Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παρανάλωμα πα-ρα-νά-λω-μα ουσ. (ουδ.) & (προφ.-εσφαλμ.) πυρανάλωμα: μόνο στη ● ΦΡ.: παρανάλωμα του πυρός/της φωτιάς (λόγ.): για κάτι που καίγεται, καταστρέφεται ολοσχερώς: Χίλια στρέμματα δασικής έκτασης έγιναν ~ του πυρός. Το σπίτι/χωριό έγινε ~ (του πυρός). Πβ. γίνεται στάχτη. [< μτγν. παρανάλωμα ‘σπατάλη, ξόδεμα’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.