Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • παράθυρο πα-ρά-θυ-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ύρου} 1. άνοιγμα σε τοίχο ή μεταφορικό μέσο, καλυμμένο συνήθ. με τζάμι, το οποίο επιτρέπει τη θέα, αλλά και τον αερισμό-φωτισμό· ιδ. συνεκδ. το πλαίσιό του, τα παραθυρόφυλλα ή/και το τζάμι του: δίφυλλο/εσωτερικό/τυφλό (: που δεν έχει θέα)/ψηλό ~. Το γείσο/η κάσα/η κορνίζα/το κούφωμα/τα παντζούρια/το περβάζι/το τελάρο του ~ύρου. ~α με κάγκελα/κουρτίνες/ρόμαν/σίτες/στόρια. Τα ~α βλέπουν (= έχουν θέα) στη θάλασσα.|| Αλουμινένια/μεταλλικά/ξύλινα/πλαστικά ~α.|| Ανοιχτά/κλειστά ~α. Ανακλινόμενα (βλ. κουμπάσο)/ανοιγόμενα/συρόμενα ~α. Οι γρίλιες/ο μεντεσές/το πόμολο/ο σύρτης του ~ύρου. Ασφάλειες ~ύρων. Βλ. τουρνικέ.|| Τα ~α έχουν θολώσει. Καθαρίζω/πλένω τα ~α.|| Τα (στρογγυλά) ~α των πλοίων (= φινιστρίνια).|| (σε αυτοκίνητο:) Ηλεκτρικά/πλευρικά ~α. Κατεβάζω το ~.|| (σε αεροπλάνο:) Επιλογή θέσης δίπλα σε ~.|| (κατ' επέκτ., σε φριτέζα:) ~ παρακολούθησης τηγανίσματος. Βλ. παραθυράκι, πορτοπαράθυρα. 2. ΠΛΗΡΟΦ. ορθογώνιο πλαίσιο στην οθόνη του υπολογιστή, στο οποίο εμφανίζεται αρχείο, πρόγραμμα ή ιστοσελίδα: αναδυόμενο/ενεργό ~. Βασικό/κεντρικό/κύριο ~ εφαρμογής. ~ εργασιών/περιήγησης. Ελαχιστοποίηση/κλείσιμο/μεγιστοποίηση/μετακίνηση ~ύρου. Διαχειριστής/εναλλαγή/σύστημα/τακτοποίηση ~ύρων. Εμφανίζεται ~ με τίτλο ... Βλ. φόρμα. 3. (μτφ.) οτιδήποτε παρέχει τη δυνατότητα επαφής με κάτι θετικό: το βιβλίο/το διαδίκτυο/η εκπαιδευτική τηλεόραση ως ~ στον κόσμο της γνώσης. Με τα τεχνολογικά επιτεύγματα ανοίγεται ένα ~ στο μέλλον. ● Μεγεθ.: παραθυράρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: τεκτονικό παράθυρο: ΓΕΩΛ. πετρώματα που βρίσκονται κάτω από άλλα και έρχονται στην επιφάνεια λόγω ρηγμάτων ή αποσάθρωσης., τηλεοπτικό παράθυρο & παράθυρο της τηλεόρασης & (προφ.) παράθυρο: ΤΗΛΕΟΡ. καθένα από τα ορθογώνια συνήθ. πλαίσια στα οποία χωρίζεται η τηλεοπτική εικόνα, για να εμφανιστούν τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε εκπομπή, παρουσιαστές, συνεργάτες ή/και καλεσμένοι· (συνεκδ., στον πληθ.) δελτία ειδήσεων ή κυρ. ειδησεογραφικές εκπομπές: Βγήκε στα ~ά ~α να καταγγείλει ...|| Γυρνά από ~ ~ σε ~ ~ (βλ. μαϊντανός). ΣΥΝ. τηλεπαράθυρο, πλαίσιο/παράθυρο διαλόγου βλ. πλαίσιο ● ΦΡ.: ανοίγω (ένα) παράθυρο (μτφ.): δίνω ευκαιρίες ή δυνατότητες σε κάποιον, του αφήνω περιθώρια για κάτι: ~ξαν ~ συνεργασίας. Η συναίνεση ~ξε ~ αισιοδοξίας/ευκαιρίας. [< γαλλ. οuvrir une fenêtre sur, αγγλ. window of opportunity] , απ' το παράθυρο (προφ.): με παράνομο, παράτυπο τρόπο: μετεγγραφές/προσλήψεις ~ ~., αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο (μτφ.): αφήνω ανοιχτό το ενδεχόμενο: Άφησαν ανοιχτό ~ για πρόωρες εκλογές. ~σε ανοιχτό το ~ του διαλόγου. ΣΥΝ. αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι, μπαίνω απ' το παράθυρο (μτφ.-προφ.): επιτυγχάνω τον στόχο μου παράνομα ή αντικανονικά: Μπήκαν ~ ~ (= διορίστηκαν), χωρίς να δώσουν εξετάσεις.|| Η ομάδα μπήκε ~ ~ στα ημιτελικά., πετώ κάτι απ' το παράθυρο (μτφ.-προφ.): απορρίπτω κάτι, θεωρώντας το ασήμαντο, ανάξιο λόγου: Πέταξαν την πρόταση ~. Βλ. εκπαραθυρώνω. [< αγγλ. throw out of the window] , πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα (μτφ.-προφ.): τα σπαταλώ αλόγιστα, κάνω περιττά έξοδα. [< γαλλ. jeter mon argent par les fenêtres] , όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο βλ. πόρτα, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1: μεσν. παράθυρο(ν) 2: αγγλ. window, 1974, 3: γαλλ. fenêtre]
  • παραθυρόφυλλο πα-ρα-θυ-ρό-φυλ-λο ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} 1. καθένα από τα ξύλινα ή μεταλλικά συνήθ. πλαίσια που κλείνουν εξωτερικά τα παράθυρα, για να μην μπαίνει φως και να προστατεύεται το τζάμι. ΣΥΝ. παντζούρι 2. καθένα από τα δύο φύλλα παραθύρου που έχουν τζάμι και σφραγίζουν εσωτερικά το άνοιγμά του.

