πανηγυρικός , ή, ό πα-νη-γυ-ρι-κός επίθ. 1. που έχει εορταστικό χαρακτήρα: ~ή: διακήρυξη (ανεξαρτησίας)/έναρξη (φεστιβάλ)/τελετή (απονομής βραβείων). ~ά: εγκαίνια (μουσείου). Δήλωσε σε ~ό τόνο ότι ... Του επεφύλαξαν ~ή υποδοχή. Σε ~ή ατμόσφαιρα/~ό κλίμα η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης. Πβ. ενθουσιώδης, πανηγυριώτικος.2. που πραγματοποιείται με μεγαλοπρέπεια και επισημότητα στα πλαίσια του εορτασμού θρησκευτικής γιορτής ή επετείου: ~ός: εορτασμός. ~ή: δοξολογία/Θεία Λειτουργία. Μέγας ~ Εσπερινός.|| ~ή: ομιλία/συνεδρίαση/συνεστίαση. ~ό: συνέδριο. ~ές: εκδηλώσεις. ~ή Συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών. ~ή έκδοση/~ό τεύχος περιοδικού. Πβ. εορταστικός.3. (μτφ.) ομόφωνος· αδιαμφισβήτητος, ολοφάνερος: ~ή: αθώωση/εκλογή.|| ~ή: νίκη/πρόκριση. Διαψεύστηκε με τον πιο ~ό τρόπο. Πβ. θριαμβευτικός, καταφανής. ● επίρρ.: πανηγυρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: συνήθ. στη σημ. 3: Δικαιώθηκε ~. Αποδείχτηκε/διαψεύστηκε ~. ΣΥΝ. περίτρανα. ● ΣΥΜΠΛ.: πανηγυρικός (λόγος) (κ. με κεφαλ. Π): που εκφωνείται από επίσημο πρόσωπο σε θρησκευτική ή εθνική γιορτή: ο ~ ~ της 25ης Μαρτίου/για την 28η Οκτωβρίου. Τον ~ό της ημέρας εκφώνησε ο δήμαρχος ... Πβ. εγκωμιαστ-, επαινετ-ικός.|| (αρχ. ΡΗΤΟΡ.) ~οί ή επιδεικτικοί λόγοι. Βλ. δικαν-, συμβουλευτ-ικός. [< πβ. γαλλ. panégyrique, αγγλ. panegyric] [< αρχ. πανηγυρικός, γερμ. panegyrisch, αγγλ. panegyrical]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.