Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παλινδρόμηση πα-λιν-δρό-μη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΜΗΧΑΝ. εναλλάξ κίνηση τμήματος μηχανής προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις στον ίδιο άξονα και κατ' επέκτ. κάθε αντίστοιχη κίνηση. ΣΥΝ. παλινδρομική κίνηση 2. ΙΑΤΡ. διαταραχή κάθε βαλβιδικού μηχανισμού σε κοίλα όργανα, με αποτέλεσμα την κίνηση των υγρών τους προς τα πίσω ή αντίθετα προς τη συνηθισμένη κατεύθυνση ροής τους: ~ ούρων. 3. (μτφ.) αμφιταλάντευση· επιστροφή σε προηγούμενη (συνήθ. χειρότερη) κατάσταση, θέση: Παρά τις συνεχείς ~ήσεις, το ζήτημα λύθηκε. Πβ. υπαναχώρηση.|| ~ στο παρελθόν. Η αμφισβήτηση των δικαιωμάτων των γυναικών αποτελεί ~. Πβ. οπισθοδρόμηση. 4. ΨΥΧΑΝ. μηχανισμός άμυνας που συνίσταται στην επιστροφή του υποκειμένου σε προηγούμενους, συνήθ. παιδικούς, τρόπους σκέψης ή συμπεριφοράς. 5. ΣΤΑΤΙΣΤ. σχέση συνάρτησης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ποσοτικών μεταβλητών: γραμμική/λογιστική/πολλαπλή/στατιστική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: παλινδρόμηση της μήτρας: ΙΑΤΡ. σταδιακή επαναφορά της μήτρας στο φυσιολογικό της μέγεθος μετά τον τοκετό., γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση βλ. γαστροοισοφαγικός [< μεσν. παλινδρόμησις 'επαναφορά', γαλλ. recul 2,3: γαλλ. reflux 4: γαλλ. régression 5: αγγλ. regression]

γαστροοισοφαγικός

γαστροοισοφαγικός, ή, ό γα-στρο-οι-σο-φα-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση: επαναφορά του όξινου περιεχόμενου του στομάχου στον οισοφάγο, λόγω χαλάρωσης του σφιγκτήρα, που συνοδεύεται από πόνο και δυσπεψία. Βλ. καούρα, οισοφαγίτιδα. [< αγγλ. gastroesophageal reflux, 1966] [< γαλλ. gastro-oesophagien, αγγλ. gastroesophageal]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.