διώχνω

διώχνω διώ-χνω ρ. (μτβ.) {έδιω-ξα, διώ-ξει, διώ-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -γμένος, διώχν-οντας} 1. υποχρεώνω κάποιον να φύγει από έναν τόπο ή χώρο: Τον ~ξα για να μείνω μόνος μου (= τον ξαπόστειλα, ξεφορτώθηκα). Τον ~ξε κακήν κακώς/με τις κλοτσιές (= τον πέταξε έξω). Αναγκάστηκαν να ~ξουν τον κόσμο, επειδή δεν υπήρχαν άλλα εισιτήρια (: του είπαν να φύγει). Βλ. απο~.|| (μτφ.) Η ακρίβεια ~ει τους καταναλωτές από την αγορά (= αποθαρρύνει).|| ~ξαν τους εισβολείς/τους εχθρούς (= τους απέκρουσαν/απώθησαν). ~γμένοι (βίαια) από τη γη/τις εστίες τους (= εκδιωγ-, εκπατρισ-, εκτοπισ-μένοι). 2. {συνήθ. στο γ' πρόσ.} παύω κάποιον από τη θέση που κατέχει· τον απολύω: Τον ~ξαν απ' τη δουλειά. Πβ. αποπέμπω. 3. απομακρύνω κάποιον ή κάτι: Τον ~ξε από κοντά της (: διέκοψε κάθε σχέση μαζί του).|| (ΑΘΛ.) ~ξε την μπάλα/το σουτ σε κόρνερ (= απέκρουσε).|| (μτφ.) Απορρυπαντικό που ~ει (= εξαφανίζει) τους λεκέδες. Η άσκηση ~ει το άγχος και το στρες. Διώξε (μακριά) τις ενοχλητικές σκέψεις/τη λύπη. ● ΦΡ.: τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο (μτφ.-προφ.): όταν δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από κάποιον. [< γαλλ. chassez-le par la porte, il rentrera par la fenêtre ] , ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα βλ. άγριος [< μεσν. διώχνω]

