Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • παραμύθι πα-ρα-μύ-θι ουσ. (ουδ.) {παραμυθ-ιού | -ιών} 1. ΛΑΟΓΡ. -ΛΟΓΟΤ. φανταστική διήγηση που κινείται μέσα σε έναν κόσμο μαγικό και ονειρικό, αποσκοπώντας κυρ. στην ψυχαγωγία των παιδιών· συνεκδ. το αντίστοιχο είδος της προφορικής ή λαϊκής λογοτεχνίας ή το συγκεκριμένο βιβλίο: έντεχνο/λαϊκό/συγκινητικό/σύγχρονο/τρυφερό ~. Ανατολίτικα/(νεο)ελληνικά/ευρωπαϊκά/κλασικά/παιδικά/παραδοσιακά/χριστουγεννιάτικα ~ια. Οικολογικά/σύγχρονα ~ια. Δραματοποιημένα/θεατρικά ~ια. Αφήγηση/τηλεοπτική μεταφορά ενός ~ιού. Το ηθικό δίδαγμα/τα λόγια/το νόημα/η πλοκή του ~ιού. Βραδιά/διαγωνισμός ~ιού. Τα ~ια της γιαγιάς. ~ια για μικρούς και μεγάλους. ~ια με δράκους/μάγισσες και μάγους/νάνους και γίγαντες/ξωτικά. Θρύλοι και ~ια. Η δομή/οι ήρωες (βλ. Κοκκινοσκουφίτσα, Σταχτοπούτα, Χιονάτη) των ~ιών. Σειρά/συγγραφή/συλλογή ~ιών. Η μητέρα διηγήθηκε/είπε στο παιδί ένα ~.|| Εικονογραφημένα ~ια. Διαβάζω ένα ~. Τοπίο που μοιάζει σαν να βγήκε από τις σελίδες ενός ~ιού. Πβ. μυθολόγημα, μύθος. Βλ. ιστορία, μασάλι, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, κόκκινη κλωστή δεμένη, μια φορά κι έναν καιρό ..., το κουκί και το ρεβίθι. 2. (μτφ.-προφ.) ψέμα: Το κατάπιε/έχαψε το ~. Μην πιστεύεις τα ~ια που σου αραδιάζει/σερβίρει. Μας έχει φλομώσει στα ~ια. Πβ. παραμύθα. 3. (μτφ.) ονειρεμένη κατάσταση που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Ζει το δικό της ~. Πβ. ροζ σύννεφο. ● Υποκ.: παραμυθάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ο πρίγκιπας του παραμυθιού βλ. πρίγκιπας, πριγκίπισσα ● ΦΡ.: ... του παραμυθιού: για στοιχείο που αποτελεί μοτίβο των παραμυθιών: το βασιλόπουλο/η καλή νεράιδα ~ ~., καλό το παραμύθι σου, αλλά δεν έχει δράκο (αργκό): για να δηλωθεί ότι το ψέμα κάποιου δεν είναι πειστικό., παραμύθι για (μικρά) παιδιά (μτφ.-προφ.): για κάτι που δεν γίνεται πιστευτό: Αυτά είναι ~ια ~, δεν πιστεύω τίποτα., πουλάει παραμύθι(α)/φούμαρα (προφ.): λέει ψευτιές, ανοησίες: Μην πιστεύεις τον κάθε απατεώνα που (σου) ~ ~. Πβ. παραμυθιάζω., σκάω το παραμύθι (σε κάποιον) (αργκό): λέω σε κάποιον ένα ψέμα ή μια δικαιολογία ή του φανερώνω κάτι που του είχα κρατήσει κρυφό., τρώω/μασάω το παραμύθι (κάποιου) (προφ.): πιστεύω τα ψέματά του, εξαπατώμαι: Συγγνώμη, αλλά δεν το ~ ~ σου! Πβ. ξεγελιέμαι, παραμυθιάζομαι., παραμύθια της Χαλιμάς βλ. Χαλιμά, τέλος/τέρμα/τέλειωσαν τα ψέματα/τ' αστεία/τα παραμύθια! βλ. ψέμα [< μεσν. παραμύθι]
