Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παπαρούνα πα-πα-ρού-να ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. κοινή ονομασία ποώδους φυτού (γένος Papaver) με μεγάλα κόκκινα συνήθ. άνθη, που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό αλλά και για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες: οπιούχος ~ (= αφιόνι). ● ΦΡ.: γίνομαι κόκκινος/κοκκινίζω σαν (το) παντζάρι/(την) παπαρούνα/(τη) ντομάτα βλ. παντζάρι [< μεσν. παπαρούνα, πβ. ρουμ. paparoană]

παντζάρι

παντζάρι πα-ντζά-ρι ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) πατζάρι: ΒΟΤ. ποικιλία τεύτλου με βαθυκόκκινη, σαρκώδη, στρογγυλή ρίζα, που τρώγεται ωμή ή βρασμένη και μεγάλα, πλατιά, πράσινα φύλλα. ΣΥΝ. κοκκινογούλι ● ΦΡ.: γίνομαι κόκκινος/κοκκινίζω σαν (το) παντζάρι/(την) παπαρούνα/(τη) ντομάτα (μτφ.): κοκκινίζω συνήθ. από ντροπή, αμηχανία ή έξαψη, ένταση. [< τουρκ. pancar]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.