εκπαραθυρώνω

εκπαραθυρώνω [ἐκπαραθυρώνω] εκ-πα-ρα-θυ-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {εκπαραθύρω-σε, εκπαραθυρώ-θηκε, εκπαραθυρών-οντας} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.-επιτατ.) διώχνω, παύω κάποιον από τη θέση του με άσχημο τρόπο: ~θηκαν υπουργοί. ΣΥΝ. αποπέμπω, εκδιώκω, καρατομώ.|| Μοντέρνες ιδέες ~ουν τις παλιές. Πβ. αποκαθηλώνω. 2. (σπάν.) πετώ κάποιον από το παράθυρο. [< γαλλ. défenestrer]

παραθυράκι

παραθυράκι πα-ρα-θυ-ρά-κι ουσ. (ουδ.) (υποκ.) 1. (μτφ.) ασάφεια ή παράλειψη σε νόμο, κανονισμό που επιτρέπει σε κάποιον να παρακάμψει δυσκολίες, εμπόδια ή να μην υποστεί κυρώσεις: Βρήκε ένα ~ και τελικά αθωώθηκε. Η νέα ρύθμιση αφήνει πολλά ~ια. 2. (μτφ.) δυνατότητα να γίνει κάτι διαφορετικά από το καθορισμένο, το προβλεπόμενο: Άφησε ένα ~ ανοιχτό για ενδεχόμενη συνεργασία. Πβ. περιθώριο. 3. ΤΗΛΕΟΡ. (σε τηλεοπτικές συζητήσεις) ορθογώνιο πλαίσιο που αποτελεί μέρος της τηλεοπτικής εικόνας και στο οποίο εμφανίζεται ο συνομιλητής του παρουσιαστή που δεν βρίσκεται στο ίδιο με αυτόν στούντιο. Βλ. τηλεοπτικό παράθυρο. 4. μικρό παράθυρο: Το ~ του μπάνιου. 5. ΠΛΗΡΟΦ. μικρός ορθογώνιος χώρος στην οθόνη υπολογιστή όπου εμφανίζονται τα δεδομένα αρχείου ή προγράμματος. 6. ΑΘΛ. (προφ.) το γάμα της εστίας: άπιαστο σουτ στο ~. [< 4: μεσν. παραθυράκι]

