Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παρακέντηση πα-ρα-κέ-ντη-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διάτρηση οργάνου ή σωματικής κοιλότητας με βελόνα συνήθ. για αφαίρεση υγρού: διαδερμική/εκκενωτική/οστική ~. Υποβλήθηκε σε ~ στον πνεύμονα. ● ΣΥΜΠΛ.: οσφυονωτιαία/οσφυϊκή παρακέντηση βλ. οσφυονωτιαίος [< μτγν. παρακέντησις, γαλλ. paracentèse, αγγλ. paracentesis]

οσφυονωτιαίος

οσφυονωτιαίος, α, ο [ὀσφυονωτιαῖος] ο-σφυ-ο-νω-τι-αί-ος επίθ.: συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: οσφυονωτιαία/οσφυϊκή παρακέντηση (συντομ. ΟΝΠ): ΙΑΤΡ. λήψη εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τον νωτιαίο µυελό στο ύψος της οσφυϊκής µοίρας για διαγνωστικούς κυρ. σκοπούς: ~ ~ για τη διάγνωση κρανιακών κακώσεων/μηνιγγίτιδας.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.