Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • παθητικό πα-θη-τι-κό ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΝ. -ΛΟΓΙΣΤ. το σύνολο των υποχρεώσεων, δηλ. οφειλών, χρεών, μιας επιχείρησης προς τρίτους (ασφαλιστικούς οργανισμούς, Δημόσιο, υπαλλήλους, προμηθευτές, τράπεζες): βραχυπρόθεσμο/μακροπρόθεσμο/μεσοπρόθεσμο ~. Το ~ της εταιρείας ανέρχεται σε .../υπερβαίνει το ποσό των ... ευρώ. Δεσμεύτηκε ότι θα καλυφθεί το ~. Βλ. ισολογισμός. ΑΝΤ. ενεργητικό ● ΦΡ.: έχει/εγγράφεται στο παθητικό του/της: του/της καταλογίζεται ως αρνητικό, μείον: Η ομάδα έχει ήδη δύο ήττες ~ ~ της. Η απροθυμία τους εγγράφεται ~ ~ τους. [< γαλλ. passif]
  • παθητικοποίηση πα-θη-τι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) διαδικασία μέσω της οποίας κάποιος γίνεται αδρανής, παθητικός: ~ των πολιτών. Πβ. αδρανοποίηση. 2. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. επιφανειακή κατεργασία μεταλλικών υλικών και σιδηρούχων κραμάτων, η οποία τα καθιστά παθητικά, αυξάνοντας την αντίστασή τους στη διάβρωση. Βλ. αντιδραστικότητα, -ποίηση. [< 2: αγγλ. passivation, 1912, γαλλ. ~, 1930]
  • παθητικοποιώ [παθητικοποιῶ] πα-θη-τι-κο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {παθητικοποι-εί ...| παθητικοποί-ησε, -είται, -ήθηκε, -ημένος, -ώντας} 1. (μτφ.) κάνω κάποιον αδρανή, παθητικό: Πρακτικές που ~ούν τους πολίτες (πβ. αποκοιμίζω). Η στείρα διδασκαλία ~εί τους μαθητές. Πβ. αδρανοποιώ. ΑΝΤ. δραστηριο-, ενεργο-, κινητο-ποιώ. 2. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. καθιστώ ένα μέταλλο παθητικό: Υλικά που ~ούν τη μεταλλική επιφάνεια, ώστε να μην οξειδωθεί. Βλ. -ποιώ. [< 2: αγγλ. passivate, 1913]
  • παθητικός , ή, ό πα-θη-τι-κός επίθ. 1. (για πρόσ.) που δεν συμμετέχει ενεργά, δεν αντιδρά, δεν αντιστέκεται· (για συμπεριφορά) που φανερώνει υποχωρητικότητα ή/και αδράνεια: ~ός: ακροατής/αναγνώστης/δέκτης (της πραγματικότητας)/θεατής/παρατηρητής. ~οί: καταναλωτές/πολίτες. Πβ. αδρανής. ΑΝΤ. δραστήριος.|| ~ή: αντιμετώπιση/αποδοχή (της κατάστασης)/πολιτική (μη παρέμβασης)/στάση/συμμετοχή. (ΑΘΛ.) ~ό: παιχνίδι (: αμυντικό). ΑΝΤ. αντιδραστικός (1), ενεργητικός (1), ενεργός (1) 2. ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με την παθητική φωνή ή την παθητική διάθεση: ~ός: αόριστος/μέλλοντας/παρακείμενος. ~ή: μετοχή/σύνταξη. ~οί: ρηματικοί τύποι. Βλ. μεσο~. ΑΝΤ. ενεργητικός (4) 3. (επιστ.) που επηρεάζεται ή προκαλείται από εξωτερικό παράγοντα, που αποτελεί τον αποδέκτη μιας ενέργειας ή/και δεν διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο σε διαδικασία: (ΙΑΤΡ.) ~ή: ανοσία ή ανοσοποίηση (: με τη χορήγηση έτοιμων αντισωμάτων)/συμφόρηση ή υπεραιμία. Βλ. νευρο~, συμ~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: δορυφόρος (: δεν φέρει ενεργούς πομπούς). ~ή: κεραία (= δέκτης). ~ό: σύστημα (θέρμανσης/ψύξης)/κύκλωμα/φίλτρο (: για προστασία από απότομες αλλαγές τάσης).|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ό: λεξιλόγιο (: το σύνολο των λέξεων που γνωρίζει και κατανοεί κάποιος, αλλά δεν χρησιμοποιεί στην καθημερινή του ομιλία). ~οί: αρθρωτές (δόντια, ουρανίσκος).|| ~ά: μέτρα (π.χ. κοινωνικής προστασίας, όπως επίδομα ανεργίας). Βλ. τηλε~. ΑΝΤ. ενεργητικός (1) 4. ΟΙΚΟΝ. ελλειμματικός: ~ό: εμπορικό ισοζύγιο. Πβ. χρεωστικός. ΑΝΤ. ενεργητικός (2), πιστωτικός, πλεονασματικός (1) 5. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. (για μέταλλο) ανθεκτικό στη διάβρωση, ως αποτέλεσμα παθητικοποίησης. 6. που χαρακτηρίζεται από πάθος: ~ό: τάνγκο/φιλί. Πβ. παθιάρικος, παθιασμένος. ● επίρρ.: παθητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: κυρ. στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: παθητικά ηλιακά συστήματα: ΤΕΧΝΟΛ. κατάλληλα σχεδιασμένα και συνδυασμένα δομικά στοιχεία κτιρίου, που αξιοποιούν την ηλιακή ενέργεια για θέρμανση, δροσισμό και φωτισμό με φυσικό τρόπο: βιοκλιματική αρχιτεκτονική και ~ ~. Βλ. ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα, θερμομόνωση., παθητικά στοιχεία: ΗΛΕΚΤΡ. στοιχεία ηλεκτρικού κυκλώματος που καταναλώνουν, αλλά δεν παράγουν ενέργεια. Βλ. αντιστάτης, δίοδος, πηνίο, πυκνωτής, συσσωρευτής. ΑΝΤ. ενεργητικά στοιχεία [< αγγλ. passive elements, 1965] , παθητική γυμναστική: ΓΥΜΝ. που γίνεται χωρίς συμβατική άσκηση, με τη μέθοδο της ηλεκτροθεραπείας ή θερμοθεραπείας: μηχανήματα/όργανα ~ής ~ής (βλ. ηλεκτροδιεγέρτης, πλατφόρμα δόνησης). [< αγγλ. passive exercise] , παθητική διάθεση: ΓΡΑΜΜ. κατηγορία ρημάτων που δηλώνουν ότι το υποκείμενο παθαίνει κάτι (π.χ. "διανέμεται", "πουλιέται"). Βλ. ενεργητική, μέση, ουδέτερη διάθεση., παθητική δωροδοκία: ΝΟΜ. δωροληψία., παθητική φωνή: ΓΡΑΜΜ. κατηγορία στην οποία ανήκουν όλα τα ρήματα με κατάληξη -μαι στο α' ενικό πρόσωπο της οριστικής ενεστώτα (π.χ. ντύνομαι, χτυπιέμαι). Βλ. ενεργητική φωνή., παθητικός (ομοφυλόφιλος): που έχει τον ρόλο της γυναίκας στο ομοφυλοφιλικό σεξ μεταξύ ανδρών. ΑΝΤ. ενεργητικός (ομοφυλόφιλος) [< γαλλ. homosexuel passif, αγγλ. passive homosexual, 1916] , παθητική αεράμυνα βλ. αεράμυνα, παθητική ασφάλεια βλ. ασφάλεια, παθητική ευθανασία βλ. ευθανασία, παθητική κίνηση βλ. κίνηση, παθητική μάθηση βλ. μάθηση, παθητική μεταφορά βλ. μεταφορά, παθητική πυροπροστασία/πυρασφάλεια βλ. πυροπροστασία, παθητική/ενεργητική αντίσταση βλ. αντίσταση, παθητικό κάπνισμα βλ. κάπνισμα, παθητικός καπνιστής βλ. καπνιστής, καπνίστρια [< αρχ. παθητικός ‘που υφίσταται κάτι, υποφέρει’, γαλλ. passif, αγγλ. passive 2: μτγν. ~ 6: γαλλ. pathétique]
  • παθητικότητα πα-θη-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (αρνητ. συνυποδ.): η ιδιότητα του παθητικού· έλλειψη ενεργητικότητας, αδράνεια: ~ και μοιρολατρία. Πβ. απάθεια. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. passivité]