πλαίσιο

πλαίσιο πλαί-σι-ο ουσ. (ουδ.) {πλαισί-ου} 1. (μτφ.) νοητά όρια μέσα στα οποία εκδηλώνεται κάτι: δημοσιονομικό/διεκδικητικό/εργασιακό/κανονιστικό/ρυθμιστικό/χρονικό ~. Το θεωρητικό ~ ενός μαθήματος (πβ. υπόβαθρο). Το (βασικό) ~ λειτουργίας ενός προγράμματος. Προτάσεις ανάπτυξης σε περιφερειακό/τοπικό ~. Καθορίζεται/προτείνεται ένα νέο ~ ανάλυσης/αναφοράς/αρχών/δράσης. Κινούνται μέσα σε (ένα) ασφυκτικό ~/αυστηρά ~α. Έργο που εντάσσεται στο γενικό/ευρύτερο ~ συνεργασίας των δύο φορέων. Δεν περιορίζεται σε στενά ~α.|| Βιβλίο/συγγραφέας που εξετάζει/παρουσιάζει/συνθέτει το διεθνές/ιστορικό/οικονομικό/πνευματικό/πολιτικό/πολιτιστικό ~ της εποχής. Πβ. συνθήκες.|| Το παιδί μέσα στο οικογενειακό/σχολικό ~. Πβ. περιβάλλον. 2. καθετί, συνήθ. κατασκευή, που περιβάλλει και εσωκλείει κάτι: ορθογώνιο/τετράγωνο ~. Ανοξείδωτο/μεταλλικό/ξύλινο ~. Διακοσμητικό ~. Το ~ του καθρέφτη/της οθόνης (: του Η/Υ ή της τηλεόρασης)/του παραθύρου/της πόρτας (= κάσα). Φωτογραφία με/χωρίς ~ (= κορνίζα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΥΠΟΓΡ.) Μαύρο ~ γύρω από την εικόνα. Κείμενο μέσα σε ~/(λόγ.) εντός ~ου. 3. σκελετός (κατασκευής): το ~ του αυτοκινήτου (= σασί)/της μοτοσικλέτας/του ποδηλάτου.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~α δαπέδων/οροφών. 4. ΠΛΗΡΟΦ. {συνήθ. στον πληθ.} αρχείο HTML το οποίο ενεργεί ως δομή μιας σύνθετης ιστοσελίδας που είναι χωρισμένη οριζόντια ή κατακόρυφα σε πολλά επιμέρους τμήματα, ανεξάρτητα μεταξύ τους. ● Υποκ.: πλαισιάκι (το): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ακρ. ΕΣΠΑ): ΠΟΛΙΤ. έγγραφο αναφοράς για τον προγραμματισμό των Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε εθνικό επίπεδο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: ~ ~ 2007-2013. [< αγγλ. National Strategic Reference Framework (NSRF)] , Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες): έγγραφο της αρμόδιας για θέματα παιδείας Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο περιγράφονται οι γνώσεις και δεξιότητες που πρέπει να αναπτύξουν οι μαθητές, ώστε να χρησιμοποιούν μια ξένη γλώσσα, για να επικοινωνούν, και ορίζονται τα επίπεδα γλωσσομάθειας. [< αγγλ. Common European Framework of Reference (for languages)] , πλαίσιο/παράθυρο διαλόγου: ΠΛΗΡΟΦ. που εμφανίζεται συνήθ. αυτόματα στην οθόνη του υπολογιστή, παρέχοντας στον χρήστη πληροφορίες για τη λειτουργία ενός προγράμματος ή ζητώντας την εισαγωγή δεδομένων. [< αγγλ. dialogue box, 1984] , αριθμός πλαισίου βλ. αριθμός, Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης βλ. κοινοτικός, νόμος-πλαίσιο βλ. νόμος, Πρόγραμμα Πλαίσιο βλ. πρόγραμμα, σύμβαση(-)πλαίσιο βλ. σύμβαση, φωτοβολταϊκό πάνελ βλ. φωτοβολταϊκός ● ΦΡ.: (μέσα) στα/έξω από τα πλαίσια/το πλαίσιο & (λόγ.) εντός/εκτός του πλαισίου/των πλαισίων: σύμφωνα με/αντίθετα προς: Αρμοδιότητα που βρίσκεται/εντάσσεται μέσα στα δημοκρατικά πλαίσια των καθηκόντων του.|| Δρουν εκτός/εντός θεσμικού/νομικού/νομοθετικού ~ου (= παράνομα/νόμιμα)., σε γενικά πλαίσια: σε γενικές γραμμές., σε λογικά πλαίσια: για κάτι που δεν είναι υπερβολικό: Τιμές που κυμαίνονται ~ ~., στο πλαίσιο (+ γεν.) & μέσα στο πλαίσιο & στα πλαίσια & μέσα στα πλαίσια: επ' ευκαιρία, με αφορμή, κατά τη διάρκεια: συνέντευξη Τύπου ~ ~ της διάσκεψης κορυφής. Εκδηλώσεις ~ ~ του εορτασμού της 25ης Μαρτίου. [< αγγλ. (with)in the framework of, γαλλ. dans le cadre de] , κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός [< 1,2: αρχ. πλαίσιον 3: γερμ. Rahmen 4: αγγλ. frame]