  • παραμυθία πα-ρα-μυ-θί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. παρηγοριά. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. Π) προσωνυμία της Παναγίας σε εικόνες ή τοιχογραφίες και ο αντίστοιχος εικονογραφικός τύπος. [< 1: αρχ. παραμυθία]
  • παραμυθιάζω πα-ρα-μυ-θιά-ζω ρ. (μτβ.) {παραμύθια-σε, παραμυθιά-σει, -στηκα, -στεί, παραμυθιάζ-οντας, παραμυθια-σμένος} (προφ.): λέω ψέματα σε κάποιον, τον εξαπατώ, χρησιμοποιώντας ωραία λόγια: ~ουν τον κόσμο με ψεύτικες υποσχέσεις. ● Παθ.: παραμυθιάζομαι: πιστεύω κάτι ψευδές, συνήθ. επειδή με κάνει να νιώθω καλύτερα: Δεν ~ τόσο εύκολα. ~εται (= νομίζει) ότι είναι κάτι!|| Μην ~εσαι, δεν πρόκειται να γυρίσει. Πβ. αυταπατώμαι, βαυκαλίζομαι.
  • παραμύθιασμα πα-ρα-μύ-θια-σμα ουσ. (ουδ.) {παραμυθιάσματα} (προφ.): εξαπάτηση, ψέμα: Πες τα πράγματα με το όνομά τους και σταμάτα το ~.
  • παραμυθικός , ή, ό πα-ρα-μυ-θι-κός επίθ. & παραμυθιακός : που σχετίζεται με το παραμύθι: ~ή: αφήγηση/ιστορία. ~ό: στοιχείο.

ιστορία

ιστορία [ἱστορία] ι-στο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. {σπάν. στον πληθ.} το σύνολο των γεγονότων, ιδ. αυτών που θεωρούνται αξιομνημόνευτα και συνθέτουν την εξελικτική πορεία λαού, πολιτισμού, ευρύτερης περιοχής· η γνώση και η διήγησή τους: γενική/παγκόσμια/τοπική ~. Προφορική ~ (: δίνει βάρος στην ανασυγκρότηση της μνήμης, δημόσιας και ιδιωτικής). Αρχαία/μεσαιωνική/νεότερη/σύγχρονη ~. Κοινωνική/οικονομική/πνευματική/πολιτική/πολιτιστική ~. Η ελληνική ~. Η ~ της ανθρωπότητας. Τα διδάγματα/τα πρόσωπα/ο ρους της ~ας. Η ~ διδάσκει. Βλ. ιστοριογραφία, μικροϊστορία.|| (ΘΡΗΣΚ.) Η Ιερά ~.|| Στα κείμενά του περιπλέκεται η ~ με τον μύθο. || Χώρα με μακρά, πλούσια ιστορία. Πβ. προϊστορία. 2. ΙΣΤ. {κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι} η επιστήμη που μελετά το παρελθόν με βάση έγκυρες μαρτυρίες· το σχετικό βιβλίο και μάθημα: μέθοδοι/πηγές της ~ας. Καθηγητής της βυζαντινής ~ας (πβ. ιστορικός). Βλ. αρχαιολογία.|| Αγόρασα την ~ της ...|| Τι βαθμό πήρες στην ~; 3. {σπάν. στον πληθ.} επιστημονική παρουσίαση ιστορικών συμβάντων ή εξελίξεων σε έναν τομέα με χρονολογική σειρά: ~ της ελληνικής γλώσσας. Η γεωλογική ~ του νησιού.|| (με κεφαλ. το αρχικό Ι) ~ των Επιστημών/της Λογοτεχνίας/της Τέχνης. 