αεράμυνα

αεράμυνα [ἀεράμυνα] α-ε-ρά-μυ-να ουσ. (θηλ.): ΣΤΡΑΤ. το σύνολο των μέσων ή μέτρων για την αντιμετώπιση εχθρικών αεροπορικών επιθέσεων και η αντίστοιχη υπηρεσία: εθνική ~. Ασκήσεις/(πυραυλικό) σύστημα/συστοιχίες ~ας. Η Πολεμική Αεροπορία διασφαλίζει την ~ (= αεροπορική άμυνα) της χώρας.|| Τα μαχητικά έπληξαν στόχους της εχθρικής ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: παθητική αεράμυνα: το σύνολο των μέτρων που αποσκοπούν στην προστασία του άμαχου πληθυσμού από αεροπορικές επιθέσεις σε καιρό πολέμου. Βλ. καταφύγιο. [< αγγλ. air defence, 1916]

αντιδραστικότητα

αντιδραστικότητα [ἀντιδραστικότητα] α-ντι-δρα-στι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. αντίθεση, αρνητική στάση προς την πρόοδο. Πβ. οπισθοδρομικότητα, σκοταδισμός, συντηρητικότητα. ΑΝΤ. προοδευτικ-, ριζοσπαστικ-ότητα. 2. η ιδιότητα αυτού που εναντιώνεται σε κάτι· ικανότητα αντίδρασης: έμφυτη/εφηβική ~. Πβ. αμφισβήτηση.|| (ΙΑΤΡ.) Αγγειακή/κυτταροτοξική ~. Ορμόνες διασταυρούμενης ~ας. 3. ΧΗΜ. ιδιότητα στοιχείου, μορίου να συμμετέχει σε χημική αντίδραση. Βλ. παθητικοποίηση. [< 1: αγγλ. reactiveness, reactivity 2,3: γαλλ. reactivité, 1944]

αντίσταση

αντίσταση [ἀντίσταση] α-ντί-στα-ση ουσ. (θηλ.) 1. εναντίωση σε απειλητική κατάσταση, δράση, δύναμη· σταθερή αντίδραση: δυναμική/ένοπλη (πβ. άμυνα)/ηρωική/λαϊκή/πολιτική ~ (πβ. εξέγερση, στάση). Η ~ των υπερασπιστών της χώρας. ~ στα νέα μέτρα/στους πειρασμούς. Κάμπτω την ~ κάποιου. Συναντώ ~ στις επιδιώξεις μου. Πρόβαλε σθεναρή ~ μέχρι τέλους. Δεν έφερε καμία ~ (βλ. αντίρρηση). Παραδόθηκε χωρίς ~. Βλ. υποχώρηση.|| (με κεφαλ. το αρχικό Α, οργάνωση που αγωνίζεται ενάντια σε κατοχικές δυνάμεις ή δικτατορικά καθεστώτα:) Μέλος της ~ης (= αντιστασιακός). Έλαβε μέρος στην ~.|| Ακολουθεί τον δρόμο της ελάχιστης ~ης. Βλ. πυρ~. 2. ΗΛΕΚΤΡ. (σύμβ. R) η δυσκολία που προβάλλει ένας αγωγός στη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος, με αποτέλεσμα τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμική και ειδικότ. ο ίδιος ο αγωγός, ο αντιστάτης: δυναμική/επαγωγική/ηλεκτρική/μεταβλητή (βλ. ρεοστάτης)/μιγαδική/στατική/σύνθετη (= εμπέδηση)/φυσική/χαμηλή/ωμική ~. ~ γείωσης (: για μείωση της έντασης τυχόν ρευμάτων διαρροής σε περίπτωση βραχυκυκλώματος)/εισόδου/εξόδου/ηλεκτροδίου/καθόδου/λαμπτήρα/μόνωσης/πυκνωτή/σύρματος.|| Πτώση τάσης στις ~άσεις. Η ~ κάηκε/υπερθερμάνθηκε. Βλ. αγωγιμότητα, μαγνητο~, φωτο~. 3. ΦΥΣ. δύναμη που εναντιώνεται στην κίνηση: (αυξημένη/μειωμένη/υψηλή) αεροδυναμική/μυϊκή/υδροδυναμική ~. ~ τριβής. Η ~ του αέρα/ρευστού. ~ στην κάμψη/στρέψη. 4. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η δυνατότητα ενός οργανισμού να αντιμετωπίζει μόλυνση ή ασθένεια: Το νέφος προκαλεί μειωμένη ~ στα κρυολογήματα. 5. (καταχρ.) αντοχή, ανθεκτικότητα: ~ ενός ιού στα αντιβιοτικά/ενός υλικού στη φωτιά. Το παραβολικό κάτοπτρο έχει μεγάλη ~ στον άνεμο.|| ~ στην αλλαγή/στον χρόνο.|| Έπεσαν οι ~άσεις του και δέχτηκε τον συμβιβασμό (: εξασθένησαν οι αμυντικοί μηχανισμοί). ● ΣΥΜΠΛ.: (Εθνική) Αντίσταση: ΙΣΤ. το σύνολο των οργανώσεων στην Ελλάδα που έδρασαν ενάντια στις δυνάμεις Κατοχής κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο., παθητική/ενεργητική αντίσταση: άρνηση εκτέλεσης εντολής χωρίς βία/με χρήση βίας: Παθητική ~ των εργαζομένων (πβ. ανυπακοή, πάλη).|| Παθητική ~ του καταναλωτή. ● ΦΡ.: αντίσταση κατά της Αρχής: ΝΟΜ. βίαιη απείθεια εναντίον κρατικού οργάνου, ώστε να μην πράξει το καθήκον του: Συνελήφθη για ~ ~ και σωματική βλάβη. [< γαλλ. résistance contre l΄ autorité] , κάνω αντίσταση: δρω οργανωμένα κατά μιας εξουσίας, είμαι μέλος αντιστασιακής οργάνωσης., κρατώ αντίσταση 1. αντιστέκομαι. 2. κρατάω κόντρα., βρίσκει αντίσταση βλ. βρίσκω [< μτγν. ἀντίστασις, γαλλ. résistance]

