παραγωγικός , ή, ό πα-ρα-γω-γι-κός επίθ. 1. ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την παραγωγή: ~ός: εξοπλισμός/ιστός (μιας χώρας)/κλάδος/μηχανισμός/συνεταιρισμός/τομέας. ~ή: διαδικασία/δομή/δραστηριότητα/ικανότητα (εταιρείας)/λειτουργία/οικονομία/τεχνολογία. ~ό: δυναμικό/έλλειμμα/έργο/μοντέλο/στάδιο/σύστημα. ~οί: φορείς. ~ές: ανάγκες/δαπάνες/δυνάμεις/εγκαταστάσεις/επενδύσεις/επιχειρήσεις/μονάδες/σχέσεις/υποδομές. ~ά: έξοδα. Ο ~ πληθυσμός (: όσοι είναι σε ηλικία που μπορούν να εργαστούν, δηλ. από 18-65 ετών). Οι ~ές τάξεις (: οι διάφορες κοινωνικές ομάδες που ασχολούνται με την παραγωγή).2. που παράγει (πολύ) έργο ή συντελεί στην παραγωγή του· κατ' επέκτ. που έχει θετικά αποτελέσματα: ~οί: εργαζόμενοι. Εξαιρετικά ~ συγγραφέας (= δημιουργικός, πολυγράφος).|| ~ή: γη. ~ές: περιοχές. Πβ. γόνιμος, εύφορος, πλουτοφόρος.|| ~ά: ζώα (: που γεννούν μεγάλο αριθμό απογόνων, π.χ. αιγοπρόβατα, κουνέλια). Πβ. καρπερός.|| ~ός: χρόνος εργασίας. ~ό: περιβάλλον. Ο πλέον ~ μήνας του έτους. Βρίσκεται στην πιο ~ή ηλικία. Πβ. αποδοτικός.|| ~ός: διάλογος (= εποικοδομητικός). ~ή: συζήτηση/συνάντηση. Πβ. αποτελεσματικός. ΑΝΤ. αντιπαραγωγικός 3. ΓΛΩΣΣ. που χρησιμοποιείται στην παραγωγή νέων λέξεων: ~ές: καταλήξεις. ~ά: επιθήματα/μορφήματα.4. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) που ξεκινά από γενικές κρίσεις, για να καταλήξει σε ειδικές: ~ός: συλλογισμός. ~ή: μέθοδος. Πβ. απαγωγικός. ΑΝΤ. επαγωγικός (1) ● επίρρ.: παραγωγικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: παραγωγική σχολή βλ. σχολή, παραγωγικοί συντελεστές βλ. συντελεστής [< 1,2: γαλλ. productif 3: μεσν. παραγωγικός, γαλλ. dérivatif 4: γαλλ. déductif]
συντελεστής
συντελεστής συ-ντε-λε-στής ουσ. (αρσ.) {σπάν. (θηλ.) συντελέστρια στη σημ. 1} 1. οτιδήποτε συμβάλλει σημαντικά στη διαμόρφωση συγκεκριμένου αποτελέσματος ή κατάστασης· παράγοντας: βασικός/καθοριστικός/κύριος/μείζων ~ (ανάπτυξης/επιτυχίας/ευημερίας/προόδου). ~ της διοργάνωσης/εκδήλωσης/του έργου/της παράστασης/προσπάθειας/ταινίας/του τραγουδιού. Οι ~ές της δημοφιλούς τηλεοπτικής σειράς. Το νερό αποτελεί βασικό ~ή για την οικολογική ισορροπία του πλανήτη. Πβ. παράμετρος. 2. ΟΙΚΟΝ. (σταθερός) αριθμός με βάση τον οποίο υπολογίζεται συγκεκριμένο ποσοτικό ή ειδικότ. οικονομικό μέγεθος ή σχέση περισσοτέρων μεγεθών μεταξύ τους: ~ απόδοσης/απόσβεσης/κατανομής/(καθαρού) κέρδους/συσχέτισης. Ανώτατος/ελάχιστος/ενιαίος/μειωμένος/μοναδικός/υψηλός/χαμηλός ~. ~ 25%. ~ές ΦΠΑ.|| ~ βαθμολογίας/μαθήματος (: που καθορίζει τη βαρύτητα ενός μαθήματος στην τελική βαθμολογία).|| (ΟΙΚΟΔ.) (οι διαστάσεις ενός κτίσματος σε σχέση με την έκταση γης όπου κτίζεται:) ~ ακινήτου/αξιοποίησης οικοπέδου (ακρ. ΣΑΟ)/κάλυψης/οικοπέδου (ακρ. ΣΟ)/ορόφου/παλαιότητας/συμμετοχής οικοπέδου (ακρ. ΣΣΟ)/συνιδιοκτησίας/ύψους.3. ΦΥΣ. μέγεθος που εκφράζει φυσικές ή τεχνικές ιδιότητες ή σχέσεις μεταξύ άλλων μεγεθών: ~ αγωγιμότητας/βαρύτητας/(θερμικής) διαστολής/διάχυσης/μετάδοσης (της) θερµότητας (κουφωμάτων, παραθύρων)/όγκου/τριβής (δοκών). Μέσος ~ ποιότητας (Q). Aεροδυναμικός ~ αυτοκινήτου.|| (ΜΑΘ.) (σταθερός αριθμός που πολλαπλασιάζει μεταβλητή ποσότητα:) ~ αγνώστου (: σε εξισώσεις). ● ΣΥΜΠΛ.: παραγωγικοί συντελεστές: ΟΙΚΟΝ. ανθρώπινοι και φυσικοί πόροι που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών (κεφαλαιουχικά αγαθά, εργασία, φυσικές πηγές, επιχειρηματική ικανότητα). [< αγγλ. factors of production] , συντελεστής εμπορικότητας (ακρ. ΣΕ): ΟΙΚΟΝ. που εκφράζει την εμπορική αξία δρόμου ή τμήματος δρόμου συγκεκριμένης ζώνης (είναι μεγαλύτερος ή ίσος με τη μονάδα)., συντελεστής δόμησης βλ. δόμηση, φορολογικός συντελεστής βλ. φορολογικός [< πβ. μτγν. συντελεστής ‘αυτός που συνεισφέρει’, γαλλ. coefficient, facteur, αγγλ. factor]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.