4. προφορική ή γραπτή αφήγηση πραγματικών ή φανταστικών συμβάντων: αστεία/αστυνομική/ερωτική/πλαστή/ρομαντική ~. ~ αγάπης/τρόμου. Η πλοκή της ~ας. Γράφω/διηγούμαι μια αληθινή ~. Πού να σου λέω τώρα, είναι ολόκληρη ~. Η ~ εκτυλίσσεται στο ... Ατέλειωτες ~ες καθημερινής τρέλας. ~ες για γέλια και για κλάματα. Έχω ακούσει ένα σωρό ~ες για το ... Πβ. θρύλος, παραμύθι. Βλ. χρονικό.|| Η ~ μιας ταινίας (= υπόθεση, πβ. στόρι, βλ. σενάριο). 5. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) δυσάρεστη περιπέτεια, πρόβλημα: Είχε ~ες με την αστυνομία/τον γείτονα/την εφορία/μια κοπελίτσα (πβ. έχω μπλεξίματα/μπελάδες/φασαρίες/τραβήγματα/ντράβαλα). Τελευταία μου κάνει ~ες (: μου δημιουργεί δυσκολίες). Όλη αυτή η ~ μου κόστισε ακριβά. Είναι ολόκληρη ~ να φτιάξεις το αυτοκίνητο (πβ. ταλαιπωρία). Τόσα χρόνια η γνωστή/ίδια ~. 6. ιστορικοί χρόνοι. Βλ. προϊστορία. ● Υποκ.: ιστοριούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορία επιτυχίας: για πρόσωπο ή εταιρεία με λαμπρά επιτεύγματα που αποφέρουν κέρδη και φήμη. [< αγγλ. success story], παλιά ιστορία: γεγονός παλιό ή/και ξεχασμένο., το τέλος της ιστορίας: ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. θεωρία που υποστηρίζει ότι με την επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του παγκόσμιου καπιταλισμού η διαλεκτική που έθρεψε τους πολέμους και τις επαναστάσεις σταματά ελλείψει αντιπάλων. [< αγγλ. The End of History, 1989] , διηγήματα/ιστορία/ταινία μυστηρίου βλ. μυστήριο, πονεμένη ιστορία βλ. πονεμένος, το χρονοντούλαπο της Ιστορίας βλ. χρονοντούλαπο, φυσική ιστορία βλ. φυσικός ● ΦΡ.: ανήκει στην ιστορία/αποτελεί ιστορία 1. (μτφ., για πρόσ., γεγονός, κατάσταση) είναι ξεχασμένος, ξεπερασμένος, δεν προκαλεί πια το ενδιαφέρον: Το παιχνίδι/τουρνουά ~ ~. Ό,τι έγινε ~ ~. 2. (για πρόσ., μνημείο, γεγονός) είναι μέρος του ιστορικού παρελθόντος: Κτίριο που ανήκει στην ~ της πόλης. Ανήκουν στην ~ του τόπου., ανοίγω ιστορίες (προφ.): δημιουργώ προβλήματα, εμπλέκομαι σε μια υπόθεση, αρχίζω δοσοληψίες με κάποιον: Μην ~εις ~, άσε να ξεχαστεί το πράγμα! Δεν θέλω να ~ξω ~ μαζί του., αυτό είναι μια άλλη ιστορία (προφ.): λέγεται όταν κάποιος δεν θέλει να μιλήσει για ένα θέμα, το οποίο αναφέρει παρεμπιπτόντως: Μετά, βέβαια, θα μετανιώσει, αλλά ~ ~ (= δεν θα το συζητήσουμε τώρα). [< αγγλ. that ΄s another story] , γράφει/έγραψε/θα γράψει ιστορία & (σπάν.) εποποιία/έπος (μτφ.): για διάκριση σε κάτι μοναδικό και ανεπανάληπτο: Έγραψε ~ στην οικονομική πολιτική/στον παγκόσμιο αθλητισμό. Προσωπικότητα διεθνούς ακτινοβολίας που με το έργο της γράφει ~. Έγραψε τη δική του εποποιία ως προπονητής. Πβ. μεγαλουργώ.