Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παθογονικότητα πα-θο-γο-νι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. η ιδιότητα του παθογόνου· ικανότητα λοιμογόvου παράγοντα να προκαλεί έκδηλη νόσο στον ξενιστή: ~ του ιού. Γρίπη υψηλής ~ας. Βλ. μολυσματικότητα, -ότητα. [< αγγλ. pathogenicity, γαλλ. pathogénicité]

μολυσματικότητα

μολυσματικότητα μο-λυ-σμα-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. η ιδιότητα του μολυσματικού, η ικανότητα ενός λοιμογόνου παράγοντα να προκαλεί μόλυνση: ~ ιού/του κορονοϊού. Λοιμώδη νοσήματα με υψηλή ~ είναι η ιλαρά, η ανεμοβλογιά και η πολιομυελίτιδα. Πβ. μεταδοτικότητα. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. infectivité]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.