Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παράνομος , η, ο πα-ρά-νο-μος επίθ.: που αντιτίθεται στους ισχύοντες νόμους ή που έγινε κατά παράβασή τους: (για πρόσ.) ~ος: εργάτης/μετανάστης.|| ~ος: διορισμός/πλουτισμός/ραδιοσταθμός/τζόγος. ~η: αγορά/(οικοδομική/πολεοδομική)άδεια/αλιεία (= λαθραλιεία)/απασφάλιση/απόλυση/απόφαση/διακίνηση (εισιτηρίων)/δραστηριότητα/εκμετάλλευση/εργασία (π.χ. παιδική)/κατοχή (όπλων)/κράτηση/λειτουργία(καταστήματος)/οικονομία (= παραοικονομία)/οργάνωση/στάθμευση/σύλληψη/συμφωνία/συναλλαγή/υιοθεσία/υλοτομία. ~ο: εμπόριο/καθεστώς/κτίσμα/κύκλωμα/κυνήγι/παιχνίδι/περιεχόμενο (του διαδικτύου)/στοίχημα/υλικό (από το διαδίκτυο)/χρήμα (: που αποκτήθηκε με ~ο τρόπο). ~ες: εισαγωγές/εξαγωγές/ουσίες (π.χ. ναρκωτικά). ~α: έσοδα/κέρδη/συμφέροντα.|| ~η: σχέση (= εξωσυζυγική). ~ο: ζευγάρι. ΣΥΝ. άνομος ΑΝΤ. έννομος, νόμιμος ● Ουσ.: παράνομος (ο): αυτός που παραβαίνει τους νόμους. ● επίρρ.: παράνομα & (λόγ.) παρανόμως [< αρχ. παράνομος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.