παράνομος , η, ο πα-ρά-νο-μος επίθ.: που αντιτίθεται στους ισχύοντες νόμους ή που έγινε κατά παράβασή τους: (για πρόσ.) ~ος: εργάτης/μετανάστης.|| ~ος: διορισμός/πλουτισμός/ραδιοσταθμός/τζόγος. ~η: αγορά/(οικοδομική/πολεοδομική)άδεια/αλιεία (= λαθραλιεία)/απασφάλιση/απόλυση/απόφαση/διακίνηση (εισιτηρίων)/δραστηριότητα/εκμετάλλευση/εργασία (π.χ. παιδική)/κατοχή (όπλων)/κράτηση/λειτουργία(καταστήματος)/οικονομία (= παραοικονομία)/οργάνωση/στάθμευση/σύλληψη/συμφωνία/συναλλαγή/υιοθεσία/υλοτομία. ~ο: εμπόριο/καθεστώς/κτίσμα/κύκλωμα/κυνήγι/παιχνίδι/περιεχόμενο (του διαδικτύου)/στοίχημα/υλικό (από το διαδίκτυο)/χρήμα (: που αποκτήθηκε με ~ο τρόπο). ~ες: εισαγωγές/εξαγωγές/ουσίες (π.χ. ναρκωτικά). ~α: έσοδα/κέρδη/συμφέροντα.|| ~η: σχέση (= εξωσυζυγική). ~ο: ζευγάρι. ΣΥΝ. άνομος ΑΝΤ. έννομος, νόμιμος ● Ουσ.: παράνομος (ο): αυτός που παραβαίνει τους νόμους. ● επίρρ.: παράνομα & (λόγ.) παρανόμως [< αρχ. παράνομος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.