Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πανσέληνος παν-σέ-λη-νος ουσ. (θηλ.) {-ου (λόγ.) -ήνου}: ΑΣΤΡΟΝ. φάση της Σελήνης κατά την οποία αυτή φωτίζεται ολόκληρη από τον Ήλιο και φαίνεται από τη Γη σαν ένας τέλειος φωτεινός δίσκος· το χρονικό διάστημα που διαρκεί αυτή η φάση: αυγουστιάτικη ~. Έχει ~ο απόψε. Βλ. φεγγαράδα.|| Μπλε ~ (: σπάνιο φαινόμενο κατά το οποίο η ~ εμφανίζεται για δεύτερη φορά μέσα στον ίδιο μήνα). [< αγγλ. blue moon] [< αρχ. πανσέληνος]

φεγγαράδα

φεγγαράδα φεγ-γα-ρά-δα ουσ. (θηλ.) (προφ.): το φεγγαρόφωτο, συνήθ. κατά την πανσέληνο: αυγουστιάτικη ~. Βόλτα στη ~. Νύχτες με ~. Βλ. -άδα. ΣΥΝ. σεληνόφως

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.