Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παροξυντικός , ή, ό πα-ρο-ξυ-ντι-κός επίθ. 1. ΙΑΤΡ. παροξυσμικός: ~ός: βήχας/ίλιγγος. ~ή: ταχυκαρδία. 2. (σπάν.-λόγ.) που παροξύνει: ~ές: μορφές φαινομένου. Πβ. διεγερτικός. [< 2: αρχ. παροξυντικός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.