αντιστάτης

αντιστάτης [ἀντιστάτης] α-ντι-στά-της ουσ. (αρσ.): ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή με ηλεκτρική αντίσταση που χρησιμοποιείται σε ένα κύκλωμα για τη ρύθμιση της λειτουργίας του: (μη) γραμμικός/μεταβλητός ~. ~ συνδεδεμένος παράλληλα/σε σειρά. Συνδεσμολογία ~ών. Βλ. πηνίο, πυκνωτής, -στάτης. [< μτγν. ἀντιστάτης 'αντίπαλος, εχθρός', αγγλ. resistor, 1905]

ασφάλεια

ασφάλεια [ἀσφάλεια] α-σφά-λει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ών} 1. προστασία από κίνδυνο, τραυματισμό, βλάβη, ζημιά, καθώς και τα συναφή προστατευτικά μέτρα: δημόσια/διεθνής/εθνική/εναέρια/εργασιακή/κρατική/νομική/οικονομική/περιβαλλοντική/υγειονομική ~. Πυρηνική/στρατιωτική/συλλογική ~. ~ αεροσκάφους/πλοίου/φορτίου. ~ τροφίμων. Τεχνικοί ~είας. Για μεγαλύτερη ~. Για λόγους ~είας. Η ~ της πόλης/του σπιτιού/των συνόρων. Η στατική ~ της κατασκευής. ~ των καταναλωτών/των πολιτών. Η υγιεινή και ~ των εργαζομένων. Υποδείξεις για ~ από ηλεκτρισμό/σεισμό. Πρόληψη και ~. Βρίσκω/παρέχω ~. Δεν ετέθη σε κίνδυνο η ~ των επιβατών. Απειλείται/διακυβεύεται/εδραιώνεται η ~. Βλ. βιο~, πυρ~. 2. κατάσταση ή αίσθηση απουσίας κινδύνου: συναισθηματική ~. Αίσθημα ~ας. ~ και σιγουριά. Νιώθω ~ στο σπίτι μου. ΑΝΤ. ανασφάλεια 3. (ειδικότ.) διασφάλιση, κατοχύρωση, διαφύλαξη του απορρήτου: (ΝΟΜ.) εμπράγματη ~. Περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως ~ (= εγγύηση) για την αγορά.|| Απόλυτη/αυξημένη/υψηλή ~. ~ επικοινωνίας. ~ πληροφοριών/στοιχείων. Ηλεκτρονικές συναλλαγές με ~ των δεδομένων. 4. βεβαιότητα, σιγουριά: Πρόβλημα που δεν μπορεί να υπολογιστεί με ~. Συμπέρασμα που προκύπτει με ~. Με ~ προβλέπεται ότι … 5. (με κεφαλ. το αρχικό Α) υπηρεσία της Ελληνικής Αστυνομίας, αρμόδια για τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης· συνεκδ. το κτίριο όπου εδρεύει: Γενική/(παλαιότ.) Ειδική ~. Η ~ ερευνά την υπόθεση και εξετάζει όλα τα ενδεχόμενα.|| Ο δράστης/κατηγορούμενος κρατείται/προσήχθη στην ~. Μάρτυρες που κλήθηκαν στην ~, για να εξεταστούν. 6. φρουρά: ιδιωτική ~. Η προσωπική ~ του Υπουργού. Ειδοποιώ την ~ του κτιρίου. Βλ. σεκιούριτι. 7. ασφαλιστική εταιρεία, σύμβαση, ασφαλιστικό ταμείο, γενικότ. ασφάλιση: Η ~ καλύπτει τη ζημιά.|| Ιδιωτική/μικτή/ομαδική/προαιρετική/ταξιδιωτική/υποχρεωτική ~. ~ κλοπής/περίθαλψης/περιουσίας/σύνταξης/υγείας. ~ αυτοκινήτου/μοτοσικλέτας/σκάφους. Εμπειρογνώμονες/μεσίτες ~ών. Κάνω ~ (: υπογράφω συμβόλαιο).|| (για ασφάλιστρα) Πληρώνω την ~. Ακριβή/φτηνή ~.|| (προφ.) Θα εισπράξει την ~ (= την αποζημίωση).|| Έχω ~ (δημοσίου). Βλ. αντ~, τραπεζοασφάλειες. 8. ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή που χρησιμοποιείται για την προστασία ενός ηλεκτρικού κυκλώματος από ρεύμα με ένταση μεγαλύτερη από το κανονικό: Έπεσε/κάηκε η ~ (του γενικού διακόπτη). Συσκευές με ενσωματωμένη αυτόματη ~ κατά της υπερθέρμανσης. Βλ. ρελέ. 9. μηχανισμός για προστασία, αποτροπή βλάβης, ανεπιθύμητης ή επικίνδυνης λειτουργίας: Η ~ του όπλου (: που εμποδίζει την τυχαία εκπυρσοκρότησή του).|| (σε αυτοκίνητο) Κλείνω την πόρτα και βάζω ~.ασφαλείας (λόγ.): για να χαρακτηριστεί κάτι που παρέχει προστασία: διακόπτης/συναγερμός/φωτιστικά ~. Ρολά ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Αντίγραφα ~ (= μπακ-απ). Κενό ασφαλείας. Κωδικός ~ (= πάσγουορντ ή πιν). ● ΣΥΜΠΛ.: ασφάλεια ζωής: σύμβαση με ασφαλιστική εταιρεία η οποία αναλαμβάνει τα έξοδα ιατρικής περίθαλψης ή την καταβολή αποζημίωσης, σε περίπτωση θανάτου ή ατυχήματος του ασφαλισμένου. [< γαλλ. assurance (sur la) vie] , ασφάλεια πυρός: ασφάλιση που καλύπτει ενδεχόμενη πυρκαγιά: ~ ~ και άλλων κινδύνων (π.χ. κλοπής/σεισμού). ~ ~ αυτοκινήτου/επιχείρησης/σπιτιού. Παρέχεται ~ ~. (βλ. πυρασφάλεια), δυνάμεις Ασφαλείας: αστυνομικές δυνάμεις επιφορτισμένες με τη διασφάλιση της τάξης. Βλ. ΜΑΤ. [< αγγλ. security forces, 1948] , ενεργειακή ασφάλεια: προστασία από τον κίνδυνο εξάντλησης των αποθεμάτων ενέργειας. [< αγγλ. energy security, 1960], ενεργητική ασφάλεια: που παρέχεται στον οδηγό από τα διάφορα συστήματα του αυτοκινήτου για την αποφυγή ατυχήματος (π.