Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παξιμάδι πα-ξι-μά-δι ουσ. (ουδ.) {παξιμαδιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ξερό και σκληρό κομμάτι ψωμιού που έχει ψηθεί καλά (ή δύο φορές, βλ. διπλοφουρνιστός) στον φούρνο: κριθαρένιο ~. ~ ολικής άλεσης/σικάλεως. Πβ. γαλέτα, ντάκος. Βλ. κριτσίνι, φρυγανιά. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μεταλλικό συνήθ. εξάρτημα που έχει τρύπα με εσωτερικό σπείρωμα, για να βιδώνεται βίδα ή σπανιότ. σωλήνας σε αυτή και χρησιμοποιείται για τη σύνδεση αντικειμένων. Πβ. ρακόρ. ΣΥΝ. περικόχλιο ● Υποκ.: παξιμαδάκι (το) ● ΦΡ.: θέλει βρεγμένο το παξιμάδι (παροιμ.): τα θέλει όλα έτοιμα, στο χέρι· κατ' επέκτ. είναι μεγάλος τεμπέλης., κάνω το σκατό μου παξιμάδι βλ. σκατό [< 1: μεσν. παξιμάδι < παξιμάδιον < παξαμάδιον < ανθρ. Παξαμᾶς]

διπλοφουρνιστός

διπλοφουρνιστός, ή, ό δι-πλο-φουρ-νι-στός επίθ.: (κυρ. για παξιμάδι) που έχει ψηθεί στον φούρνο δύο φορές.

κριτσίνι

κριτσίνι κρι-τσί-νι ουσ. (ουδ.) {κριτσιν-ιού | συνήθ. στον πληθ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. τραγανό, μακρόστενο αρτοσκεύασμα συνήθ. με σουσάμι: πολύσπορα ~ια. ~ια ολικής άλεσης. Βλ. κουλούρι, κράκερ, κρουτόν, παξιμάδι, φρυγανιά. ● Υποκ.: κριτσινάκι (το) [< ιταλ. grissino]

σκατό

σκατό σκα-τό ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} περιττώματα συνήθ. ανθρώπου ή ζώων· κατ' επέκτ. κάθε ακαθαρσία. ΣΥΝ. κακά, κόπρανα (1), κουράδα 2. (μτφ.-μειωτ.) όποιος ή ό,τι θεωρείται ότι δεν έχει αξία, σημασία, ποιότητα· (στον πληθ., ως επίρρ.) πολύ άσχημα, χάλια: Παντού τα ίδια ~ά. (υβριστ.) Τι θες, ρε ~; (για νέο και άπειρο άνθρωπο:) Για κοίτα ένα ~ που θα μας πει πώς θα το φτιάξουμε! (χαϊδευτ., για παιδάκι:) Ένα τόσο δα ~.|| Περάσαμε ~ά. Διάθεση ~ά. 3. {στον πληθ.} (υβριστ.) (σε ερωτήσεις, αναφωνήσεις, απαντήσεις) για έκφραση οργής, αγανάκτησης, έντονης αποδοκιμασίας, απαξίωσης: Τι ~ά έχει πάθει επιτέλους; Τι ~ά έγινε πάλι; Πώς ~ά τον λένε; Πβ. διάβολος.|| ~ά! Τσαντίστηκα βραδιάτικα!|| ~ά (= ξεράδια) ξέρεις! ● Υποκ.: σκατούλα (η), σκατουλάκι (το), σκατούλι (το), σκατουλίτσα (η) ● ΦΡ.: κάνω το σκατό μου παξιμάδι (προφ.): κάνω αιματηρές οικονομίες: Έκανε ~ του ~ και σπούδασε τρία παιδιά., τρώω σκατά (μτφ.-προφ.): υποφέρω τα πάνδεινα: (υβριστ.) ~ να φας! , όποιος νύχτα περπατεί, λάσπες και σκατά πατεί βλ. νύχτα, σαν τις μύγες στο σκατό βλ. μύγα, σκατά στα μούτρα σου! βλ. μούτρο, τα κάνω θάλασσα/σαλάτα/μαντάρα/μούσκεμα/σκατά/ρόιδο βλ. θάλασσα [< μεσν. σκατό(ν) < αρχ. σκῶρ, γεν. σκατός ‘κόπρανα’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.