αράδα[ἀράδα] α-ρά-δα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) 1. γραμμή κυρ. κειμένου· σειρά: Σε κάθε ~. Στην αρχή/στο τέλος της ~ας ... Μερικές ~ες πιο κάτω ... Διάβασέ το προσεκτικά, ~ ~ (= λέξη προς λέξη, φράση προς φράση).|| (σε επεξεργαστή κειμένου) Το διάστημα/κενό μεταξύ των ~ων (= διάστιχο).|| (μτφ.) Δεν χρειάζεται να προσθέσω ούτε μια ~ (= τίποτα) σε όσα είπες. Έχουν γραφτεί ~ες και ~ες/χιλιάδες ~ες/~ες επί ~ων (= πάρα πολλά) για ... Πώς να εκφράσω μέσα σε λίγες ~ες αυτό που νιώθω; 2. ευθυγραμμισμένη κυρ. σειρά: Έβαλε τα παιδιά στην ~ (= γραμμή). Πβ. παράταξη, στοίχος. 3. (ως επίρρ.) διαρκώς, συνεχώς: Μου λες ψέματα ~. ● ΦΡ.: αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας (παροιμ.): για την τήρηση της σειράς προτεραιότητας, ανεξάρτητα από την ιδιότητα κάποιου και γενικότ. για την αποφυγή διακρίσεων., στην αράδα & με την αράδα: στη σειρά και συνήθ. χωρίς διάκριση: Πήρε τα σπίτια ~ ~ (πβ. παίρνω σβάρνα). Όλοι με την ~., διαβάζω ανάμεσα στις/πίσω (/κάτω/μέσα) από τις γραμμές (/αράδες) βλ. γραμμή, της σειράς βλ. σειρά [< μεσν. αράδα]
βαριέμαιβα-ριέ-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βαρέθηκα} 1. αισθάνομαι ανία, πλήξη: ~ αφάνταστα/αφόρητα/θανάσιμα. Πώς ~ σήμερα (: δεν έχω όρεξη για τίποτα)! ~ να κάνω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Βλ. σκυλο~. 2. χάνω την αντοχή μου, κουράζομαι ψυχικά: Βαρέθηκα (= μπούχτισα) ν' ακούω συνέχεια τις ίδιες δικαιολογίες. Σ' έχω βαρεθεί πια (= δεν σε αντέχω άλλο)! Πβ. απαυδώ. ● ΦΡ.: βαριέμαι που ζω (εμφατ.): πλήττω υπερβολικά., δε βαριέσαι: ως ενθάρρυνση, σε περιπτώσεις που δεν αξίζει κάποιος να στενοχωριέται, να ανησυχεί ή να ταλαιπωρείται για κάτι: ~ ~, ας γίνει ό,τι θέλει/θα τα καταφέρουμε και χωρίς αυτόν. Βλ. τι τα θες., το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/κι ο παπάς (παροιμ.): η διαρκής επανάληψη ενοχλεί, κουράζει., τον/την έχει βαρεθεί η ψυχή μου (εμφατ.): δεν τον/την αντέχω άλλο., όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω [< μεσν. βαριούμαι]
βαφτίζωβα-φτί-ζω ρ. (μτβ.) {βάφτι-σα, βαφτί-στηκα (λόγ.) -σθηκα, -σμένος, βαφτίζ-οντας} & (λόγ.) βαπτίζω 1. ΕΚΚΛΗΣ. εντάσσω κάποιον στους κόλπους της Εκκλησίας με το μυστήριο της βάπτισης: ~ ένα παιδί (= γίνομαι νονός ή νονά). ~σαν τον γιο/την κόρη τους. ~σμένος Χριστιανός Ορθόδοξος. Το μωρό δεν είναι ακόμα ~σμένο (= αβάφτιστο). 2. ονοματοδοτώ κατά το μυστήριο της βάφτισης: Την ~ησαν Ιωάννα (= την έβγαλαν, την ονόμασαν). 3. (κατ' επέκτ.) δίνω σε κάποιον ή κάτι όνομα ή του αποδίδω ιδιότητα: ~σαν το σκυλάκι τους Τζακ. ~στηκε το ταχύτερο πλοίο του κόσμου.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~ουν θύματα τους θύτες. Εισάγουν ξένα προϊόντα και τα ~ουν ελληνικά. Πβ. αποκαλώ, ονομάζω, προσαγορεύω. 4. (σπάν.-λόγ.) εμβαπτίζω: Σε αραιό διάλυμα κασσίτερου ~εται μπρούτζινο σκεύος. ● ΦΡ.: βαφτίζει το κρέας ψάρι (μτφ.): παραποιεί την πραγματικότητα: Πρόκειται για σκάνδαλο κι ας βαφτίζουν μερικοί ~ ~. Βλ. κάνω τα πικρά γλυκά., τρελός παπάς σε/τον βάφτισε: για παράλογη συμπεριφορά., ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης [< μτγν. βαπτίζω]
