Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παραμονή πα-ρα-μο-νή ουσ. (θηλ.) 1. διαμονή, συνήθ. για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: μακρά/μακροχρόνια/μόνιμη/πολυήμερη/προσωρινή ~ σ' έναν τόπο. ~ και εργασία ομογενών. Άδεια/δικαίωμα/παράταση/πράσινη κάρτα ~ής. Κατά την ~ σας στο νησί, επισκεφθείτε το ...|| (σε ταξιδιωτικό πακέτο:) Ελάχιστη/μέγιστη ~ ... ημέρες. ~ σε ξενοδοχείο ... αστέρων. Βλ. διανυκτέρευση.|| Έξοδα ~ής στην κλινική. 2. διατήρηση σε συγκεκριμένη θέση, ιδιότητα ή κατάσταση: υποχρεωτική ~ στην υπηρεσία για ... χρόνια. Η ομάδα δίνει μάχη για την ~ της στην κατηγορία. 3. η ημέρα ή (στον πληθ.) οι τελευταίες ημέρες πριν από γιορτή, επέτειο ή σημαντικό γεγονός: Την ~ της Κοιμήσεως της Θεοτόκου/της Πρωτοχρονιάς, ... Πβ. προηγούμενη, προτεραία. Βλ. προ~.|| (Σ)τις ~ές των εκλογών/της Επανάστασης, ... Έφυγε ~ές Χριστουγέννων. ~ές του γάμου/των Φώτων (πβ. προεόρτια). [< 1,2: μτγν. παραμονή 3: μεσν. ~]

διανυκτέρευση

διανυκτέρευση δι-α-νυ-κτέ-ρευ-ση ουσ. (θηλ.) 1. νυχτερινή διαμονή σε μέρος εκτός της μόνιμης κατοικίας: δωρεάν/υποχρεωτική ~. ~ σε δωμάτιο/στο καταφύγιο/στο κρατητήριο/σε σκηνή/στο ύπαιθρο. Τιμές ανά ~ (: σε ξενοδοχείο, πανσιόν). Δυνατότητα/έξοδα/κόστος ~ης. Πβ. κατάλυση. Βλ. διημέρευση. 2. ΣΤΡΑΤ. άδεια που χορηγείται σε οπλίτη να παραμείνει εκτός στρατοπέδου από την καθορισμένη ώρα εξόδου της μονάδας του έως το πρωινό προσκλητήριο της επόμενης ημέρας. 3. λειτουργία καταστήματος ή νοσοκομείου κατά τη διάρκεια της νύχτας. Βλ. εφημερία. [< μτγν. διανυκτέρευσις ‘ολονύκτια αγρυπνία’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.