παρατηρητήριο πα-ρα-τη-ρη-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) 1. υπερυψωμένη τοποθεσία, θέση φυσικά ή τεχνητά διαμορφωμένη για παρατήρηση: ~ πουλιών.|| Αστρονομικό/μετεωρολογικό ~.|| Στρατιωτικό ~ (: για την παρακολούθηση των κινήσεων του αντιπάλου). Πβ. βίγλα, καραούλι, σκοπιά. Βλ. -τήριο.2. φορέας, οργανισμός που διεξάγει επιστημονικές, κοινωνιολογικές ή στατιστικές έρευνες, οι οποίες βασίζονται στην παρακολούθηση, την παρατήρηση, την αξιολόγηση και τις μετρήσεις: ~ ανθρωπίνων δικαιωμάτων/απασχόλησης/(νεανικής) επιχειρηματικότητας. ~ για την Κοινωνία της Πληροφορίας. Ηλεκτρονικό ~ τιμών. ● ΣΥΜΠΛ.: διαστημικό τηλεσκόπιο/παρατηρητήριο βλ. τηλεσκόπιο [< γαλλ. observatoire,, αγγλ. observatory]
τηλεσκόπιο
τηλεσκόπιο τη-λε-σκό-πι-ο ουσ. (ουδ.): ΟΠΤ. -ΤΕΧΝΟΛ. όργανο που αποτελείται από οπτικό σωλήνα και σύστημα κατόπτρων ή φακών για την παρατήρηση μακρινών αντικειμένων, κυρ. ουράνιων σωμάτων: αστρονομικό/διαθλαστικό/διοπτρικό/ισχυρό/κατοπτρικό/μεσημβρινό/ρομποτικό/υπέρυθρο ~. Αρθρωτά/γιγαντιαία ~α. ~ διαμέτρου ... ιντσών. Το ~ του αστεροσκοπείου/πλανητάριου. Η βάση/η στήριξη/το τρίποδο του ~ίου. Βλ. ραδιο~, -σκόπιο. ● ΣΥΜΠΛ.: διαστημικό τηλεσκόπιο/παρατηρητήριο: που τίθεται σε τροχιά γύρω από τη Γη και συλλέγει πληροφορίες από το Διάστημα. Βλ. διαστημικό λεωφορείο. [< ιταλ. telescopio, γαλλ. télescope, αγγλ. telescope]
-τήριο
-τήριο {-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~.2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~.3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.