Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παραγραφή πα-ρα-γρα-φή ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. κατάργηση των νομικών συνεπειών που επιφέρει η τέλεση αξιόποινης πράξης μετά την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος· απώλεια δικαιώματος για άσκηση αγωγής μετά την παρέλευση της προθεσμίας που καθορίζεται βάσει της νομοθεσίας: φορολογική ~. ~ αδικήματος/πλημμελημάτων/ποινής/πταισμάτων/σκανδάλων/χρέους. ~ των αξιώσεων/απαιτήσεων κατά του Δημοσίου. Πβ. διαγραφή. [< μτγν. παραγραφή]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.