παραθετικός , ή, ό πα-ρα-θε-τι-κός επίθ.: ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με την παράθεση: ~ός: προσδιορισμός. ● Ουσ.: παραθετικά (τα): ΓΛΩΣΣ. οι τύποι του συγκριτικού και υπερθετικού βαθμού επιθέτων και επιρρημάτων: ανώμαλα/ομαλά ~. [< γαλλ. comparatifs] ● ΣΥΜΠΛ.: παραθετικό σύνθετο βλ. σύνθετος [< μτγν. παραθετικός]
σύνθετος
σύνθετος, η, ο σύν-θε-τος επίθ.: που συνίσταται από δύο ή περισσότερα τμήματα ή στοιχεία σε οργανικό, ενιαίο σύνολο· πολύπλοκος: ~ος: μηχανισμός/ορισμός/συλλογισμός/(ΟΙΚΟΝ.) τόκος (πβ. ανατοκισμός)/τρόπος (λειτουργίας). ~η: άσκηση/δραστηριότητα/εικόνα/έννοια/εργασία/ερώτηση/κατασκευή/λύση/μέθοδος/σκέψη. ~ο: έργο/πρόβλημα (πβ. δύσκολος). ~οι: υδατάνθρακες (: άμυλο). ~ες: μορφές ζωής. ~α: αγωνίσματα (: στον στίβο το πέντ-, έπτ-, δέκ-αθλο)/υλικά. Πβ. περίπλοκος, πολύπλοκος.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ ρυθμός (: με στοιχεία από τον ιωνικό και κορινθιακό ρυθμό).|| (ΓΡΑΜΜ.) ~η πρόταση (: με δύο ή περισσότερα υποκείμενα, αντικείμενα ή κατηγορούμενα).|| (ΜΑΘ.) ~ος: αριθμός (: φυσικός αριθμός που μπορεί να διαιρεθεί. ΑΝΤ. πρώτος). ~o: κλάσμα (: που ο αριθμητής ή/και ο παρονομαστής του είναι κλάσματα). Βλ. πολυ~. ΑΝΤ. απλός (1) ● Ουσ.: σύνθετο (το) 1. έπιπλο που αποτελείται από πολλά κομμάτια και έχει πολλούς αποθηκευτικούς χώρους, ράφια, συρτάρια. Βλ. μπουφές.2. ΓΛΩΣΣ. λέξη που δημιουργείται από την ένωση δύο ή περισσότερων άλλων: αντικειμενικό (: που το ένα συνθετικό είναι αντικείμενο του άλλου, π.χ. παλαιοπώλης)/κτητικό (: που αναφέρεται σε ιδιότητα ή κτήση, π.χ. ψηλόλιγνος, ψαρομάλλης)/νόθο (: με συνθετικά από διαφορετική γλώσσα, π.χ. τηλεμάρκετινγκ)/συνδετικό ή παρατακτικό (: που τα συνθετικά μπορούν να συνδεθούν με το «και», π.χ. αμνοερίφια)/προσδιοριστικό ή οριστικό (: στο οποίο το πρώτο συνθετικό προσδιορίζει το άλλο, π.χ. αγριόπαπια)/χαλαρό (: που προκύπτει από χαλαρή σύνθεση, π.χ. παλιοπαρέα) ~. Σχηματισμός/τονισμός ~ων. Βλ. παρασύνθετος. ● επίρρ.: σύνθετα ● ΣΥΜΠΛ.: παραθετικό σύνθετο: ΓΛΩΣΣ. ονοματικό σύνολο που αποτελείται από δύο ομοιόπτωτα ουσιαστικά, συνήθ. με ενωτικό ανάμεσά τους: π.χ. άνθρωπος/λέξη-κλειδί, είδηση-βόμβα, έκθεση-κόλαφος, ταξίδι-αστραπή, τιμή-έκπληξη., σύνθετη/συνδυασμένη αναζήτηση: ΠΛΗΡΟΦ. αναζήτηση δεδομένων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή ή στο διαδίκτυο με κριτήριο δύο ή περισσότερες λέξεις, όρους. [< αγγλ. advanced search] , σύνθετο ατομικό βλ. ατομικός [< αρχ. σύνθετος, γαλλ. composé, composite]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.