παράσιτο πα-ρά-σι-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίτου} 1. ΒΙΟΛ. ζωικός ή φυτικός οργανισμός που ζει και αναπτύσσεται πάνω ή μέσα σε άλλον (ξενιστής), από τον οποίο και τρέφεται, προκαλώντας ασθένεια ή βλάβη: επικίνδυνα/παθογόνα ~α. Βλ. βακτήριο, ενδο-, εξω-παράσιτα, μύκητας, σαπρόφυτα.|| (ΙΑΤΡ.-ΚΤΗΝ.) Ενδοκυτταρικά ~α. Εντερικά ~α (βλ. αμοιβάδα, εντερό-, εχινό-κοκκος). Το ~ της ελονοσίας (= πλασμώδιο). Μετάδοση ~ίτου. Μόλυνση από ~ (= παρασίτωση). ~α της γάτας/σκύλων. Βλ. βδέλλα, κοριός, μυζητήρας, ψείρα, ψύλλος.|| (ΓΕΩΠ.) Φυτικά ~α (= φυτοπαράσιτα). Αντιμετώπιση/καταπολέμηση ~ίτων. Τα ~α των καλλιεργειών. Πβ. ζιζάνιο. Βλ. ακάρεα, δάκος της ελιάς, μελίγκρα, περονόσπορος.2. (μτφ.-μειωτ.) πρόσωπο που ζει σε βάρος άλλων: κοινωνικά/κρατικά (βλ. κρατικοδίαιτος) ~α. Πβ. κηφήνας, κοπρίτης, παρακεντές. ● παράσιτα (τα): ΗΛΕΚΤΡΟΝ. παρεμβολές: ραδιοφωνικά ~. Ήχος χωρίς ~ (βλ. σκρατς). Η τηλεόραση κάνει ~ (= νερά· βλ. χιόνι). Πβ. διαφωνία. [< γαλλ. parasites, 1923] [< γαλλ.-αγγλ. parasite]
παρασιτοκτόνος , ος, ο πα-ρα-σι-το-κτό-νος επίθ. (λόγ.): που σκοτώνει τα παράσιτα. Βλ. -κτόνος. ● Ουσ.: παρασιτοκτόνο (το): ΦΑΡΜΑΚ. χημικό παρασκεύασμα για την καταπολέμηση παρασίτων: συνθετικά ~α. Βλ. -κτόνο. [< γαλλ.-αγγλ. parasiticide]
παρασιτολογία πα-ρα-σι-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των παρασίτων καθώς και με την επίδρασή τους στον ανθρώπινο οργανισμό. Βλ. -λογία. [< γαλλ. parasitologie, αγγλ. parasitology]
παρασιτολογικός , ή, ό πα-ρα-σι-το-λο-γι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την παρασιτολογία: ~ή: εξέταση κοπράνων. [< γαλλ. parasitologique, αγγλ. parasitological]
παράσιτος , η, ο πα-ρά-σι-τος επίθ.: που ζει σε βάρος άλλου: ~οι: οργανισμοί (= παρασιτικοί). [< πβ. αρχ. παράσιτος ‘ομοτράπεζος, συντηρούμενος’, γαλλ. parasite]
ακάρεα
ακάρεα [ἀκάρεα] α-κά-ρε-α ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. άκαρ-ι, ακάρ-εως}: ΖΩΟΛ. ομάδα μικροσκοπικών αραχνοειδών ζωυφίων (π.χ. σκόρος, τσιμπούρι) που ζουν κυρ. παρασιτικά, συχνά ως φορείς ασθενειών: αλλεργιογόνα/σαπροφυτικά/φυτοφάγα ~. ~ δέντρων/σκόνης/σκουριάς. ~ στην επιφάνεια του δέρματος/στο υπνοδωμάτιο. Το ~ι προσβάλλει τις καλλιέργειες. [< αρχ. ἀκαρί ‘είδος σκουληκιού’, νεολατ. acarus, γαλλ. acariens]
αμοιβάδα
αμοιβάδα [ἀμοιβάδα] α-μοι-βά-δα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. πρωτόζωο που ζει στο νερό (γλυκό ή θαλασσινό), σε υγρό έδαφος ή στον οργανισμό ως παράσιτο, αλλάζει συνεχώς μορφή και σχηματίζει προσωρινά ψευδοπόδια για μετακίνηση ή αναζήτηση τροφής: Η ~ είναι ο απλούστερος, μονοκύτταρος ευκαρυωτικός οργανισμός.|| ~ες του εντέρου (βλ. αμοιβάδωση). [< αρχ. ἀμοιβάς 'που εναλλάσσεται', γαλλ. amibe, αγγλ. amoeba]