πόρτα

πόρτα πόρ-τα ουσ. (θηλ.) 1. κινητή, συνήθ. επίπεδη επιφάνεια, που ανοιγοκλείνει, φράσσοντας την είσοδο χώρου, συσκευής ή οχήματος· συνεκδ. η ίδια η είσοδος, συνήθ. η κεντρική: αυτόματη/γυάλινη/δίφυλλη/εξωτερική/εσωτερική/μονόφυλλη/μπροστινή/ξύλινη/περιστρεφόμενη/σιδερένια (= σιδερόπορτα)/συρόμενη ~. Η ~ του γραφείου/του διαμερίσματος/του δωματίου/της πολυκατοικίας/της τάξης. Η ~ του φράχτη. Η ~ της ντουλάπας/του ντουλαπιού. Η ~ του ασανσέρ/του φούρνου/του ψυγείου. Η ~ του αεροπλάνου. Η κάσα/η κλειδαριά/το κουδούνι/το μάτι/το πόμολο της ~ας. Οι ~ες του αυτοκινήτου/λεωφορείου. ~ες αλουμινίου. Ανοίγω/κλειδώνω/(για κλέφτη:) παραβιάζω/σπάω την ~. Άφησε την ~ ανοιχτή/μισάνοιχτη/ξεκλείδωτη. Έκλεισε την ~ (πίσω του) με βρόντο. Κάποιος (μου) χτυπάει την ~. Βγαίνω/μπαίνω από την ~. Κρύφτηκε πίσω/περίμενε έξω από την ~. Φυγαδεύτηκε από την πίσω/πλαϊνή ~. Ρίχνουν φυλλάδια κάτω από τις ~ες (βλ. χαραμάδα).|| Η διπλανή ~ (= το γειτονικό διαμέρισμα ή σπίτι). Βλ. αυλό-, γκαραζό-, εξώ-, καγκελό-, μπαλκονό-πορτα. ΣΥΝ. θύρα (1) 2. πύλη: η ~ του κάστρου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ (= πόρταλ) σύνδεσης (δικτύου). 3. (μτφ.) δυνατότητα, ευκαιρία, πρόσβαση: Η ~ της επιχείρησης είναι ανοιχτή/κλειστή για/σε κάποιον. Ανοίγουν ~ες εργασίας για χιλιάδες νέους. 4. (προφ.) πορτιέρης ή φέις-κοντρόλ: Δουλεύει ~.|| Κάνει ~ σε κλαμπ.πόρτες (οι): παιχνίδι στο τάβλι: Μια παρτίδα ~. Βλ. πλακωτό, φεύγα.|| Κάνω ~ (: βάζω τουλάχιστον δύο πούλια του ίδιου χρώματος στη σειρά, κλείνοντας τον αντίπαλο). ● Υποκ.: πορτάκι (το): στη σημ. 1., πορτίτσα (η): στη σημ. 1., πορτούλα (η): στη σημ. 1. ΣΥΝ. πορτόνι (2) ● ΣΥΜΠΛ.: πόρτα ασφαλείας: θωρακισμένη και με κλειδαριά ασφαλείας, ώστε να είναι απαραβίαστη. ● ΦΡ.: ανοίγω την πόρτα της εξόδου (μτφ.): φεύγω, παραιτούμαι ή χωρίζω., από την πίσω πόρτα (μτφ.): με αδιαφανείς, μη αξιοκρατικές διαδικασίες, με πλάγια μέσα, κρυφά: Τη δουλειά δεν την ήξερε, μπήκε όμως ~ ~. Προωθούνται ~ ~., αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι (μτφ.-προφ.): δεν αποκλείω κάποιο ενδεχόμενο: Άφησε ~ ~ για/σε μελλοντική συνεργασία. ΣΥΝ. αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή (μτφ.-προφ.): όπου κι αν απευθύνθηκε (συνήθ. για βοήθεια) έλαβε αρνητική απάντηση: Έψαξε για δουλειά, αλλά βρήκε ~ ~., δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον (μτφ.-προφ.): τον διώχνω, τον απολύω ή τον χωρίζω., δεν χωράει (να περάσει) απ' την πόρτα (μτφ.