Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παρθενικός , ή, ό παρ-θε-νι-κός επίθ. 1. (μτφ.) που γίνεται για πρώτη φορά, πρώτος: ~ός: αγώνας. ~ή: επίσκεψη/νίκη (ομάδας)/ομορφιά (του τοπίου/της φύσης)/πτήση (αεροπλάνου)/συμμετοχή. ~ό: γκολ/έργο/ταξίδι (πλοίου). Ο παίκτης έκανε την ~ή του εμφάνιση στο παγκόσμιο πρωτάθλημα (βλ. ντεμπούτο). 2. (μτφ.) αγνός, αθώος: ~ή: ψυχή. Πβ. αμόλυντος. ● ΣΥΜΠΛ.: παρθενικός υμένας: ΑΝΑΤ. λεπτή βλεννώδης μεμβράνη που καλύπτει το άνοιγμα του γυναικείου κόλπου και διαρρηγνύεται στην πρώτη σεξουαλική επαφή. Πβ. παρθενιά. Βλ. παρθενορραφή. [< μτγν. παρθενικός 1,2: γαλλ. virginal, αγγλ. virgin]

παρθενορραφή

παρθενορραφή παρ-θε-νορ-ρα-φή ουσ. (θηλ.) & παρθενοραφή: ΙΑΤΡ. χειρουργική αποκατάσταση του παρθενικού υμένα που έχει υποστεί ρήξη. ΣΥΝ. υμενοπλαστική

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.