Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πίτουρο πί-του-ρο ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) πίτυρο(ν): φλοιός που αποβάλλεται από σπόρους αλεσμένων σιτηρών∙ χρησιμοποιείται και ως ζωοτροφή: ~ βρόμης/ρυζιού. Βλ. δημητριακά. ● ΦΡ.: ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι βλ. ακριβός, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω [< αρχ. πίτυρον]

ακριβός

ακριβός, ή, ό [ἀκριβός] α-κρι-βός επίθ. 1. που έχει υψηλή τιμή, κοστίζει πολύ: ~ός: εξοπλισμός/λογαριασμός (πβ. αλμυρός, τσουχτερός). ~ό: αυτοκίνητο/εισιτήριο/ενοίκιο/νόμισμα/πετρέλαιο/(κυριολ. κ. μτφ.) τίμημα. Πολύ ~ό δώρο (: απαγορευτικά ~ό, πανάκριβο). ~ές: τιμές (ΑΝΤ. προσιτές). ~ά: αρώματα (= πολυτελείας)/κοσμήματα (βλ. πολύτιμα)/υλικά. Βλ. παν-, χιλι-άκριβος. ΑΝΤ. οικονομικός (2), φτηνός (1) 2. που έχει ή απαιτεί πολλά έξοδα, πολυέξοδος: ~ός: γάμος. ~ή: ζωή. ~ό: σπορ/ταξίδι. ~ές: διακοπές. Πβ. δαπανηρός, πολυδάπανος. ΑΝΤ. φτηνός (2) 3. που προσφέρει προϊόντα, υπηρεσίες σε υψηλή τιμή: ~ός: τεχνίτης. ~ό: εστιατόριο/μαγαζί/νησί/ξενοδοχείο/(ιδιωτικό) σχολείο. ~ή περιοχή (: απλησίαστη, με υψηλό κόστος ζωής ή με ακίνητα σε υψηλές τιμές). ΑΝΤ. φτηνός (3) 4. (μτφ.) πολύτιμος, λατρευτός, πολυαγαπημένος: ~ό: προνόμιο.|| (κυρ. ως προσφών.-παλαιότ.) ~έ μου φίλε, ~ή μου αγάπη! ● Υποκ.: ακριβούτσικος , η/ια, ο ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα βλ. χρήμα ● ΦΡ.: ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος είναι σπάταλος σε ευτελή πράγματα και φειδωλός σε σημαντικά., έχει ακριβά τα λόγια του: είναι ολιγόλογος., πουλώ ακριβά το τομάρι/το πετσί μου βλ. τομάρι ● βλ. ακριβά [< μεσν. ακριβός, γαλλ. cher]

ανακατεύω

ανακατεύω [ἀνακατεύω] α-να-κα-τεύ-ω ρ. (μτβ.) {ανακάτ-εψα, -εύτηκα, -εμένος, ανακατεύ-οντας} & (λαϊκό) ανακατώνω 1. ανακινώ κάτι, το αναμειγνύω με κάτι άλλο, συνήθ. με περιστροφικές κινήσεις: ~ τα αβγά με το λεμόνι/το νερό με τη ζάχαρη/τα υλικά/το φαΐ. ~ απαλά/γρήγορα/καλά/προσεκτικά. (σε συνταγές:) ~ετε το μείγμα με ξύλινη κουτάλα/σε χαμηλή φωτιά/στο μίξερ/στο μπολ, μέχρι να πήξει. ~εψε τα χρώματα μεταξύ τους/στην παλέτα. Πβ. αναδεύω. 2. (μτφ.) συνδέω ετερόκλιτα στοιχεία μεταξύ τους: ~ει το παραδοσιακό με το σύγχρονο/ποικίλα μουσικά είδη (ΑΝΤ. διαχωρίζω, ξεχωρίζω). Λαοί/πληθυσμοί που ~εύτηκαν (βλ. συγχωνεύω).|| Γιατί ~εις άσχετα θέματα στη συζήτηση; 3. διαταράσσω την τάξη, αναστατώνω, μπερδεύω: ~ τις σημειώσεις. Μην ~εις τα πράγματά μου (: μην τα κάνεις άνω-κάτω. ΑΝΤ. συγυρίζω, τακτοποιώ)! Το αεράκι ~ευε τα μαλλιά μας.|| (μτφ.) Τα 'χω ~έψει όλα μέσα μου/είναι όλα ανακατεμένα στο μυαλό μου και δεν βγάζω άκρη (πβ. συγχέω). Ήρθε να ~έψει/~ώσει την κατάσταση/τα πράγματα (: να προκαλέσει αναστάτωση). 4. εμπλέκω: Μη με ~εις, σε παρακαλώ! Εμένα τι με ~ετε στις προσωπικές σας υποθέσεις; Τον ~εψαν στο σκάνδαλο. 5. προκαλώ τάση για εμετό: Αυτό που έφαγα με ~εψε/μου ~εψε το στομάχι. ● Παθ.: ανακατεύομαι 1. (μτφ.) αναμειγνύομαι, μπλέκομαι: Τι θέλω και ~ σε ξένα χωράφια; Μην ~εσαι στη ζωή μου/στις δουλειές μου (= μην επεμβαίνεις, μη χώνεις τη μύτη σου)! Ουδέποτε ~εύτηκα με την πολιτική! Έχει ~ευτεί σε/με παράνομες δραστηριότητες.|| ~εύτηκε (= μπερδεύτηκε) με το πλήθος και χάθηκε. 2. έχω τάση για έμετο, νιώθω αναγούλα και κατ' επέκτ. αηδία, αποστροφή: ~ στο αεροπλάνο/αυτοκίνητο. Το πλοίο κουνούσε και ~εύτηκα. Άρχισα να ~ από το άγχος. ● ΦΡ.: ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά 1. αλλάζω τη σειρά των τραπουλόχαρτων: Κόβω, μοιράζω και ~ ~. 2. & ξαναμοιράζω την τράπουλα: (μτφ.) προκαλώ, επιφέρω αλλαγές, κάνω αναδιανομή ρόλων: Η ανάδυση νέων πολιτικών δυνάμεων ~εψε ~ της εξουσίας. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) Ο προπονητής ~εψε ~ (: άλλαξε τη θέση των παικτών ή το σύστημα παιχνιδιού)., όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες (παροιμ.): όποιος αναμειγνύεται σε ξένες ή επικίνδυνες υποθέσεις, βρίσκεται στο τέλος μπλεγμένος., μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα βλ. γυρίζω, μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου βλ. πόδι [< μεσν. ανακατώνω]

δημητριακά

δημητριακά δη-μη-τρι-α-κά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. δημητριακό}: ΒΟΤ. ετήσια ή διετή ποώδη φυτά και κυρ. οι αμυλούχοι σπόροι τους (βρόμη, καλαμπόκι, κριθάρι, ρύζι, σίκαλη, σιτάρι), οι οποίοι αποτελούν βασικό είδος τροφής για ανθρώπους και ζώα: αλεσμένα/αναποφλοίωτα/βιολογικά/επεξεργασμένα/πλήρη ~. ~ ολικής αλέσεως για πρωινό. Όσπρια και ~. Μπάρα/νιφάδες (βλ. κορν φλέικς) ~ών. Πβ. γεννήματα. Βλ. σπαρτά.|| (ως επίθ.) ~ά: προϊόντα. ΣΥΝ. σιτηρά [< μτγν. δημητριακός ‘που ανήκει στη θεά Δήμητρα’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.