χ. σύστημα πέδησης, ABS, TCS)., κοινωνική ασφάλεια (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Κ,Α): παροχή οικονομικής βοήθειας και υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας από ένα κράτος στους πολίτες: ~ ~ και κοινωνική αρωγή. Δίκαιο (της) ~ής ~ας. Πβ. κοινωνική ασφάλιση., μέτρα ασφαλείας: σύνολο μέτρων για την πρόληψη επαπειλούμενης διατάραξης της δημόσιας τάξης (όπως: κλοπής, κατασκοπείας, τρομοκρατικών ενεργειών): αυστηρά/δρακόντεια/έκτακτα/ισχυρά ~ ~. Ειδικά ~ ~ έλαβε η αστυνομία κατά τη διεξαγωγή του αγώνα. [< αγγλ. security measures, 1952] , οδική ασφάλεια: το σύνολο των μέτρων που αποσκοπούν στην προστασία όσων κινούνται στο οδικό δίκτυο: ~ ~ και κυκλοφοριακή αγωγή. [< αγγλ. road safety, γαλλ. sécurité routière] , παθητική ασφάλεια: που παρέχει η καμπίνα και γενικότ. το αμάξωμα στους επιβάτες σε περίπτωση σύγκρουσης. [< αγγλ. passive security] , πληροφορίες ασφαλείας: (κυρ. σε προϊόντα ή υπηρεσίες) οδηγίες για την διασφάλιση της σωστής χρήσης τους και την προστασία του καταναλωτή ή του χρήστη., Συμβούλιο Ασφαλείας: ΠΟΛΙΤ. μόνιμο Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών, υπεύθυνο για τη διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και ασφάλειας, με πέντε μόνιμα κράτη-μέλη και δέκα επιλεγμένα εκ περιτροπής μεταξύ άλλων κρατών-μελών: Αποφάσεις/ψηφίσματα του ~ίου ~είας. [< αγγλ. Security Council, 1946] , συστήματα ασφαλείας {σπανιότ. στον εν.}: τεχνολογικά προϊόντα διαφόρων ειδών που έχουν ως σκοπό την αποτροπή κινδύνου: ηλεκτρονικά/προηγμένα/σύγχρονα ~ ~. ~ ~ και πυρανίχνευσης/συναγερμού. Πβ. σύστημα προστασίας. [< αγγλ. security systems] , Σώματα Ασφαλείας: το Αστυνομικό, το Λιμενικό και το Πυροσβεστικό Σώμα και το προσωπικό που υπηρετεί στα Σώματα αυτά: Οι Ένοπλες Δυνάμεις και τα ~ ~ (= δημόσια δύναμη)., τιμή ασφαλείας: (κυρ. για αγροτικά προϊόντα) τιμή κάτω από την οποία δεν μπορεί να πωληθεί κάτι: κατώτατη ~ ~., υψίστης ασφαλείας (λόγ.): για να χαρακτηριστεί κάτι που παρέχει τη μέγιστη ασφάλεια: μέτρα/φυλακές ~ ~., φυσική ασφάλεια: το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται για την προστασία του προσωπικού και των δεδομένων μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού από φυσικές καταστροφές. [< αγγλ. physical security] , αντίγραφο ασφαλείας βλ. αντίγραφο, απόσταση ασφαλείας βλ. απόσταση, ασφαλιστική δικλείδα/δικλείδα ασφαλείας βλ. δικλείδα, ζώνη ασφαλείας βλ. ζώνη, κάμερα ασφαλείας βλ. κάμερα, κλειδαριά ασφαλείας βλ. κλειδαριά, πιστοποιητικό ασφαλείας βλ. πιστοποιητικό, πόρτα ασφαλείας βλ. πόρτα, προσωπικό ασφαλείας βλ. προσωπικό, Τάγματα Ασφαλείας βλ. τάγμα, φως ασφαλείας βλ. φως ● ΦΡ.: με ασφάλεια: με τρόπο που να παρέχει προστασία από κίνδυνο: Οδηγώ/ταξιδεύω ~ ~., ησυχία, τάξη και ασφάλεια βλ. ησυχία [< 1: αρχ. ἀσφάλεια 2,3,4,6,7: γαλλ. sécurité, sûreté 5: αγγλ. insurance, γαλλ. assurance]

ευθανασία

ευθανασία [εὐθανασία] ευ-θα-να-σί-α ουσ. (θηλ.): ενέργεια ή πρακτική κατά την οποία προκαλείται ή επιτρέπεται εσκεμμένα ο θάνατος ανθρώπων που πάσχουν από ανίατη νόσο ή τραυματισμό ή που βρίσκονται σε μη αναστρέψιμο κώμα· γίνεται με ανώδυνο τρόπο και συνήθ. μετά από επιθυμία του ασθενή: ακούσια/εκούσια ~. Ένεση ~ας. Έκανε ~. Eπιχειρήματα υπέρ και κατά της ~ας. Χώρες όπου επιτρέπεται η ~.|| (κατ' επέκτ.) ~ αδέσποτων/κατοικιδίων. Βλ. βιοηθική. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργητική ευθανασία: που γίνεται με τη χορήγηση θανατηφόρου σκευάσματος, ώστε να επέλθει η δηλητηρίαση και ο θάνατος., παθητική ευθανασία: που γίνεται με τη διακοπή παροχής βοήθειας (με αποσύνδεση μηχανημάτων υποστήριξης βασικών λειτουργιών της ζωής, μη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής ή αίματος) σε ασθενή, στερώντας του τη δυνατότητα να συνεχίσει να ζει. [< μτγν. εὐθανασία 'καλός, ήσυχος θάνατος', γαλλ. euthanasie, 1907, αγγλ. euthanasia]

