παλτό παλ-τό ουσ. (ουδ.) {παλτού | κ. άκλ.} 1. μακρύ ως τη γάμπα ή τους αστραγάλους πανωφόρι, συνήθ. από χοντρό ύφασμα ή από δέρμα, με μανίκια: ανδρικό/γυναικείο ~. Βαρύ/γούνινο/καμηλό/μάλλινο ~. ~ με κουκούλα. Βλ. γούνα, ζακέτα, ημίπαλτο, καμπαρντίνα, κάπα, μαντό, μοντγκόμερι, μπουφάν.2. (αθλητική αργκό) ακριβοπληρωμένος παίκτης που δεν έχει την αναμενόμενη απόδοση. Βλ. άμπαλος. ● Υποκ.: παλτουδάκι (το): στη σημ. 1. [< γαλλ. paletot]
άμπαλος, η, ο [ἄμπαλος] ά-μπα-λος επίθ. (προφ.): (στην ποδοσφαιρική αργκό) που δεν έχει ιδέα από μπάλα ή για παίκτη που δεν έχει καθόλου καλή τεχνική κατάρτιση, που δεν μπορεί να αποδώσει. Βλ. παλτό.
γούνα
γούνα γού-να ουσ. (θηλ.) 1. το πυκνό και μαλακό τρίχωμα ορισμένων θηλαστικών ή/και το δέρμα που καλύπτεται από αυτό: ~ αλεπούς/αρκούδας/βιζόν. Ζώο με απαλή/ωραία ~. Η γάτα γλείφει/καθαρίζει τη ~ της.2. (κυρ. συνεκδ.) κατεργασμένη γούνα και το ένδυμα, ιδ. παλτό, που κατασκευάζεται από αυτή ή αποτελεί απομίμησή της: γιακάς/καπέλο/μανσόν από ~. Βλ. αστρακάν, ρενάρ.|| Αληθινή (= φυσική)/οικολογική/συνθετική (= τεχνητή, ψεύτικη) ~. Βάζω/φορώ τη ~ μου. Τυλιγμένη με τη ~ της. Κατάστημα με ~ες και δερμάτινα είδη. ● Υποκ.: γουνάκι (το), γουνίτσα (η) ● ΦΡ.: έχω ράμματα για τη γούνα (κάποιου) (προφ.): (συνήθ. ως απειλή) έχω επιβαρυντικά στοιχεία εναντίον του: Μη μου αντιμιλάς, γιατί ~ ~ σου!, καίω τη γούνα (κάποιου) (μτφ.-προφ.): βλάπτω, ζημιώνω: Οι αποκαλύψεις τού έκαψαν τη γούνα.|| Έχει καεί η γούνα μου πολλές φορές (: την έχω πάθει, πατήσει). Πβ. τσουρουφλίζω. [< μεσν. γούνα < λατ. gunna]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.