Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • παράσιτο πα-ρά-σι-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίτου} 1. ΒΙΟΛ. ζωικός ή φυτικός οργανισμός που ζει και αναπτύσσεται πάνω ή μέσα σε άλλον (ξενιστής), από τον οποίο και τρέφεται, προκαλώντας ασθένεια ή βλάβη: επικίνδυνα/παθογόνα ~α. Βλ. βακτήριο, ενδο-, εξω-παράσιτα, μύκητας, σαπρόφυτα.|| (ΙΑΤΡ.-ΚΤΗΝ.) Ενδοκυτταρικά ~α. Εντερικά ~α (βλ. αμοιβάδα, εντερό-, εχινό-κοκκος). Το ~ της ελονοσίας (= πλασμώδιο). Μετάδοση ~ίτου. Μόλυνση από ~ (= παρασίτωση). ~α της γάτας/σκύλων. Βλ. βδέλλα, κοριός, μυζητήρας, ψείρα, ψύλλος.|| (ΓΕΩΠ.) Φυτικά ~α (= φυτοπαράσιτα). Αντιμετώπιση/καταπολέμηση ~ίτων. Τα ~α των καλλιεργειών. Πβ. ζιζάνιο. Βλ. ακάρεα, δάκος της ελιάς, μελίγκρα, περονόσπορος. 2. (μτφ.-μειωτ.) πρόσωπο που ζει σε βάρος άλλων: κοινωνικά/κρατικά (βλ. κρατικοδίαιτος) ~α. Πβ. κηφήνας, κοπρίτης, παρακεντές.παράσιτα (τα): ΗΛΕΚΤΡΟΝ. παρεμβολές: ραδιοφωνικά ~. Ήχος χωρίς ~ (βλ. σκρατς). Η τηλεόραση κάνει ~ (= νερά· βλ. χιόνι). Πβ. διαφωνία. [< γαλλ. parasites, 1923] [< γαλλ.-αγγλ. parasite]
  • παρασιτοκτόνος , ος, ο πα-ρα-σι-το-κτό-νος επίθ. (λόγ.): που σκοτώνει τα παράσιτα. Βλ. -κτόνος. ● Ουσ.: παρασιτοκτόνο (το): ΦΑΡΜΑΚ. χημικό παρασκεύασμα για την καταπολέμηση παρασίτων: συνθετικά ~α. Βλ. -κτόνο. [< γαλλ.-αγγλ. parasiticide]
  • παρασιτολογία πα-ρα-σι-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των παρασίτων καθώς και με την επίδρασή τους στον ανθρώπινο οργανισμό. Βλ. -λογία. [< γαλλ. parasitologie, αγγλ. parasitology]
  • παρασιτολογικός , ή, ό πα-ρα-σι-το-λο-γι-κός επίθ.: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την παρασιτολογία: ~ή: εξέταση κοπράνων. [< γαλλ. parasitologique, αγγλ. parasitological]
  • παράσιτος , η, ο πα-ρά-σι-τος επίθ.: που ζει σε βάρος άλλου: ~οι: οργανισμοί (= παρασιτικοί). [< πβ. αρχ. παράσιτος ‘ομοτράπεζος, συντηρούμενος’, γαλλ. parasite]

ακάρεα

ακάρεα [ἀκάρεα] α-κά-ρε-α ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. άκαρ-ι, ακάρ-εως}: ΖΩΟΛ. ομάδα μικροσκοπικών αραχνοειδών ζωυφίων (π.χ. σκόρος, τσιμπούρι) που ζουν κυρ. παρασιτικά, συχνά ως φορείς ασθενειών: αλλεργιογόνα/σαπροφυτικά/φυτοφάγα ~. ~ δέντρων/σκόνης/σκουριάς. ~ στην επιφάνεια του δέρματος/στο υπνοδωμάτιο. Το ~ι προσβάλλει τις καλλιέργειες. [< αρχ. ἀκαρί ‘είδος σκουληκιού’, νεολατ. acarus, γαλλ. acariens]

