παρίσταμαι πα-ρί-στα-μαι ρ. (αμτβ.) {παρίστα-σαι, -ται, -μεθα, -σθε, -νται | παρατ. παρίστα-το, -ντο, αόρ. παρέστ-η, παραστ-εί, παριστά-μενος} (επίσ.): είμαι παρών κάπου με συγκεκριμένη ιδιότητα, παρευρίσκομαι: ~ αυτοπροσώπως. (σε λόγο:) ~μεθα εδώ, για να τιμήσουμε τη μνήμη του ... Στις συνομιλίες, ~ντο οι Υπουργοί Εξωτερικών των δύο χωρών. ~η στη δεξίωση/στη συνάντηση/στη συνεδρίαση/στην τελετή (πβ. παρακάθομαι). ~η σε γεύμα. Στην εκδήλωση, ~ησαν μεταξύ άλλων οι ... Δεν μπόρεσε να ~εί στον γάμο. ΑΝΤ. απουσιάζω.|| ~μεθα (= είμαστε) μάρτυρες μιας πρωτοφανούς αδικίας.|| (ΝΟΜ.) Το δικαίωμα του δικηγόρου να ~ται (ενν. ως συνήγορος) ενώπιον των δικαστηρίων.|| Οι ~μενοι μέτοχοι αποφάσισαν ομόφωνα ... (ως ουσ.) Οι ~μενοι χειροκρότησαν. Ευχαρίστησε όλους τους ~μένους. Βλ. παραστέκομαι, συμ~. ● παρίσταται: παρουσιάζεται, προκύπτει: Θα επέμβουν, αν/όποτε παραστεί ανάγκη. [< αρχ. παρίστημι, παρίσταμαι]
παραστέκομαι
παραστέκομαι πα-ρα-στέ-κο-μαι ρ. (αμτβ.) {παραστά-θηκε, -θεί} & παραστέκω 1. βοηθώ κάποιον, συμπαραστέκομαι: Πάντα μου ~εται στα δύσκολα. ΣΥΝ. συμπαρίσταμαι 2. (εσφαλμ.) παρίσταμαι, παρευρίσκομαι: Στη δίκη θα ~θούν ως μάρτυρες υπεράσπισης οι ... [< μεσν. παραστέκω]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.