Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παραθετικός , ή, ό πα-ρα-θε-τι-κός επίθ.: ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με την παράθεση: ~ός: προσδιορισμός. ● Ουσ.: παραθετικά (τα): ΓΛΩΣΣ. οι τύποι του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού επιθέτων και επιρρημάτων: ανώμαλα/ομαλά ~. [< γαλλ. comparatifs] ● ΣΥΜΠΛ.: παραθετικό σύνθετο βλ. σύνθετος [< μτγν. παραθετικός]

σύνθετος

σύνθετος, η, ο σύν-θε-τος επίθ.: που συνίσταται από δύο ή περισσότερα τμήματα ή στοιχεία σε οργανικό, ενιαίο σύνολο· πολύπλοκος: ~ος: μηχανισμός/ορισμός/συλλογισμός/(ΟΙΚΟΝ.) τόκος (πβ. ανατοκισμός)/τρόπος (λειτουργίας). ~η: άσκηση/δραστηριότητα/εικόνα/έννοια/εργασία/ερώτηση/κατασκευή/λύση/μέθοδος/σκέψη. ~ο: έργο/πρόβλημα (πβ. δύσκολος). ~οι: υδατάνθρακες (: άμυλο). ~ες: μορφές ζωής. ~α: αγωνίσματα (: στον στίβο το πέντ-, έπτ-, δέκ-αθλο)/υλικά. Πβ. περίπλοκος, πολύπλοκος.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ ρυθμός (: με στοιχεία από τον ιωνικό και κορινθιακό ρυθμό).|| (ΓΡΑΜΜ.) ~η πρόταση (: με δύο ή περισσότερα υποκείμενα, αντικείμενα ή κατηγορούμενα).|| (ΜΑΘ.) ~ος: αριθμός (: φυσικός αριθμός που μπορεί να διαιρεθεί. ΑΝΤ. πρώτος). ~o: κλάσμα (: που ο αριθμητής ή/και ο παρονομαστής του είναι κλάσματα). Βλ. πολυ~. ΑΝΤ. απλός (1) ● Ουσ.: σύνθετο (το) 1. έπιπλο που αποτελείται από πολλά κομμάτια και έχει πολλούς αποθηκευτικούς χώρους, ράφια, συρτάρια. Βλ. μπουφές. 2. ΓΛΩΣΣ. λέξη που δημιουργείται από την ένωση δύο ή περισσότερων άλλων: αντικειμενικό (: που το ένα συνθετικό είναι αντικείμενο του άλλου, π.χ. παλαιοπώλης)/κτητικό (: που αναφέρεται σε ιδιότητα ή κτήση, π.χ. ψηλόλιγνος, ψαρομάλλης)/νόθο (: με συνθετικά από διαφορετική γλώσσα, π.χ. τηλεμάρκετινγκ)/συνδετικό ή παρατακτικό (: που τα συνθετικά μπορούν να συνδεθούν με το «και», π.χ. αμνοερίφια)/προσδιοριστικό ή οριστικό (: στο οποίο το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το άλλο, π.χ. αγριόπαπια)/χαλαρό (: που προκύπτει από χαλαρή σύνθεση, π.χ. παλιοπαρέα) ~. Σχηματισμός/τονισμός ~ων. Βλ. παρασύνθετος. ● επίρρ.: σύνθετα ● ΣΥΜΠΛ.: παραθετικό σύνθετο: ΓΛΩΣΣ. ονοματικό σύνολο που αποτελείται από δύο ομοιόπτωτα ουσιαστικά, συνήθ. με ενωτικό ανάμεσά τους: π.χ. άνθρωπος/λέξη-κλειδί, είδηση-βόμβα, έκθεση-κόλαφος, ταξίδι-αστραπή, τιμή-έκπληξη., σύνθετη/συνδυασμένη αναζήτηση: ΠΛΗΡΟΦ. αναζήτηση δεδομένων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή στο διαδίκτυο με κριτήριο δύο ή περισσότερες λέξεις, όρους. [< αγγλ. advanced search] , σύνθετο ατομικό βλ. ατομικός [< αρχ. σύνθετος, γαλλ. composé, composite]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.