) 2. ΙΑΤΡ. επιμήκης ανατομική δομή που μοιάζει με μίσχο φυτού: αγγειακός ~. ~ της υπόφυσης. [< 1: μτγν. μίσχος]

παπιγιόν

παπιγιόν πα-πι-γιόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & παπιόν: είδος επίσημου λαιμοδέτη που δένεται σε σχήμα φιόγκου και μοιάζει με πεταλούδα: Φορούσε ~ και σμόκιν. Βλ. γραβάτα. [< γαλλ. papillon]

τινάζω

τινάζω τι-νά-ζω ρ. (μτβ.) {τίνα-ξα, -ξει, -χτηκα (λόγ.) -χθηκα, -χτεί (λόγ.) -χθεί, -γμένος, τινάζ-οντας, -όμενος} 1. κουνώ απότομα και συνήθ. επαναλαμβανόμενα, τραντάζω: ~ (ελαφρά/νευρικά) το κεφάλι/τα μαλλιά μου. ~ξε το χέρι του. Το πουλάκι ~ξε (πάνω κάτω) τα φτερά του.|| ~ την κουβέρτα/τα ρούχα/το σεντόνι/το τραπεζομάντιλο/τα χαλιά.|| ~ τη σκόνη από τα βιβλία (πβ. ξεσκονίζω).|| ~ το δέντρο να πέσουν οι ελιές. Πβ. ραβδίζω. 2. πετώ μακριά και με δύναμη: Το άλογο ~ξε τον αναβάτη στον αέρα.|| (προφ.) Τον ~ξε το ρεύμα (: έπαθε ηλεκτροπληξία).|| (μτφ.) ~ από πάνω μου τα κατάλοιπα του παρελθόντος (πβ. απο~). ● Παθ.: τινάζομαι: αναπηδώ, πετιέμαι πάνω από ανησυχία, έκπληξη ή/και φόβο: Βλέπει εφιάλτες και ~εται στον ύπνο του. Με το που το άκουσε, ~χτηκε (όρθιος) σαν να είχε φάει γροθιά/σαν να τον τσίμπησε φίδι/ως το ταβάνι. Με το μπαμ, ~χτήκαμε όλοι έξω να δούμε τι γίνεται. Ο θόρυβος την έκανε να ~χτεί από την καρέκλα/έντρομη. Βλ. σκιρτώ.|| (μτφ.) Η δημοτικότητά του/η κυκλοφορία του περιοδικού ~χτηκε (= εκτινάχθηκε) στα ύψη. ● ΦΡ.: τα τίναξε/τίναξε τα πέταλα (προφ.-ειρων.): (για πρόσ.) πέθανε· (για μηχάνημα, συσκευή) σταμάτησε να λειτουργεί, χάλασε. ΣΥΝ. τα κακάρωσε, τα τέζαρε/τέντωσε/τσίτωσε, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα (προφ.): τον σκοτώνω, πυροβολώντας τον στο κεφάλι: ~ξε τα μυαλά του ~ (= αυτοκτόνησε)., πετάγομαι/τινάζομαι σαν ελατήριο βλ. ελατήριο, τινάζω (κάτι/κάποιον) στον αέρα βλ. αέρας, τινάζω την μπάνκα στον αέρα βλ. μπάνκα [< μεσν. τινάζω]