|| Η παράσταση θα γράψει ~. ΣΥΝ. άφησε/θα αφήσει εποχή, έτσι για την ιστορία (προφ.): απλώς και μόνο για να ειπωθεί κάτι: ~ ~, να αναφέρω/θυμίσω ότι ..., η ιστορία επαναλαμβάνεται: για γεγονότα ή πράξεις που εμφανίζονται ξανά, συνήθ. με μικρές παραλλαγές ή αποκλίσεις: Δυστυχώς/να λοιπόν που ~ ~ (ως τραγωδία/φάρσα). Πβ. (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί., η ιστορία θα κρίνει: θα αποδειχθεί στο μέλλον: ~ ~, αν έκανε σωστά ή λάθος. Πβ. θα δείξει., η ιστορία της ζωής μου: τα περιστατικά του βίου μου: Γράφω/διηγούμαι/λέω την ~ ~ (πβ. αυτοβιογραφούμαι).|| (μτφ.-ειρων.) Ο κάθε παλαβός έρχεται και λέει την ~ ~ του (: φλυαρεί για άσχετα πράγματα)., περνά/μένει/μπαίνει στην ιστορία {συνήθ. στον αόρ.} (μτφ.) 1. καθιερώνεται στην ιστορία, συνήθ. με συγκεκριμένη ιδιότητα: Πέρασε ~ ως η πρώτη Ελληνίδα που ... Οι περισσότερες ταινίες του έμειναν ~ του κινηματογράφου. Το έργο του έχει μείνει αθάνατο και το όνομά του μπήκε ~. Πβ. άφησε εποχή. 2. για κάτι που ανήκει στο παρελθόν ή σπανιότ. για σημαντικό πρόσωπο που πέθανε: Η δραχμή πέρασε ~., τα υπόλοιπα είναι ιστορία (προφ.): τα γεγονότα που ακολουθούν είναι γνωστά ή προβλέψιμα, συνεπώς δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα άλλο: Τους είπα την ιδέα μου, τους άρεσε και ~ ~., το παίζει ιστορία (αργκό): έχει υπεροπτική ή επιδεικτικά αδιάφορη συμπεριφορά προς τους άλλους: ~ ~ με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Έχει καβαλήσει το καλάμι και μας ~ ~. ΣΥΝ. κάνει/παριστάνει τον καμπόσο, ιστορίες για αγρίους βλ. άγριος, στις δέλτους της ιστορίας βλ. δέλτος, το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας βλ. υπόθεση [< αρχ. ἱστορία 4,5: γαλλ. histoire, γερμ. Historie, αγγλ. history]

Κοκκινοσκουφίτσα

Κοκκινοσκουφίτσα Κοκ-κι-νο-σκου-φί-τσα ουσ. (θηλ.): γνωστή ηρωίδα παραμυθιού με τον ομώνυμο τίτλο: η ~ και ο (κακός) λύκος. Βλ. Σταχτοπούτα, Χιονάτη. [< γερμ. Rotkäppchen]

Χαλιμά

Χαλιμά Χα-λι-μά κύριο όν. (θηλ.): στη ● ΦΡ.: παραμύθια της Χαλιμάς (προφ.): ψέματα, ψευτιές: Όλα αυτά είναι ~ ~. Πες μου την αλήθεια και όχι ~ ~. Πβ. και πράσιν(α) άλογα, τρίχες κατσαρές. [< αραβ. όν. (της ηρωίδας της συλλογής παραμυθιών "Χίλιες και Μία Νύχτες")]

ψέμα