ηλεκτροδιεγέρτης

ηλεκτροδιεγέρτης [ἠλεκτροδιεγέρτης] η-λε-κτρο-δι-ε-γέρ-της ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή που προκαλεί ηλεκτροδιέγερση: νευρομυϊκός ~. Χρήση ~η στην αθλητιατρική. [< αγγλ. electrical stimulator]

ισολογισμός

ισολογισμός [ἰσολογισμός] ι-σο-λο-γι-σμός ουσ. (αρσ.): ΟΙΚΟΝ. συγκριτικός πίνακας που παρουσιάζει τα περιουσιακά στοιχεία επιχείρησης και τις πηγές χρηματοδότησής της σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο: αρνητικός (: όταν το παθητικό είναι μεγαλύτερο του ενεργητικού)/ενδιάμεσος/ενοποιημένος ή ομαδοποιημένος (: στην περίπτωση συνένωσης των περιουσιακών στοιχείων πολλών εταιρειών)/ετήσιος/θετικός (: όταν το ενεργητικό είναι μεγαλύτερο του παθητικού)/συνοπτικός/φορολογικός (: που συντάσσεται κάθε έτος βάσει των φορολογικών αποτιμήσεων) ~. ~ εκκαθάρισης/έναρξης/μετασχηματισμού (: που καταρτίζεται σε περίπτωση μετατροπής εταιρείας σε ανώνυμη ή περιορισμένης ευθύνης). Ανάλυση/δημοσίευση/έγκριση ~ού. Κάνω ~ό. Βλ. απολογισμός.|| ~ του Κράτους. [< ιταλ. bilancio, γαλλ. bilan]

