Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • Παντελής Πα-ντε-λής κύριο όν. (αρσ.) & (λόγ.) Παντελεήμων: στις ● ΦΡ.: τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου: για ανεπιθύμητη ή ενοχλητική κατάσταση που επαναλαμβάνεται μονότονα. Πβ. το βιολί βιολάκι του. ΣΥΝ. το γουδί, το γουδοχέρι (και τον κόπανο στο χέρι), κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα βλ. κουτσός [< μεσν. Παντελεήμων]
  • παντελής , ής, ές πα-ντε-λής επίθ. {παντελ-ούς} (λόγ.-επιτατ.): (συνήθ. με λέξεις που έχουν αρνητ. συνυποδ.) ολοκληρωτικός, ολοσχερής, πλήρης: ~ής: άγνοια/αδιαφορία/έλλειψη. Λόγω ~ούς ανικανότητας. ● επίρρ.: παντελώς [-ῶς]: Μου είναι ~ αδιάφορος. Δείχνει ~ ανίκανος να λάβει αποφάσεις. Καταστράφηκε ~. ΣΥΝ. εντελώς, ολότελα, ολωσδιόλου [< αρχ. παντελής]

κουτσός

κουτσός, ή, ό κου-τσός επίθ. 1. που έχει μια μορφή αναπηρίας στο ένα ή και στα δύο κάτω άκρα. Πβ. σακάτης, χωλός. 2. (μτφ.-προφ., για έπιπλο) που του έχει σπάσει κάποιο πόδι: ~ή: καρέκλα. ~ό: τραπέζι. 3. (μτφ.-προφ.) ελλιπής, λειψός: ~ές: φράσεις. ● επίρρ.: κουτσά ● ΦΡ.: κουτσά στραβά (προφ.): έστω και με δυσκολίες, πρόχειρα: ~ ~ τα καταφέραμε/συνεννοηθήκαμε. Πβ. έτσι κι έτσι, κούτσα-κούτσα, μόλις και μετά βίας, όπως όπως., κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα (παροιμ.-συνήθ. ειρων.): για πλήθος που συρρέει ή καταφεύγει κάπου, για να βρει βοήθεια., και/κι η κουτσή Μαρία/Μαριώ βλ. Μαρία, ποντάρει σε κουτσό άλογο βλ. άλογο [< μεσν. κουτσός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.