ψέμα ψέ-μα ουσ. (ουδ.) {ψέμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ισχυρισμός εσκεμμένα αναληθής, με σκοπό την απόκρυψη ή παραποίηση της αλήθειας: αθώο/αισχρό/βολικό/ελεεινό/κακόβουλο/καραμπινάτο/κατάφωρο/μικρό/τεράστιο/πρωταπριλιάτικο/συνειδητό/χοντρό ~. Απροκάλυπτα/ασύστολα/επικίνδυνα/συνηθισμένα/τερατώδη (= τερατολογίες)/χονδροειδή ~ατα. Είναι ~ ότι ... (πβ. μούσι, μούφα, φόλα). Μας έχει φλομώσει/ταράξει στα ~ατα. Είναι όλα ~ατα (= ανακρίβειες, αναλήθειες, μυθεύματα, χαλκεύματα, παραμύθια). Άσ' τα ~ατα, δεν σε πιστεύω! Μας έχει αραδιάσει ένα σωρό ~ατα (ή λόγ., σωρεία ~άτων)/του κόσμου τα ~ατα/~ατα με ουρά! Διαδίδει ~ατα (= ψευδολογίες, ψευτιές). Πβ. ψεύδος. Το ~ είναι το αλάτι της αλήθειας (παροιμ.). || Έχει βουλιάξει/ζει μες στο ~. Πβ. απάτη, πλάνη1, φενάκη. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε δεν μπορεί να υπάρξει ή είναι μάταιο, απατηλό: Πιστεύει ότι ο παντοτινός έρωτας είναι ένα ~ (= μύθος). ● Υποκ.: ψεματάκι (το) ● Μεγεθ.: ψεματάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: λευκό ψέμα: που λέγεται σκόπιμα από κάποιον, για να αποφύγει μια δυσάρεστη ή άβολη κατάσταση, και δεν εμπεριέχει δόλο ούτε έχει αρνητικές συνέπειες. Πβ. (τα) κατά συνθήκη(ν) ψεύδη. [< αγγλ. white lie] ● ΦΡ.: κακά τα ψέματα (προφ.): ας μην τρέφουμε αυταπάτες, ας μη γελιόμαστε: ~ ~, χρειάζεται πολλή προσπάθεια, για να πετύχουμε. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, ~ ~!, με τα ψέματα (κυρ. προφ.): χωρίς να το καταλάβω ή χωρίς (ιδιαίτερη) προσπάθεια: ~ ~ πέρασε η ώρα!|| ~ ~ δεν γίνεται δουλειά!, πες το ψέματα! (προφ.): ως επιβεβαίωση των λόγων του συνομιλητή μας: -Χρειάζεσαι ξεκούραση! -~ ~ (: έχεις δίκιο, σωστά)!, σαν ψέμα/ψέματα (προφ.): για κάτι που φαντάζει απίστευτο: Μου φαίνεται ~ ~ που είσαι εδώ/ότι θα τον ξαναδώ (: είμαι πολύ συγκινημένος/η). Ακούγεται ~ ~!, στα ψέματα/στα ψεύτικα (προφ.): χωρίς να ισχύει στην πραγματικότητα: Το είπε ~ ~ (πβ. στ' αστεία. ΑΝΤ. στα σοβαρά.). Έκανε ~ ~ την χαρούμενη (: προσποιητά, υποκριτικά). ΑΝΤ. στ' αλήθεια., τέλος/τέρμα/τέλειωσαν τα ψέματα/τ' αστεία/τα παραμύθια! & σώθηκαν τα ψέματα (προφ.): δεν υπάρχουν πια άλλα περιθώρια, η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο: ~ ~, ξεκινώ δίαιτα/πρέπει να φύγω/ώρα για διάβασμα!, το ψέμα έχει κοντά ποδάρια (παροιμ.): αποκαλύπτεται γρήγορα. || (με την ίδια σημ. και το γνωμ.) Το ~ ποτέ δεν ζει για να γεράσει. [< μεσν. ψέμα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.