κίνηση

κίνηση κί-νη-ση ουσ. (θηλ.) 1. μεταβολή της θέσης ενός σώματος σε σχέση με ένα σταθερό σημείο αναφοράς: ανοδική/επαναλαμβανόμενη/καθοδική/κυκλική/παλινδρομική/παλμική/σταθερή/ταχεία/φαινομενική ~. Η (αυτόνομη) ~ του ανθρώπου/των ζώων (βλ. βάδιση, κολύμβηση, πτήση). Η ~ του αεροπλάνου/της μπάλας/του πλοίου. Η (περιοδική) ~ του εκκρεμούς. Η (περιστροφική) ~ των ηλεκτρονίων γύρω από τον πυρήνα/των πλανητών. Σε αδιάκοπη/αέναη/αιώνια/συνεχή ~ (ΑΝΤ. ηρεμία). (ΤΕΧΝΟΛ.) Ανίχνευση/ανιχνευτής ~ης. Βλ. ανα~, ατμο~, αυτο~, ηλεκτρο~, μηχανο~, πετρελαιο~, τηλε~, υδρο~.|| (ΓΡΑΜΜ.) Ρήματα (δηλωτικά) ~ης/~ήσεως.|| (ΦΥΣ.) Αντίρροπη/αντίστροφη/επιβραδυνόμενη/επιταχυνόμενη/(ευθύγραμμη) ομαλή/μεταβαλλόμενη/μεταδιδόμενη/σχετική ~. Η διεύθυνση/οι νόμοι/η φορά της ~ης. Ελικοειδείς/σπειροειδείς ~ήσεις.|| (ΓΕΩΛ.) Εδαφικές/σεισμικές/τεκτονικές ~ήσεις.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ σε πραγματικό χρόνο. Προσθήκη (εφέ) ~ης. Προσομοίωση ~ης. ΑΝΤ. ακινησία (1) 2. (ειδικότ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} μετατόπιση, αλλαγή θέσης μέλους ή μελών του σώματος: αέρινες/εκφραστικές/προκλητικές/ρυθμικές/χορευτικές (πβ. φιγούρα) ~ήσεις. Άνεση/συγχρονισμός ~ήσεων. Με αθόρυβες/απαλές/αργές/άτσαλες/ελαφρές/επιδέξιες/ζωηρές/ήρεμες/μαλακές/νευρικές/συγκρατημένες/συντονισμένες/φοβισμένες/χαριτωμένες ~ήσεις (ενν. των χεριών/ποδιών). Ετοιμάστηκε με απλές/αυτόματες/μηχανικές ~ήσεις. Συμφωνία με μια ~ του κεφαλιού (πβ. νεύμα). Άτομα με δυσκολία στην ~ (: που δυσκολεύονται να περπατήσουν). Έκανε μια αδέξια/απότομη/βίαιη/ξαφνική ~. Αισθάνθηκε μια ~ πίσω του (: κάποιον να κινείται). Πβ. κούνημα, σάλεμα.|| (για ακούσιες/αντανακλαστικές ~ήσεις) ~ήσεις του οφθαλμού. Καρδιακές/μυικές ~ήσεις (: συσπάσεις, τόνος). 3. μετακίνηση οχημάτων σε αστικούς κυρ. δρόμους ή εθνικές οδούς· ειδικότ. κυκλοφοριακή συμφόρηση: έλεγχος της ~ης. Ενημέρωση για την ~ στο κέντρο της πόλης. Αραιή/αυξημένη/μειωμένη/πυκνή η ~ (των αυτοκινήτων). Η ~ διεξάγεται ομαλά/χωρίς προβλήματα.|| Έχει απερίγραπτη/αφάνταστη/αφόρητη/τρομερή ~. Πού πας με τέτοια ~; Έμπλεξε στην ~ και άργησε. Βλ. κυκλοφοριακό, μποτιλιάρισμα, υγραεριο~. 4. μαζική μετακίνηση ανθρώπων· διακίνηση αγαθών: μεταναστευτική ~. Αύξηση/μείωση της τουριστικής ~ης. Αναμενόμενη/ενισχυμένη/περιορισμένη η (επιβατική) ~ στα αεροδρόμια/λιμάνια (πβ. κινητικότητα). (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Έξοδα (παραστάσεως και) ~ήσεως. (ΣΤΡΑΤ.) ~ήσεις στρατευμάτων. Επιθέσεις με κυκλωτικές ~ήσεις.|| Αγοραστική/εμπορική ~. ~ των ειδών/εμπορευμάτων/προϊόντων. 5. {συνηθέστ. στον πληθ.} ενέργεια, πράξη για επίτευξη συγεκριμένου στόχου: απεγνωσμένη/αποφασιστική/έξυπνη/περίεργη/σημαντική ~ (προσέγγισης). Αναπτυξιακές/βελτιωτικές/διορθωτικές/επιθετικές/κερδοσκοπικές/μεθοδικές/μεταγραφικές/προμελετημένες/προσεκτικές/σπασμωδικές/ύποπτες ~ήσεις. ~ήσεις εκτόνωσης/εμπιστοσύνης/εντυπωσιασμού/εξομάλυνσης των σχέσεων. Με αποτελεσματικές/μετρημένες ~ήσεις ... Έξοχη επιχειρηματική ~. ~ αγάπης για τους σεισμοπαθείς. ~ προς τη σωστή κατεύθυνση. Με μια ~ αιφνιδιασμού ... Η ~ή σου δεν ήταν σωστή. Έκανες λάθος ~! Έκανε την πρώτη ~ (= βήμα). Εξετάζει/προετοιμάζει την επόμενή του ~. Καταγράφουν/παρακολουθούν τις ~ήσεις μας. Μελέτη των ~ήσεων του αντιπάλου. Πβ. χειρισμός. Βλ. παρα~.|| (στο σκάκι) Ματ σε τέσσερις/τρεις ~εις.|| (ΝΟΜ.) ~ αγωγής. Αίτηση/απόφαση ~ήσεως (= έναρξης) της διαδικασίας. 6. κίνημα: ανανεωτική/αντιεθνικιστική/αντιεξουσιαστική/δημοκρατική/ενιαία/ενωτική/οικολογική/προοδευτική/ριζοσπαστική ~. Αγωνιστική/ανεξάρτητη/αυτόνομη ~ εκπαιδευτικών/φοιτητών. ~ (και πρωτοβουλία) πολιτών κατά του ρατσισμού/για την προστασία των μεταναστών. Συνεργαζόμενες πολιτικές ~ήσεις. Εθελοντικές ~ήσεις/~ήσεις εθελοντών. ~ήσεις και συσπειρώσεις. Ιδρύθηκε/λειτουργεί/συγκροτήθηκε διεθνής ~ για ... Ενισχύω/συμμετέχω σε/υποστηρίζω αντιπολεμική ~. Πβ. ρεύμα. 7. κυκλοφορία πελατών, επισκεπτών, θεατών σε εμπορικούς ή πολιτιστικούς συνήθ. χώρους· συνεκδ. το σύνολό τους και οι οικονομικές συναλλαγές που πραγματοποιούνται: κατάστημα με μεγάλη/μικρή (ετήσια/καθημερινή/μηνιαία) ~. Η ~ στα μουσεία/στην αγορά. Η ~ στα μαγαζιά ήταν/παρουσιάστηκε ανεβασμένη/αυξημένη/μειωμένη/πεσμένη. Ενισχύθηκε η οικονομική ~ της πόλης. Άνοδος/πτώση της αγοραστικής/εμπορικής ~ης. Καταγραφή/στατιστικά ~ης δικτύου/ιστοσελίδας/υπηρεσίας (πβ. επισκεψιμότητα). (σε νοσοκομείο) Βιβλίο ~ης ασθενών. 8. {συνήθ. στον εν.} (περιληπτ.) δραστηριότητες, εκδηλώσεις, πρωτοβουλίες, γεγονότα σε ορισμένο τομέα ή χώρο δράσης: επιστημονική/καλλιτεχνική/πνευματική ~. ~ ιδεών. Παρακολούθηση της πολιτιστικής ~ης. Η αθλητική ~ του σαββατοκύριακου. Ρεπορτάζ για την αγωνιστική ~ στο μπάσκετ. Τηλεπικοινωνιακή ~ της εορταστικής περιόδου. 9. διακύμανση ποσοτικού μεγέθους, όπως αυτή καταγράφεται επισήμως: (ΟΙΚΟΝ.) ~ κεφαλαίων (και συνάλλαγμα)/λογαριασμού/μετοχών/πιστωτικής κάρτας/ταμείου/τιμών. Η ~ στο χρηματιστήριο.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Δείκτης/στοιχεία ~ης του πληθυσμού (: γεννητικότητας, θνησιμότητας, μετανάστευσης). 10. ΤΕΧΝΟΛ. για μηχανική διάταξη που έχει τη δυνατότητα να θέσει κάτι (όχημα, συσκευή) σε λειτουργία, μεταδίδοντας συνήθ. κινητήρια ροπή: αυτοκίνητο με μπροστινή/οπίσθια ~/με ~ στους τέσσερις τροχούς. Βιομηχανικά/υβριδικά/υδραυλικά συστήματα ~ης. Αλυσίδες (μετάδοσης) ~ης. Βλ. τετρα~. ● ΣΥΜΠΛ.: γραφείο κίνησης & (λόγ.) κινήσεως 1. τμήμα ιδρύματος, υπηρεσίας, αρμόδιο για την οργάνωση της μετακίνησης των μελών του και της εκτέλεσης των δρομολογίων, καθώς και για τον έλεγχο της στάθμευσης και συντήρησης των οχημάτων του: (ΣΤΡΑΤ.) αξιωματικός του ~ου ~ήσεως. 2. τμήμα νοσοκομείου αρμόδιο για την καταγραφή των ασθενών που εισέρχονται προς νοσηλεία ή φεύγουν με εξιτήριο και κατ' επέκτ. για την έκδοση εισιτηρίων, εξιτηρίων., παθητική κίνηση: μέθοδος φυσικοθεραπείας-αποκατάστασης κατά την οποία εξασφαλίζεται κίνηση των κάτω άκρων με τη χρήση ειδικών μηχανημάτων: ~ ~ σε παράλυτους/παραπληγικούς. ~ ~ μετά από αρθροπλαστική γόνατος., ανάδρομη πορεία/κίνηση/τροχιά/φορά βλ. ανάδρομος, αναπνευστικές κινήσεις βλ. αναπνευστικός, ελευθερία/άνεση κινήσεων/κινήσεως βλ. ελευθερία, κεφάλαιο κίνησης βλ. κεφάλαιο, οικουμενική κίνηση βλ. οικουμενικός ● ΦΡ.: εν κινήσει & (προφ.) σε κίνηση: για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι κινείται: Το όχημα βρίσκεται/είναι ~ ~. ΑΝΤ. εν στάσει, θέτω/βάζω σε κίνηση 1. βάζω σε λειτουργία: Μηχανισμός που τίθεται/μπαίνει ~ αυτόματα/με ρεύμα/με το πάτημα ενός κουμπιού. 2. (μτφ.) ενεργοποιώ, δραστηριοποιώ: Τέθηκε/μπήκε ~ η διαδικασία/προσπάθεια (επίλυσης του ζητήματος) (: ξεκίνησε, τέθηκε σε ισχύ). Έχουν τεθεί/μπει ~ όλα τα πρωτοκλασάτα στελέχη (: κινητοποιηθεί)., έκανε (κίνηση ρουά) ματ βλ. ματ1, έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων βλ. πρωτοβουλία, κόβω κίνηση βλ. κόβω, σε αργή κίνηση βλ. αργός, σε γρήγορη κίνηση βλ. γρήγορος [< αρχ. κίνησις, γαλλ. mouvement]