αμοιβάδα

αμοιβάδα [ἀμοιβάδα] α-μοι-βά-δα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. πρωτόζωο που ζει στο νερό (γλυκό ή θαλασσινό), σε υγρό έδαφος ή στον οργανισμό ως παράσιτο, αλλάζει συνεχώς μορφή και σχηματίζει προσωρινά ψευδοπόδια για μετακίνηση ή αναζήτηση τροφής: Η ~ είναι ο απλούστερος, μονοκύτταρος ευκαρυωτικός οργανισμός.|| ~ες του εντέρου (βλ. αμοιβάδωση). [< αρχ. ἀμοιβάς 'που εναλλάσσεται', γαλλ. amibe, αγγλ. amoeba]

βακτήριο

βακτήριο βα-κτή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {βακτηρί-ου, συνήθ. στον πληθ.}: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κάθε μονοκύτταρος προκαρυωτικός μικροοργανισμός, συνήθ. παθογόνος, που αναπτύσσεται στο φυσικό περιβάλλον ή παρασιτικά στο σώμα ζωικών και φυτικών οργανισμών: ραβδοειδή/σπειροειδή/σπορογόνα/σφαιρικά ~α. Επιβλαβή/ωφέλιμα (βλ. προβιοτικά, χλωρίδα) ~α. (Αν)αερόβια/ανθεκτικά (πβ. υπερβακτήρια)/(οξυ)γαλακτικά (= γαλακτοβάκιλοι)/γενετικά τροποποιημένα ~α. Gram αρνητικά/θετικά ~α. Αποικίες/στελέχη ~ων. Βλ. αγρο~, αρχαιοβακτήρια, ιός, μικρόβιο, μύκητας, μυκόπλασμα, πρωτόζωο.|| (ειδικότ.) ~ του άνθρακα/γένους ... Μόλυνση από το ~ της σαλμονέλας/του τετάνου/της φυματίωσης. ~ που προσβάλλουν ... Βλ. βάκιλος, εντερο~, ελικο-, καμπυλο-, κολο-, μυκο-βακτηρίδιο, γονό-, εχινό-, μηνιγγιτοδό-, πνευμονιό-, σταφυλό-, στρεπτό-κοκκος, λιστέρια, τρεπόνημα, ψευδομονάδα. ΣΥΝ. βακτηρίδιο [< αρχ. βακτήριον 'μικρό ραβδί, μπαστουνάκι', γαλλ. bactérie, αγγλ. bacterium, γερμ. Bakterium]

βδέλλα

βδέλλα βδέλ-λα ουσ. (θηλ.) & αβδέλλα 1. ΖΩΟΛ. είδος σκουληκιού (της τάξης Hirudinea), παρασιτικός οργανισμός που ζει σε έλη, λίμνες ή και στην ξηρά και τρέφεται απομυζώντας το αίμα ζωντανών οργανισμών: αφαιμάξεις με ~ες. 2. (μτφ.) για άτομο που προσκολλάται στους άλλους, που ζει ή ενεργεί εις βάρος τους: Κόλλησε πάνω του σαν ~ (πβ. στρείδι). Βλ. παράσιτο. ΣΥΝ. βεντούζα (3), κολλιτσίδα (1), τσιμπούρι (2) [< αρχ. βδέλλα]

-κτόνο

-κτόνο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν χημικό σκεύασμα για την εξουδετέρωση παρασιτικών οργανισμών: ακαρεο~/βιο~/εντομο~ (βλ. -απωθητικό)/ζιζανιο~/κατσαριδο~/μυκητο~/μυο~/παρασιτο~/σκορο~/τρωκτικο~/φυτο~.

-κτόνος

-κτόνος (λόγ.) επίθημα ουσιαστικών και επιθέτων που δηλώνει 1. πρόσωπο που έχει διαπράξει φόνο: (συνήθ. ουσ.) αδελφο~/ανθρωπο~/γυναικο~/μητρο~/παιδο~/πατρο~/(ΙΣΤ.) τυραννο~.|| Εθνο~/γενο~.|| (μτφ.) Τυπο~. 2. την εξουδετερωτική δράση χημικού συνήθ. σκευάσματος: (κυρ. επίθ. -κτόνος, ος/α, ο) μυκητο~/παρασιτο~ ουσία. Βλ. -κτόνο.

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.