Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πανηγυρικός , ή, ό πα-νη-γυ-ρι-κός επίθ. 1. που έχει εορταστικό χαρακτήρα: ~ή: διακήρυξη (ανεξαρτησίας)/έναρξη (φεστιβάλ)/τελετή (απονομής βραβείων). ~ά: εγκαίνια (μουσείου). Δήλωσε σε ~ό τόνο ότι ... Του επεφύλαξαν ~ή υποδοχή. Σε ~ή ατμόσφαιρα/~ό κλίμα η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης. Πβ. ενθουσιώδης, πανηγυριώτικος. 2. που πραγματοποιείται με μεγαλοπρέπεια και επισημότητα στα πλαίσια του εορτασμού θρησκευτικής γιορτής ή επετείου: ~ός: εορτασμός. ~ή: δοξολογία/Θεία Λειτουργία. Μέγας ~ Εσπερινός.|| ~ή: ομιλία/συνεδρίαση/συνεστίαση. ~ό: συνέδριο. ~ές: εκδηλώσεις. ~ή Συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών. ~ή έκδοση/~ό τεύχος περιοδικού. Πβ. εορταστικός. 3. (μτφ.) ομόφωνος· αδιαμφισβήτητος, ολοφάνερος: ~ή: αθώωση/εκλογή.|| ~ή: νίκη/πρόκριση. Διαψεύστηκε με τον πιο ~ό τρόπο. Πβ. θριαμβευτικός, καταφανής. ● επίρρ.: πανηγυρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: συνήθ. στη σημ. 3: Δικαιώθηκε ~. Αποδείχτηκε/διαψεύστηκε ~. ΣΥΝ. περίτρανα. ● ΣΥΜΠΛ.: πανηγυρικός (λόγος) (κ. με κεφαλ. Π): που εκφωνείται από επίσημο πρόσωπο σε θρησκευτική ή εθνική γιορτή: ο ~ ~ της 25ης Μαρτίου/για την 28η Οκτωβρίου. Τον ~ό της ημέρας εκφώνησε ο δήμαρχος ... Πβ. εγκωμιαστ-, επαινετ-ικός.|| (αρχ. ΡΗΤΟΡ.) ~οί ή επιδεικτικοί λόγοι. Βλ. δικαν-, συμβουλευτ-ικός. [< πβ. γαλλ. panégyrique, αγγλ. panegyric] [< αρχ. πανηγυρικός, γερμ. panegyrisch, αγγλ. panegyrical]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.