βρέχωβρέ-χω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έβρε-ξα, βρά-χηκα, βρα-χεί, βρέχ-οντας, βρε-γμένος (προφ.) -μένος} 1. ρίχνω σε κάτι νερό, το υγραίνω: ~ τα πόδια/το πρόσωπο/τα χέρια μου. ~χηκαν τα μαλλιά/τα παπούτσια της. Σήκωσε το παντελόνι του, για να μη ~χεί. ~γμένος δρόμος (από τη βροχή). ~γμένο πανί/σφουγγάρι/χώμα. ~γμένα ρούχα. ~γμένος μέχρι/ως το κόκαλο (: μούσκεμα/λούτσα από τη βροχή). Πβ. δια~, κατα~, περι~, μουσκεύω.|| Φέρε μου λίγο νερό να ~ξω το στόμα/τα χείλη μου. ΑΝΤ. στεγνώνω (1) 2. (για παιδί) κατουρώ: ~ξε το κρεβατάκι του. Το μωρό ~χηκε. ~γμένες πάνες. ● βρέχει 1. ρίχνει βροχή: (απρόσ.) ~ αδιάκοπα/ασταμάτητα. ~, αστράφτει και βροντά. Έξω ~. Φέτος δεν έχει ~ξει σχεδόν καθόλου (βλ. ανομβρία). Άρχισε/σταμάτησε να ~. Έχει να ~ξει αρκετές μέρες. Υπάρχει πιθανότητα να ~ξει κατά τόπους/τοπικά. ~ει σιγά (σιγά)/σιγανά (= σιγο~, ψιλο~).|| (λαϊκό-λογοτ.) ~ ο Θεός/ουρανός. 2. (μτφ.-προφ.) για να δηλωθεί μεγάλη συχνότητα, αλλεπάλληλη διαδοχή: ~ προσφορές! (ειρων.) Κάθεται στο μαγαζί και περιμένει να ~ξει πελάτες. ● Παθ.: βρέχεται (+ από): περιβάλλεται από θάλασσα: Το νησί ~ στα βόρεια από ... Μέρη που δεν ~ονται από θάλασσα (= ηπειρωτικά). ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα βλ. σανίδα ● ΦΡ.: αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα (παροιμ.): προκειμένου να δηλωθεί η χρησιμότητα των βροχών το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι (παροιμ.): αν δεν κοπιάσεις πολύ, δεν πετυχαίνεις., βρέξει χιονίσει (προφ.): οπωσδήποτε, ό,τι και να γίνει: Θα έρθω ~ ~., βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες & (σπάν.) ρίχνει καλαπόδια/με το κανάτι (προφ.): ενν. πάρα πολύ. Βλ. νεροποντή. ΣΥΝ. ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι, θα σου τις βρέξω (απειλητ.): θα σε δείρω: Κάθισε φρόνιμα, γιατί ~ ~ (= θα φας ξύλο)!, ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται (παροιμ.): οι δυσκολίες και τα προβλήματα δεν προκαλούν φόβο σε όποιον έχει ζήσει ανάλογες εμπειρίες. ΣΥΝ. μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει (προφ.): ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει: Εγώ θα του μιλήσω και ~ ~!, πέρα βρέχει & αλλού βρέχει (προφ.): για εντελώς αδιάφορο άνθρωπο: Εγώ σου μιλάω κι εσύ ~ ~! ΣΥΝ. ζαμανφού, (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει βλ. στάζω, σαν (τη) βρεγμένη γάτα βλ. γάτα, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. βρέχω]