-προφ.): είναι πολύ παχύς., έξω από την/δυο βήματα από την/δίπλα στην πόρτα μου (μτφ.): πολύ κοντά στο σπίτι μου: Βρήκε δουλειά ~ ~ του., κάτι μου χτυπάει την πόρτα (μτφ.): παρουσιάζεται στη ζωή μου: Η ατυχία/η επιτυχία/η ευτυχία/ο έρωτας του χτύπησε ~., κι έξω από την πόρτα! (προφ.): για διώξιμο κάποιου με συνοπτικές διαδικασίες: τα παπούτσια στο χέρι ~ ~!, κλείνει τις πόρτες του: για επιχείρηση που παύει να λειτουργεί: Το ξενοδοχείο έκλεισε ~ ~ λόγω ανακαίνισης., κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον (προφ.): αρνούμαι χωρίς δεύτερη κουβέντα να δεχτώ κάποιον, τον διώχνω με αποφασιστικό τρόπο: Γύρισε πίσω, αλλά του ~σε ~ στα μούτρα.|| Δεν κλείνω την πόρτα σε (= δεν αποκλείω) μια τέτοια πιθανότητα., ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα (οικ.): για να δηλωθεί ομαδική, εκούσια ή ακούσια, αποχώρηση, φυγή: Ένας, ένας παρακαλώ και ~ ~. Άρχισαν οι εκκαθαρίσεις ... ~ ~., όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο: η ανέχεια, η μιζέρια φθείρουν τον έρωτα., πίσω από κλειστές πόρτες (μτφ.): στα κρυφά, χωρίς να δοθεί δημοσιότητα: Παίρνουν αποφάσεις/το θέμα συζητείται ~ ~., πόρτα πόρτα/από πόρτα σε πόρτα: από σπίτι σε σπίτι: Εξυπηρέτηση πελατών ~ ~. Διανομή/ενημέρωση/μεταφορές/πωλήσεις/υπηρεσία ~ ~. Τα παιδιά γυρίζουν από ~ σε ~ και λένε τα κάλαντα., πόρτα! (προφ.): για να δηλωθεί ενόχληση, όταν κάποιος φεύγει, χωρίς να κλείσει την πόρτα., της διπλανής πόρτας 1. απλός, καθημερινός, που ανταποκρίνεται στον μέσο όρο: άνθρωπος/γυναίκα/παιδί ~ ~. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ξένο, δεν μας αφορά: Τα ναρκωτικά δεν είναι πρόβλημα ~ ~, είναι και δικό μας. [< αγγλ. next door, 1961] , τρώω πόρτα (αργκό) 1. μου απαγορεύουν την είσοδο σε κέντρο διασκέδασης ή εστιατόριο: ~ ~ σε κλαμπ. 2. αποτυγχάνω: Προσπάθησε, αλλά έφαγε ~., χτυπάω πόρτες (μτφ.): ζητώ κάτι, συνήθ. βοήθεια ή χάρη, από κάποιον: Έτρεξε, χτύπησε ~, αλλά κανείς δεν τον βοήθησε. Χτύπησε πολλές ~, αλλά δεν τα κατάφερε., χτυπώ λάθος πόρτα: απευθύνομαι σε ακατάλληλο ή αναρμόδιο πρόσωπο ή ζητώ βοήθεια από αυτό., ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, πόρτα για τον χειμώνα βλ. χειμώνας, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα βλ. βροντά, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1,2: μτγν. πόρτα, ιταλ. porta 4: αγγλ. door]

τουρνικέ

τουρνικέ τουρ-νι-κέ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΤΕΧΝΟΛ. περιστρεφόμενος σταυρωτός μεταλλικός μηχανισμός που επιτρέπει την είσοδο σε δημόσιο χώρο ενός κάθε φορά ατόμου: ~ σταδίου. ~ σε γήπεδο/σούπερ-μάρκετ/τράπεζα. ~ με ενσωματωμένο σύστημα συναγερμού/με καρταναγνώστη. Εξωτερικά/εσωτερικά/οπτικά ~. 2. αιμοστατικός επίδεσμος. 3. ΤΕΧΝΟΛ. μεταλλικό εξάρτημα που συγκρατεί πόρτα ή παράθυρο, ώστε να μένουν ανοιχτά. [< γαλλ. tourniquet]

φορμά

φορμά βλ. φορμάτ

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.