παρθενικός , ή, ό παρ-θε-νι-κός επίθ. 1. (μτφ.) που γίνεται για πρώτη φορά, πρώτος: ~ός: αγώνας. ~ή: επίσκεψη/νίκη (ομάδας)/ομορφιά (του τοπίου/της φύσης)/πτήση (αεροπλάνου)/συμμετοχή. ~ό: γκολ/έργο/ταξίδι (πλοίου). Ο παίκτης έκανε την ~ή του εμφάνιση στο παγκόσμιο πρωτάθλημα (βλ. ντεμπούτο).2. (μτφ.) αγνός, αθώος: ~ή: ψυχή. Πβ. αμόλυντος. ● ΣΥΜΠΛ.: παρθενικός υμένας: ΑΝΑΤ. λεπτή βλεννώδης μεμβράνη που καλύπτει το άνοιγμα του γυναικείου κόλπου και διαρρηγνύεται στην πρώτη σεξουαλική επαφή. Πβ. παρθενιά. Βλ. παρθενορραφή. [< μτγν. παρθενικός 1,2: γαλλ. virginal, αγγλ. virgin]
παρθενορραφή
παρθενορραφή παρ-θε-νορ-ρα-φή ουσ. (θηλ.) & παρθενοραφή: ΙΑΤΡ. χειρουργική αποκατάσταση του παρθενικού υμένα που έχει υποστεί ρήξη. ΣΥΝ. υμενοπλαστική
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.