γένιαγέ-νια ουσ. (ουδ.) (τα): τρίχες που φυτρώνουν στα μάγουλα, στο πιγούνι και στο άνω χείλος των ανδρών: αξύριστα/αραιά/μαύρα/σκληρά ~. Μακριά ~ (= γενειάδα). Άφησε ~ (: π.χ. σε ένδειξη πένθους). (για έφηβο) Έβγαλε ~. Βλ. μούσι, μουστάκι. ● γένι (το): γενειάδα ή το υπογένειο: κοντό/περιποιημένο ~. Πβ. πώγωνας. ● Υποκ.: γενάκι (το): υπογένειο. ● ΦΡ.: (ο παπάς πρώτα) βλογάει/ευλογάει τα γένια του (προφ.) 1. για άνθρωπο που ενδιαφέρεται πρωτίστως για τον εαυτό του. 2. (ειρων.) για κάποιον που επαινεί τον εαυτό του. Πβ. κοκορεύομαι., όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια (παροιμ.): όποιος έχει αυξημένες αρμοδιότητες, υψηλή θέση, προνόμια, επωμίζεται αναγκαστικά τις ευθύνες και τις σκοτούρες που αυτά συνεπάγονται., είναι πολλοί μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια βλ. μπαρμπέρης, μόνο του σπανού τα γένια δεν γίνονται βλ. σπανός [< μεσν. γένιν]
ευαγγέλιο[εὐαγγέλιο] ευ-αγ-γέ-λι-ο ουσ. (ουδ.) {ευαγγελί-ου | -ων} & (λαϊκό) βαγγέλιο 1. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ε) καθένα από τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης που διηγούνται τα γεγονότα της γέννησης, της ζωής, του θανάτου, της Ανάστασης και της Ανάληψης του Χριστού, παρουσιάζουν το περιεχόμενο του κηρύγματός του και τα κυριότερα δογματικά και ηθικά στοιχεία του Χριστιανισμού· συνεκδ. ιερό λειτουργικό βιβλίο με περικοπές από τα τέσσερα Ευαγγέλια· ειδικότ. εδάφιο, απόσπασμα που διαβάζεται από τον ιερέα σε εκκλησιαστική ακολουθία· κατ' επέκτ. η Καινή Διαθήκη και το αντίστοιχο βιβλίο: το κατά Ματθαίον/Μάρκον/Λουκάν/Ιωάννην ~ (αλλιώς κανονικά ~α, γιατί αποτελούν μέρος του Κανόνα της Αγίας Γραφής). Η μετάφραση των ~ων στη Δημοτική (βλ. Ευαγγελικά).|| Ενεπίγραφο/χειρόγραφο ~.|| Ανάγνωση του ~ου (από τον ιερέα). Το ~ της Κυριακής/της Μεγάλης Παρασκευής.|| Προσκυνώ/φιλώ το ~. Ο μάρτυρας ορκίστηκε στο ~. Βλ. πρωτ~. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. το αρχικό Ε) η διδασκαλία του Χριστού, οι χριστιανικές αρχές, ο χριστιανισμός: η αλήθεια/η διάδοση/η διακονία/η ερμηνεία/το κήρυγμα/τα μηνύματα/το πνεύμα του ~ου. 3. (μτφ.) συνήθ. για βιβλίο που περιλαμβάνει τις βασικές αρχές ιδεολογικού, πολιτικού, φιλοσοφικού συστήματος ή οι ίδιες οι αρχές, που συχνά υπόσχονται σωτηρία, ευτυχία: το ~ ενός κόμματος/της μεταπολεμικής διανόησης. Πβ. βίβλος.|| Κοινωνικό ~. 