φως

φως [φῶς] ουσ. (ουδ.) {φωτ-ός | φώτ-α, -ων} 1. ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται από φυσική ή τεχνητή πηγή και διεγείρει την όραση· συνεκδ. η αντίστοιχη πηγή: αμυδρό/απαλό/άπλετο/αχνό/διάχυτο/δυνατό/εκτυφλωτικό/έντονο/ηλιακό/καθαρό/λαμπερό/ορατό/υπεριώδες ~. Ανάκλαση/ανάλυση/(ευθύγραμμη) διάδοση/διάθλαση/πόλωση/ταχύτητα του ~ός. Ακτίνα/δέσμη/κύματα/φάσμα ~ός. Το ~ των αστεριών/του Ήλιου/της Σελήνης. Εκπέμπω ~ (πβ. ακτινοβολώ, λάμπω, φωτίζω). Ξεκίνησαν το ταξίδι με το πρώτο ~ της ημέρας (: το χάραμα).|| Ηλεκτρικό ~. Το ~ της λάμπας/του φάρου. Τα ~α του δρόμου/της πόλης. Τα ~α (= τα φανάρια) της Τροχαίας (Κύπρος). Φωτογραφίζω κόντρα στο ~. Βλ. ημίφως, σκοτάδι.|| Διακόπτης ~ός. Ανάβω/κλείνω/σβήνω το ~. Ανοιχτά/πολύχρωμα/χαλασμένα/χαμηλωμένα ~α. (σε μηχανήματα:) ~α εργασίας. Βλ. γλόμπος, λάμπα, λαμπτήρας, λυχνία.|| (μτφ.) Τα ~α της ράμπας (: το θέατρο, η θεατρική ζωή). 2. (συνεκδ.) η αίσθηση της όρασης: Έχασε/ξαναβρήκε το ~ του. 3. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) η γνώση, η εμπειρία, κάποιου συνήθ. πάνω σε έναν τομέα: Έχω ένα πρόβλημα και χρειάζομαι τα ~α σας.|| Πόλη/χώρα που (μετ)έδωσε τα ~α του πολιτισμού στον κόσμο. 4. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) το ενδιαφέρον των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης για κάποιον/κάτι: Όλα τα ~α είναι στραμμένα στον τελικό του Κυπέλλου. 5. οτιδήποτε διαφωτίζει τον άνθρωπο: το ~ της αγάπης/ειρήνης. Το αιώνιο ~ της αλήθειας.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το ~ του κόσμου (= ο Χριστός). Το ~ της Βασιλείας των Ουρανών/του Λόγου του Θεού. ● Υποκ.: φωτάκι (το): ΣΥΝ. λαμπάκι ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Φως: ΕΚΚΛΗΣ. το φως της Ανάστασης που λαμβάνεται από τον Πανάγιο Τάφο το μεσημέρι του Μ. Σαββάτου: το θαύμα/η τελετή αφής του ~ου ~ός., λευκό φως: ΦΥΣ. που περιέχει όλα τα μήκη κύματος του ορατού φάσματος με την ίδια περίπου ένταση όπως το ηλιακό φως., ο Αιώνας των Φώτων: η εποχή του Διαφωτισμού., πράσινο φως (μτφ.): άδεια, έγκριση: Δόθηκε το ~ ~ στο νέο νομοσχέδιο. Η κυβέρνηση άναψε/έδωσε ~ ~ για την έναρξη των συνομιλιών με τους ... Πήρε το ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. [< αγγλ. green light, 1937] , φως ασφαλείας: φωτισμός που εξακολουθεί να λειτουργεί σε περίπτωση διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος: ηλιακό ~ ~., φώτα διασταύρωσης & μεσαία φώτα: μπροστινοί προβολείς οχήματος τους οποίους οι οδηγοί υποχρεούνται να ανάβουν μισή ώρα μετά τη δύση του Ηλίου., φώτα έκτακτης/επείγουσας ανάγκης & φώτα κινδύνου: αλάρμ., φώτα θέσης & μικρά φώτα & (σπάν.) φώτα στάσης: τα φώτα τoυ oχήματoς πoυ χρησιμoπoιoύνται για να διακρίνεται αυτό και τo πλάτoς τoυ: ~ ~ μπρoστά/πίσω., φώτα πορείας & μεγάλα φώτα & φανοί πορείας: μπροστινά φώτα οχήματος (ή σκάφους) για επαρκή φωτισμό σε απόσταση τουλάχιστον εκατό μέτρων. [< γερμ. Fernlicht] , άκτιστο(ν) φως βλ. άκτιστος, διασπορά του φωτός βλ. διασπορά, έτος φωτός βλ. έτος, ζωδιακό φως βλ. ζωδιακός, η πόλη του φωτός βλ. πόλη, ήχος και φως βλ. ήχος, παλμικό φως βλ. παλμικός, φως ιλαρόν βλ. ιλαρός ● ΦΡ.: είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου (μτφ.): (για πρόσ.) γεννήθηκε ή (για πράγμα) κυκλοφόρησε ή ανακαλύφθηκε: ~ ~ πριν από σαράντα χρόνια.|| Το δεύτερο βιβλίο του μόλις ~ ~.|| Ένα σημαντικό εύρημα ~ ~ κατά τις ανασκαφές., μου άλλαξε τα φώτα & τα πετρέλαια/τα πέταλα (προφ.): κάποιος ή κάτι με ταλαιπώρησε πολύ: Οι παίκτες ~ξαν ~ στην αντίπαλη ομάδα. Οι αυξήσεις των τιμών μάς ~ξαν ~. ΣΥΝ. μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; (εμφατ.): ως έκφραση που δηλώνει ότι όλοι θα ήθελαν να τους συμβεί κάτι πολύ καλό ή να λυθεί κάποιο πρόβλημά τους., ρίχνω φως 1. φωτίζω: Ρίξε μου λίγο ~ με τον φακό. 2. (μτφ.) ξεκαθαρίζω, διαλευκαίνω: Η έρευνα ~ξε ~ στο ζήτημα/στην υπόθεση. Πβ. ξεδιαλύνω., στο φως: για κάτι που αποκαλύπτεται, δημοσιοποιείται: Η έρευνα έφερε ~ ~ νέα στοιχεία για την υπόθεση. Η αλήθεια πρέπει να βγει ~ ~.|| Όλα ~ ~! Βγήκαν/ήρθαν ~ ~ (: στην επιφάνεια) απόρρητα έγγραφα., υπό το φως (λόγ.) & κάτω από το φως 1. (μτφ.) από την οπτική γωνία, από τη σκοπιά: Το δικαστήριο θα επανεξετάσει την απόφαση ~ ~ των νέων αποκαλύψεων/στοιχείων. Οι σχέσεις των δύο χωρών θα πρέπει να εξεταστούν ~ ~ των πρόσφατων εξελίξεων. 2. με το φως: Δείπνο ~ ~ των κεριών/του φεγγαριού. [< γαλλ. à la lumière] , φως μου!: προσφώνηση προσφιλούς, οικείου προσώπου: Σ' αγαπώ ~ ~!, (είναι) φως φανάρι! βλ. φανάρι, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, γενηθήτω φως (και εγένετο φως) βλ. γενηθήτω, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. φῶς, γαλλ. lumière, αγγλ. light]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.