Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παρωθώ [παρωθῶ] πα-ρω-θώ ρ. (μτβ.) {παρωθ-είς ... | παρώθ-ησε, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ώντας} (λόγ.): παρακινώ, προτρέπω: Μαθητές που ~ούνται να συμμετέχουν ενεργά στη σχολική ζωή. Πβ. παροτρύνω. [< αρχ. παρωθῶ, γαλλ. inciter]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.