4. (μτφ.) καθετί που θεωρείται αυθεντία και ακολουθείται πιστά: Έχω τα έργα του για ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Απόκρυφα Ευαγγέλια/βιβλία & (σπάν.) ψευδεπίγραφα ευαγγέλια: θρησκευτικά κείμενα που περιέχουν λάθη και φανταστικά στοιχεία, φέρουν ψευδώς το όνομα κάποιου γνωστού εκκλησιαστικού προσώπου, δεν θεωρούνται θεόπνευστα και δεν έχουν περιληφθεί στον Κανόνα της Αγίας Γραφής: Τα Απόκρυφα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Τα απόκρυφα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης., Δώδεκα Ευαγγέλια: οι δώδεκα ευαγγελικές περικοπές που διαβάζονται τη Μεγάλη Πέμπτη και κατ' επέκτ. ο εσπερινός της Μεγάλης Πέμπτης., χαράς ευαγγέλια: για δήλωση πολύ μεγάλης χαράς, συνήθ. κατόπιν χαρμόσυνης είδησης ή γεγονότος., Γνωστικά Ευαγγέλια βλ. γνωστικός2, συνοπτικά Ευαγγέλια βλ. συνοπτικός ● ΦΡ.: άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο (προφ.): δεν ανήκει στις αρμοδιότητές μου: Αυτό που ζητάτε είναι ~ ~! Ποιος έχει δίκιο; ~ ~!, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο 1. (μτφ.) είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: Έτσι άκουσα να λένε, αλλά δεν βάζω και το ~ ~. ΣΥΝ. βάζω το χέρι μου στη φωτιά, παίρνω όρκο 2. (κυριολ.) για να ορκιστώ στο δικαστήριο. [< μτγν. εὐαγγέλιον 'ευχάριστα νέα', γαλλ. évangile, αγγλ. evangel, evangile]
ζευγάςζευ-γάς ουσ. (αρσ.) (παλαιότ.-λαϊκό): αγρότης που όργωνε με αλέτρι στο οποίο ήταν ζεμένο ζεύγος ζώων. Βλ. -άς. ΣΥΝ. ζευγολάτης ● ΦΡ.: ή παπάς-παπάς ή ζευγάς-ζευγάς (παροιμ.): δεν είναι δυνατόν να ασχολείται κάποιος με δύο πράγματα ταυτόχρονα και να τα κάνει σωστά., αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα βλ. βρέχω [< μεσν. ζευγάς]
καρδινάλιοςκαρ-δι-νά-λι-ος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ίου} (κ. με κεφαλ. Κ): τίτλος ανώτερου κληρικού της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας: το Κολέγιο των ~ίων (: το σημαντικότερο διοικητικό όργανο της Καθολικής Εκκλησίας). ~ που προτάθηκε για Πάπας. Βλ. κονκλάβιο. ● ΦΡ.: (με) ύφος χιλίων (/δέκα/εκατό/πολλών/σαράντα) καρδιναλίων: (με) αλαζονεία, υπεροψία: Έχει ~ ~. Με αντιμετώπισε με ~ ~. Βλ. τουπέ. [< μεσν. καρδινάλιος]
ράσορά-σο ουσ. (ουδ.) 1. φαρδύ, μαύρο ρούχο ιερωμένων και μοναχών που φτάνει ως τους αστραγάλους: καλογερίστικο ~. Βλ. άμφια. 2. (συνεκδ.) ο κλήρος· η ιερατική ή μοναστική ιδιότητα: Τιμά το ~ του.|| Φόρεσε/πέταξε τα ~α (= έγινε/έπαψε να είναι παπάς ή καλόγερος). Πβ. σχήμα. Βλ. αποσχηματισμός. ● ΦΡ.: τα ράσα δεν κάνουν τον παπά (παροιμ.): τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, τα αξιώματα δεν αντιπροσωπεύουν την πραγματική αξία κάποιου. Πβ. ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός., αλλού ο παπάς (κι) αλλού τα ράσα του βλ. παπάς, χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι βλ. καλόγερος [< μεσν. ράσον < λατ. rasum ‘(για μάλλινα ρούχα) με ξυρισμένο πέλος’]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