Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παιδόφιλος παι-δό-φι-λος ουσ. (αρσ.): ενήλικος που διεγείρεται σεξουαλικά από παιδιά και εμφανίζει παιδοφιλική συμπεριφορά. Πβ. παιδεραστής. Βλ. -φιλος. [< γαλλ. pédophile, αγγλ. p(a)edophile, 1951]

-φιλος

-φιλος, η, ο β' συνθετικό ονομάτων που δηλώνει: αγάπη, προτίμηση ή τάση για ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: (επίθ.) ειρηνό~. Ξενό~ (ΑΝΤ. -φοβος). Δυτικό~.|| Θερμό~/μεσό~/ψυχρό~.|| Υδρό~.|| Αρχαιό~. Βλ. -πληκτος.|| (ουσ.) Ζωό~/θεατρό~/ποδοσφαιρό~. Πβ. -λάτρης.|| (για διαταραχή) Παιδό~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.