μάθηση

μάθηση μά-θη-ση ουσ. (θηλ.): διαδικασία απόκτησης γνώσεων, δεξιοτήτων, βιωμάτων και εμπειριών, μέσω διδασκαλίας ή αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον: ατομική/δημιουργική/εξατομικευμένη/ηλεκτρονική/κινητή/κοινωνική/προσωπική/(ομαδο)συνεργατική ~. ~ με δοκιμή και λάθος. Δίψα/ευκαιρίες/θέληση/κίνητρα για ~. Θεωρίες ~ης. Πβ. εκπαίδευση, μόρφωση. Βλ. φιλομάθεια. ΣΥΝ. εκμάθηση ΑΝΤ. αμάθεια ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργητική/ενεργή/ενεργός μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. εκπαιδευτική διαδικασία κατά την οποία ο μαθητής συμμετέχει ενεργά και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες. Bλ. ανακαλυπτική μάθηση., κινητή μάθηση & κινητή εκπαίδευση: της οποίας ο αποδέκτης δεν βρίσκεται σε σταθερή, προκαθορισμένη θέση και επιτυγχάνεται μέσω της κινητής τεχνολογίας (κινητό τηλέφωνο, λάπτοπ, άιπαντ, άιποντ, εμ-πι-θρι). Βλ. ηλεκτρονική εκπαίδευση. [< αγγλ. mobile/m- learning, 2001] , παθητική μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. τρόπος διδασκαλίας κατά τον οποίο ο μαθητής δεν έχει συμμετοχικό ρόλο. Βλ. δασκαλοκεντρικός. [< αγγλ. passive learning] , ανακαλυπτική μάθηση βλ. ανακαλυπτικός, ανεπίδεκτος μαθήσεως βλ. ανεπίδεκτος, άτυπη εκπαίδευση/μάθηση βλ. εκπαίδευση, βιωματική μάθηση βλ. βιωματικός, διά βίου μάθηση/εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, διερευνητική μάθηση βλ. διερευνητικός, εκπαίδευση εξ αποστάσεως/από απόσταση βλ. εκπαίδευση, επίσημη/τυπική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, μη επίσημη/μη τυπική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, μηχανική μάθηση βλ. μηχανικός, συντελεστική μάθηση βλ. συντελεστικός ● ΦΡ.: η επανάληψη είναι μητέρα της μάθησης/μαθήσεως & (αρχαιοπρ.) επανάληψις μήτηρ (πάσης) μαθήσεως: η επανάληψη είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη μάθηση. [< αρχ. μάθησις]

μεταφορά

μεταφορά με-τα-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. μετακίνηση από ένα σημείο ή τόπο σε άλλο: ασφαλής/δωρεάν/μαζική ~. ~ ανθρωπιστικής βοήθειας/επίπλων/οστών (πβ. ανα-, μετα-κομιδή)/τροφίμων/υλικών/φορτίων (πβ. κουβάλημα). ~ με αεροπλάνο/αυτοκίνητο/πλοίο. Το βάζο έσπασε κατά τη ~. ~ νερού προς τα άνυδρα νησιά. Διασυνοριακή ~ αποβλήτων. Έξοδα/θήκη/σάκος/συσκευασία ~άς.|| ~ της έδρας μιας εταιρείας. ~ εκλογικών δικαιωμάτων (πβ. μεταδημότευση). ~ προσωπικού σε διάφορες υπηρεσίες του δημοσίου (πβ. μετάταξη).|| (για πρόσ.) ~ ασθενών (πβ. διακομιδή)/λαθρομεταναστών (πβ. διακίνηση)/μαθητών (με σχολικά λεωφορεία)/στρατευμάτων. Ταξιδιωτικό πακέτο για διαμονή και ~ κατ' άτομο.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Ανοδική ~ του αέρα.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ δανείου (σε άλλη τράπεζα)/κεφαλαίων/ποσού/υπολοίπου (σε άλλο λογαριασμό). Τραπεζική ~ χρημάτων (πβ. έμβασμα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείων/δεδομένων από το κινητό στον υπολογιστή. Πρωτόκολλο ~άς Υπερκειμένου (= HTTP).|| (ΤΗΛΕΠ.) ~ γραμμής/σύνδεσης/τηλεφώνου. ~ κλήσης σε διαφορετική τηλεφωνική γραμμή ή αριθμό (βλ. εκτροπή). Βλ. τηλε~. 2. αναβολή, μετάθεση σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο: ~ αργίας/ημερομηνίας εξετάσεων στις ... ~ μαθημάτων στην εξεταστική του Σεπτεμβρίου. Πβ. μετατόπιση. 3. ανακοίνωση, γνωστοποίηση, μετάδοση: ~ μηνυμάτων/πληροφοριών. Πβ. δια-, μετα-βίβαση. 4. ΓΛΩΣΣ. σχήμα λόγου κατά το οποίο μια λέξη ή φράση χρησιμοποιείται με διαφορετική από την κυριολεκτική της σημασία, σε ορισμένο γλωσσικό περιβάλλον, προκειμένου να καταστεί πιο αισθητό, εκφραστικό το νόημα· βασίζεται σε μια λανθάνουσα αναλογία ή ομοιότητα ανάμεσα στη λέξη που λέγεται και σε αυτή που εννοείται: π.χ. παγερό βλέμμα. Τολμηρή ~. || Νεκρή ~ (: αυτή που μέσω της κατάχρησης έχει χάσει τη μεταφορική της αξία, π.χ. διαπλεκόμενα συμφέροντα). Βλ. παρομοίωση. ΑΝΤ. κυριολεξία 5. προσαρμογή, διασκευή λογοτεχνικού συνήθ. έργου, προκειμένου να παρουσιαστεί με άλλο καλλιτεχνικό κυρ. μέσο: θεατρική/κινηματογραφική/τηλεοπτική ~ βιβλίου. Ελεύθερη/πιστή/ρεαλιστική ~ του μυθιστορήματος στην οθόνη. ~ παραμυθιού επί σκηνής. ~ της ζωής (κάποιου) σε ταινία. ~ ενός μύθου στη σύγχρονη εποχή. 6. μετάφραση: ~ ξένου έργου/όρου στα Ελληνικά. Πβ. απόδοση, μεταγλώττιση. 7. ΜΟΥΣ. εκτέλεση μουσικής σύνθεσης σε άλλον τόνο, χαμηλότερο ή υψηλότερο: ~ μελωδίας από το κλειδί του σολ στο κλειδί του φα. Πβ. τρανσπόρτο. 8. ΦΥΣ. ροή θερμικής ή ηλεκτρικής ενέργειας από ένα σύστημα σε άλλο: ~ μάζας/ρεύματος. Μετάδοση της θερμότητας με ~ στα υγρά και τα αέρια.μεταφορές (οι): τομέας οικονομικής δραστηριότητας που περιλαμβάνει το σύνολο των μέσων και των τρόπων με τους οποίους γίνεται η μετακίνηση ανθρώπων, αγαθών: ακτοπλοϊκές/αστικές/διεθνείς/εθνικές/εμπορευματικές/εναέριες/επιβατικές/θαλάσσιες/οδικές/σιδηροδρομικές/συνδυασμένες (: με δύο ή περισσότερα διαφορετικά μέσα μεταφοράς)/σχολικές/χερσαίες ~. Δίκτυο/εταιρεία ~ών. ~ εξωτερικού/εσωτερικού. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργητική/ενεργός μεταφορά: ΒΙΟΧ. διεργασία που απαιτεί κατανάλωση ενέργειας για τη μετακίνηση μορίων ή ιόντων μέσω κυτταρικής μεμβράνης. [< αγγλ. active transport, 1937] , εννοιολογική μεταφορά: ΓΛΩΣΣ. γλωσσικός μηχανισμός που επιτρέπει την απόδοση μιας αφηρημένης έννοιας (υποκειμενικής εμπειρίας) μέσω μιας απτής και συγκεκριμένης (αισθησιοκινητικής εμπειρίας): π.χ. έρχονται δύσκολα χρόνια, πέρασε η ώρα (: σύλληψη του χρόνου ως κινούμενου αντικειμένου σε σχέση με τον ομιλητή). [< αγγλ. conceptual metaphor] , Μέσα (Μαζικής) Μεταφοράς (συντομ. ΜΜΜ) & Μέσα (Μαζικής) Συγκοινωνίας: λεωφορεία, μετρό, τρόλεϊ, τραμ, τρένα, πλοία και αεροπλάνα που χρησιμοποιούνται για τη μετακίνηση του επιβατικού κοινού: ηλεκτροκίνητα ~ ~. Βλ. μέσα σταθερής τροχιάς., παθητική μεταφορά: ΒΙΟΧ. διεργασία κατά την οποία γίνεται μετακίνηση μορίων ή ιόντων μέσω κυτταρικής μεμβράνης, χωρίς κατανάλωση ενέργειας, δηλ. με διάχυση ή όσμωση. [< αγγλ. passive transport, 1953] , γραμμή μεταφοράς βλ. γραμμή, μεταφορά τεχνολογίας βλ. τεχνολογία ● ΦΡ.: εις μεταφοράν/εκ μεταφοράς: ΛΟΓΙΣΤ. (για αθροιστικό ποσό που καταγράφεται σε λογιστικό βιβλίο) που πρόκειται να μεταφερθεί στην επόμενη σελίδα ή μεταφέρθηκε από την προηγούμενη, αντίστοιχα. [< 1,4: μτγν. μεταφορά, γαλλ. transport, αγγλ. transfer 4: αρχ. ~, γαλλ. métaphore, αγγλ. metaphor]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