βακτήριο
βακτήριο βα-κτή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {βακτηρί-ου, συνήθ. στον πληθ.}: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κάθε μονοκύτταρος προκαρυωτικός μικροοργανισμός, συνήθ. παθογόνος, που αναπτύσσεται στο φυσικό περιβάλλον ή παρασιτικά στο σώμα ζωικών και φυτικών οργανισμών: ραβδοειδή/σπειροειδή/σπορογόνα/σφαιρικά ~α. Επιβλαβή/ωφέλιμα (βλ. προβιοτικά, χλωρίδα) ~α. (Αν)αερόβια/ανθεκτικά (πβ. υπερβακτήρια)/(οξυ)γαλακτικά (= γαλακτοβάκιλοι)/γενετικά τροποποιημένα ~α. Gram αρνητικά/θετικά ~α. Αποικίες/στελέχη ~ων. Βλ. αγρο~, αρχαιοβακτήρια, ιός, μικρόβιο, μύκητας, μυκόπλασμα, πρωτόζωο.|| (ειδικότ.) ~ του άνθρακα/γένους ... Μόλυνση από το ~ της σαλμονέλας/του τετάνου/της φυματίωσης. ~ που προσβάλλουν ... Βλ. βάκιλος, εντερο~, ελικο-, καμπυλο-, κολο-, μυκο-βακτηρίδιο, γονό-, εχινό-, μηνιγγιτοδό-, πνευμονιό-, σταφυλό-, στρεπτό-κοκκος, λιστέρια, τρεπόνημα, ψευδομονάδα. ΣΥΝ. βακτηρίδιο [< αρχ. βακτήριον 'μικρό ραβδί, μπαστουνάκι', γαλλ. bactérie, αγγλ. bacterium, γερμ. Bakterium]
βδέλλα
βδέλλα βδέλ-λα ουσ. (θηλ.) & αβδέλλα 1. ΖΩΟΛ. είδος σκουληκιού (της τάξης Hirudinea), παρασιτικός οργανισμός που ζει σε έλη, λίμνες ή και στην ξηρά και τρέφεται απομυζώντας το αίμα ζωντανών οργανισμών: αφαιμάξεις με ~ες.2. (μτφ.) για άτομο που προσκολλάται στους άλλους, που ζει ή ενεργεί εις βάρος τους: Κόλλησε πάνω του σαν ~ (πβ. στρείδι). Βλ. παράσιτο. ΣΥΝ. βεντούζα (3), κολλιτσίδα (1), τσιμπούρι (2) [< αρχ. βδέλλα]
-κτόνο
-κτόνο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν χημικό σκεύασμα για την εξουδετέρωση παρασιτικών οργανισμών: ακαρεο~/βιο~/εντομο~ (βλ. -απωθητικό)/ζιζανιο~/κατσαριδο~/μυκητο~/μυο~/παρασιτο~/σκορο~/τρωκτικο~/φυτο~.
-κτόνος
-κτόνος (λόγ.) επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνει 1. πρόσωπο που έχει διαπράξει φόνο: (συνήθ. ουσ.) αδελφο~/ανθρωπο~/γυναικο~/μητρο~/παιδο~/πατρο~/(ΙΣΤ.) τυραννο~.|| Εθνο~/γενο~.|| (μτφ.) Τυπο~.2. την εξουδετερωτική δράση χημικού συνήθ. σκευάσματος: (κυρ. επίθ. -κτόνος, ος/α, ο) μυκητο~/παρασιτο~ ουσία. Βλ. -κτόνο.
-λογία
-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός.2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~.3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~.4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.