Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παρέρχομαι πα-ρέρ-χο-μαι ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {παρήλθε, παρέλθει, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.): (μτφ.) προσπερνώ: ~ τα ειρωνικά σου σχόλια και συνεχίζω την ομιλία μου. Πβ. αντι~.παρέρχεται: περνά, παύει να υπάρχει: Ο χρόνος ~. Παρήλθε (ανεπιστρεπτί) η εποχή/ο καιρός/η περίοδος που ... Ήδη παρήλθαν δύο χρόνια από τότε που ... Δυστυχώς οι παλιές καλές μέρες έχουν παρέλθει. Παρήλθε ο κίνδυνος (= έφυγε, εξέλιπε).|| (ΝΟΜ.) Η προθεσμία παρήλθε άπρακτη ... ● ΦΡ.: έρχεται και παρέρχεται: για να δηλωθεί το εφήμερο: Ο έρωτας/η μόδα ~ ~. Οι κυβερνήσεις ~ονται και ~ονται. [< αρχ. παρέρχομαι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.