πυροπροστασία

πυροπροστασία πυ-ρο-προ-στα-σί-α ουσ. (θηλ.): το σύνολο των μέτρων που αποβλέπουν στην προστασία από πυρκαγιές: δομική ~. ~ κτιρίων. Έργα/κανονισμός/μελέτη/συστήματα ~ας. Βλ. πολιτική προστασία, πυροφύλαξη. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργητική πυροπροστασία/πυρασφάλεια: που αποβλέπει στην άμεση αντιμετώπιση της πυρκαγιάς, πριν αυτή γίνει ανεξέλεγκτη: μέτρα ~ής ~ας (καταιονητήρες, πυροσβεστήρες, πυροσβεστικές φωλιές, συστήματα πυρανίχνευσης)., παθητική πυροπροστασία/πυρασφάλεια: το σύνολο των μέτρων που λαμβάνονται κατά την ανέγερση οικοδομής για την έγκαιρη και ασφαλή διαφυγή από αυτή σε περίπτωση πυρκαγιάς και για τον περιορισμό της ταχύτητας εξάπλωσης της φωτιάς: ~ ~ ενός κτιρίου. Μελέτη/σύστημα/υλικά ~ής ~ας. Βλ. πυροδιαμέρισμα. [< αγγλ. fire protection]

κάπνισμα

κάπνισμα κά-πνι-σμα ουσ. (ουδ.) {καπνίσμ-ατος} 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καπνίζω: καθημερινό/περιστασιακό/συμβατικό (βλ. άτμισμα) ~. ~ πίπας/πούρου/τσιγάρου. ~ και καρδιοπάθειες/καρκίνος (του λάρυγγα/πνεύμονα/φάρυγγα)/υγιεινή του στόματος. Η συνήθεια του ~ατος. Νέοι και πρόληψη του ~ατος. Βιβλίο αναφοράς/ιατρείο διακοπής ~ατος. Εκστρατεία/φάρμακα/χάπι κατά του ~ατος (βλ. τσιρότο). Παγκόσμια Ημέρα κατά του ~ατος (: η 31η Μαΐου). Απαλλαγή/εξάρτηση από το ~. Το ~ βλάπτει τη γονιμότητα/το δέρμα/σοβαρά την υγεία. Απαγορεύεται το ~ σε δημόσιους χώρους. Αρχίζω/κόβω/σταματώ το ~ (: το τσιγάρο). Πβ. άτμισμα, φούμα, φουμάρισμα. Βλ. νικοτίνη.|| (κατ' επέκτ., για ναρκωτικά:) ~ μαριχουάνας. 2. (σπανιότ.) εκπομπή καπναερίων: ~ της τσιμινιέρας. 3. ειδική επεξεργασία τροφίμων για να γίνουν καπνιστά· γενικότ. έκθεση σε καπνό: (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) θερμό/υγρό/ψυχρό ~. ~ κρεάτων/ψαριών. Αρωματικά ξύλα/(ηλεκτρικός) φούρνος ~ατος. Βλ. πάστωμα.|| (στη μελισσοκομία) ~ της κυψέλης/των μελισσών (: για να ζαλιστούν οι μέλισσες και να γίνουν ακίνδυνες για την επιθεώρησή τους ή για τη συγκομιδή του μελιού). ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργητικό κάπνισμα: το κάπνισμα ως εκούσια δραστηριότητα., παθητικό κάπνισμα: έκθεση ενός μη καπνιστή στον καπνό τσιγάρων και ακούσια εισπνοή του. [< αγγλ. passive smoking, 1971] , τριτογενές κάπνισμα: το αόρατο τοξικό μίγμα που προσκολλάται στα μαλλιά και τα ρούχα των καπνιστών, αλλά και των παρευρισκομένων, καθώς και στα αντικείμενα του χώρου καπνίσματος και το οποίο δεν απομακρύνεται με τον αερισμό. [< μτγν. κάπνισμα 'θυμιάτισμα', γαλλ. fumage]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.