Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παρακατάθεση πα-ρα-κα-τά-θε-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. κατάθεση χρημάτων ή κινητών περιουσιακών στοιχείων σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για φύλαξη ή απόσβεση χρέους: ~ αποζημίωσης. Βλ. παρακαταθήκη.

παρακαταθήκη

παρακαταθήκη πα-ρα-κα-τα-θή-κη ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) καθετί που έχει μεταβιβαστεί στους μεταγενέστερους και φυλάσσεται ως πολύτιμο αγαθό: εθνική/ιδεολογική/ιστορική/καλλιτεχνική/μουσική/πνευματική/πολιτική/πολιτιστική ~ (πβ. παράδοση). ~ ζωής. Η ιερή ~ των προγόνων μας. Άφησε πίσω του ζωντανή/λαμπρή/πλούσια/πολύτιμη/σημαντική/σπουδαία/χρυσή ~ για το μέλλον. Πβ. κληρονομιά. 2. απόθεμα: ανεξάντλητη/διαρκής ~ έργων τέχνης/υλικών. Στο μαγαζί μας θα βρείτε μεγάλη ~ αναλώσιμων. Πβ. εφεδρεία. 3. ΝΟΜ. σύμβαση μεταξύ δύο προσώπων, κατά την οποία το ένα (θεματοφύλακας) παραλαμβάνει από το άλλο (παρακαταθέτης) κινητό περιουσιακό στοιχείο για φύλαξη, με την υποχρέωση να το επιστρέψει μόλις του ζητηθεί· συνεκδ. το συγκεκριμένο κινητό περιουσιακό στοιχείο, συνήθ. χρήματα: ~ και μεσεγγύηση. Βλ. παρακατάθεση.|| ~ αρχειακού υλικού. ● ΣΥΜΠΛ.: Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων βλ. ταμείο [< αρχ. παρακαταθήκη ‘κατάθεση, εγγύηση’ 2: γαλλ. dépôt 3: γαλλ. consignation, γερμ. Verwahrung]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.