πίτουρο πί-του-ρο ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) πίτυρο(ν): φλοιός που αποβάλλεται από σπόρους αλεσμένων σιτηρών∙ χρησιμοποιείται και ως ζωοτροφή: ~ βρόμης/ρυζιού. Βλ. δημητριακά. ● ΦΡ.: ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι βλ. ακριβός, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω [< αρχ. πίτυρον]
ακριβός
ακριβός, ή, ό [ἀκριβός] α-κρι-βός επίθ. 1. που έχει υψηλή τιμή, κοστίζει πολύ: ~ός: εξοπλισμός/λογαριασμός (πβ. αλμυρός, τσουχτερός). ~ό: αυτοκίνητο/εισιτήριο/ενοίκιο/νόμισμα/πετρέλαιο/(κυριολ. κ. μτφ.) τίμημα. Πολύ ~ό δώρο (: απαγορευτικά ~ό, πανάκριβο). ~ές: τιμές (ΑΝΤ. προσιτές). ~ά: αρώματα (= πολυτελείας)/κοσμήματα (βλ. πολύτιμα)/υλικά. Βλ. παν-, χιλι-άκριβος. ΑΝΤ. οικονομικός (2), φτηνός (1) 2. που έχει ή απαιτεί πολλά έξοδα, πολυέξοδος: ~ός: γάμος. ~ή: ζωή. ~ό: σπορ/ταξίδι. ~ές: διακοπές. Πβ. δαπανηρός, πολυδάπανος. ΑΝΤ. φτηνός (2) 3. που προσφέρει προϊόντα, υπηρεσίες σε υψηλή τιμή: ~ός: τεχνίτης. ~ό: εστιατόριο/μαγαζί/νησί/ξενοδοχείο/(ιδιωτικό) σχολείο. ~ή περιοχή (: απλησίαστη, με υψηλό κόστος ζωής ή με ακίνητα σε υψηλές τιμές). ΑΝΤ. φτηνός (3) 4. (μτφ.) πολύτιμος, λατρευτός, πολυαγαπημένος: ~ό: προνόμιο.|| (κυρ. ως προσφών.-παλαιότ.) ~έ μου φίλε, ~ή μου αγάπη! ● Υποκ.: ακριβούτσικος , η/ια, ο ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα βλ. χρήμα ● ΦΡ.: ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος είναι σπάταλος σε ευτελή πράγματα και φειδωλός σε σημαντικά., έχει ακριβά τα λόγια του: είναι ολιγόλογος., πουλώ ακριβά το τομάρι/το πετσί μου βλ. τομάρι ● βλ. ακριβά [< μεσν. ακριβός, γαλλ. cher]
ανακατεύω
ανακατεύω [ἀνακατεύω] α-να-κα-τεύ-ω ρ. (μτβ.) {ανακάτ-εψα, -εύτηκα, -εμένος, ανακατεύ-οντας} & (λαϊκό) ανακατώνω 1. ανακινώ κάτι, το αναμειγνύω με κάτι άλλο, συνήθ. με περιστροφικές κινήσεις: ~ τα αβγά με το λεμόνι/το νερό με τη ζάχαρη/τα υλικά/το φαΐ. ~ απαλά/γρήγορα/καλά/προσεκτικά. (σε συνταγές:) ~ετε το μείγμα με ξύλινη κουτάλα/σε χαμηλή φωτιά/στο μίξερ/στο μπολ, μέχρι να πήξει. ~εψε τα χρώματα μεταξύ τους/στην παλέτα. Πβ. αναδεύω.2. (μτφ.) συνδέω ετερόκλιτα στοιχεία μεταξύ τους: ~ει το παραδοσιακό με το σύγχρονο/ποικίλα μουσικά είδη (ΑΝΤ. διαχωρίζω, ξεχωρίζω). Λαοί/πληθυσμοί που ~εύτηκαν (βλ. συγχωνεύω).|| Γιατί ~εις άσχετα θέματα στη συζήτηση;3. διαταράσσω την τάξη, αναστατώνω, μπερδεύω: ~ τις σημειώσεις. Μην ~εις τα πράγματά μου (: μην τα κάνεις άνω-κάτω. ΑΝΤ. συγυρίζω, τακτοποιώ)! Το αεράκι ~ευε τα μαλλιά μας.|| (μτφ.) Τα 'χω ~έψει όλα μέσα μου/είναι όλα ανακατεμένα στο μυαλό μου και δεν βγάζω άκρη (πβ. συγχέω). Ήρθε να ~έψει/~ώσει την κατάσταση/τα πράγματα (: να προκαλέσει αναστάτωση).4. εμπλέκω: Μη με ~εις, σε παρακαλώ! Εμένα τι με ~ετε στις προσωπικές σας υποθέσεις; Τον ~εψαν στο σκάνδαλο.5. προκαλώ τάση για εμετό: Αυτό που έφαγα με ~εψε/μου ~εψε το στομάχι. ● Παθ.: ανακατεύομαι1. (μτφ.) αναμειγνύομαι, μπλέκομαι: Τι θέλω και ~ σε ξένα χωράφια; Μην ~εσαι στη ζωή μου/στις δουλειές μου (= μην επεμβαίνεις, μη χώνεις τη μύτη σου)! Ουδέποτε ~εύτηκα με την πολιτική! Έχει ~ευτεί σε/με παράνομες δραστηριότητες.|| ~εύτηκε (= μπερδεύτηκε) με το πλήθος και χάθηκε.2. έχω τάση για έμετο, νιώθω αναγούλα και κατ' επέκτ. αηδία, αποστροφή: ~ στο αεροπλάνο/αυτοκίνητο. Το πλοίο κουνούσε και ~εύτηκα. Άρχισα να ~ από το άγχος. ● ΦΡ.: ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά1. αλλάζω τη σειρά των τραπουλόχαρτων: Κόβω, μοιράζω και ~ ~.2. & ξαναμοιράζω την τράπουλα: (μτφ.) προκαλώ, επιφέρω αλλαγές, κάνω αναδιανομή ρόλων: Η ανάδυση νέων πολιτικών δυνάμεων ~εψε ~ της εξουσίας. (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) Ο προπονητής ~εψε ~ (: άλλαξε τη θέση των παικτών ή το σύστημα παιχνιδιού)., όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες (παροιμ.): όποιος αναμειγνύεται σε ξένες ή επικίνδυνες υποθέσεις, βρίσκεται στο τέλος μπλεγμένος., μου γυρίζει/μου ανακατεύεται το στομάχι/μου γυρίζουν τ' άντερα βλ. γυρίζω, μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου βλ. πόδι [< μεσν. ανακατώνω]
δημητριακά
δημητριακά δη-μη-τρι-α-κά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. δημητριακό}: ΒΟΤ. ετήσια ή διετή ποώδη φυτά και κυρ. οι αμυλούχοι σπόροι τους (βρόμη, καλαμπόκι, κριθάρι, ρύζι, σίκαλη, σιτάρι), οι οποίοι αποτελούν βασικό είδος τροφής για ανθρώπους και ζώα: αλεσμένα/αναποφλοίωτα/βιολογικά/επεξεργασμένα/πλήρη ~. ~ ολικής αλέσεως για πρωινό. Όσπρια και ~. Μπάρα/νιφάδες (βλ. κορν φλέικς) ~ών. Πβ. γεννήματα. Βλ. σπαρτά.|| (ως επίθ.) ~ά: προϊόντα. ΣΥΝ. σιτηρά [< μτγν. δημητριακός ‘που ανήκει στη θεά Δήμητρα’]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.