Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • παρών , ούσα, όν πα-ρών επίθ. {παρ-όντος (θηλ. -ούσης), -όντα | -όντες (θηλ. -ούσες, ουδ. -όντα), -όντων} (λόγ.) 1. που βρίσκεται, υπάρχει κάπου: Ήταν ~ και ο πρόεδρος της ομάδας. Θα είμαστε όλοι ~όντες/~ούσες στην εκδήλωση. (στο ίντερνετ) ~όντες: χρήστες. ~όντος (= παρουσία) του δημάρχου ...|| (ως ουσ.) Εξαιρούνται οι ~όντες (: συνήθ. όταν κατηγορείται ένα σύνολο ανθρώπων από το οποίο όμως εξαιρούνται ευγενικά όσοι παρευρίσκονται εκείνη τη στιγμή). Πβ. παρευρισκόμενος.|| (κυρ. σε ψηφοφορία, ως απάντηση, όταν εκφωνείται το ονοματεπώνυμό μας:) ~/~ούσα. Φωνάζω ~. ΑΝΤ. απών 2. που ανήκει στο παρόν, που υπάρχει τώρα ή για τον οποίο γίνεται λόγος αυτή τη στιγμή: Ο ~ καιρός/χρόνος. Η ~ούσα κατάσταση/νομοθεσία/συμφωνία/τιμή. Το ~όν καθεστώς. Οι ~ούσες διατάξεις/οδηγίες/τροποποιήσεις. Ο ~ κανονισμός ισχύει για όλους τους αγώνες. Σκοπός του ~όντος Προεδρικού Διατάγματος είναι ... Η ~ούσα (= αυτή εδώ η) εργασία/μελέτη αναφέρεται ... Οι ~όντες όροι χρήσης ενδέχεται να τροποποιηθούν. Υπό τις ~ούσες συνθήκες δεν μπορεί να γίνει διάλογος.|| (στο ίντερνετ:) Η ~ούσα ιστοσελίδα βρίσκεται υπό κατασκευή. Πβ. νυν, τωρινός. ● ΦΡ.: δίνω το παρών/δηλώνω παρών: παρουσιάζομαι, παρευρίσκομαι κάπου ή και συμμετέχω: Οι μαθητές έδωσαν βροντερό/δυναμικό/ηχηρό «παρών»/παρόν στη διαδήλωση. Ο βουλευτής δήλωσε ~ στη μάχη των εκλογών., με το παρόν/με την παρούσα & (λόγ.) διά του παρόντος/διά της παρούσης: με την επίδειξη ενός εγγράφου ή σύμφωνα με αυτό: ~ ~ σάς χορηγείται ... ~ ~ βεβαιώνω/πιστοποιείται ότι ... Ο υπογεγραμμένος ζητεί ~ ~ τη μεταβίβαση ... Σας ανακοινώνουμε διά της παρούσης ότι ...., ψηφίζω παρών {κυρ. στον αόρ.}: δηλώνω την παρουσία μου σε ψηφοφορία, χωρίς να ψηφίσω υπέρ ή κατά., αρχηγού παρόντος (πάσα αρχή παυσάτω) βλ. αρχηγός, δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας βλ. στιγμή, πανταχού παρών βλ. πανταχού, ωσεί παρών βλ. ωσεί [< αρχ. παρών]
  • παρωνύμιο πα-ρω-νύ-μι-ο ουσ. (ουδ.): παρατσούκλι· (ΠΛΗΡΟΦ.) όνομα χρήστη. Πβ. γιούζερ νέιμ, ψευδώνυμο. Βλ. -ωνύμιο. [< μτγν. παρωνύμιον]
  • παρώνυμος , η, ο πα-ρώ-νυ-μος επίθ.: κυρ. στο ● Ουσ.: παρώνυμα (τα): ΓΛΩΣΣ. λέξεις με παρόμοια προφορά αλλά με διαφορετική σημασία: αμαρτωλός-αρματολός. Τονικά ~ (π.χ. μόνος-μονός). Βλ. ομόηχος, ομώνυμος, -ώνυμος. [< αρχ. παρώνυμος ‘που σχηματίζεται ή παράγεται από άλλο όνομα’, γαλλ. paronyme, αγγλ. paronymous]
  • παρωνυχία πα-ρω-νυ-χί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. φλεγμονή του δέρματος που περιβάλλει το νύχι. Βλ. ονυχομυκητίαση. [< αρχ. παρωνυχία, διεθν. paronychia]
  • παρωνυχίδα πα-ρω-νυ-χί-δα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) & (προφ.) παρανυχίδα 1. μικρό, λεπτό και σκληρό κομμάτι δέρματος στο πλάι ή στη βάση νυχιού, που συνήθ. προκαλεί ενόχληση: Λάδι που μαλακώνει τις ~ες. 2. (μτφ.) επουσιώδες, αμελητέο ζήτημα, πρόβλημα: Το σκάνδαλο αυτό αποτελεί ~ μπροστά στα άλλα. [< μτγν. παρωνυχίς]

αρχηγός

αρχηγός [ἀρχηγός] αρ-χη-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.) {κ. θηλ. προφ. αρχηγίνα}: επικεφαλής μιας ομάδας: Ο ~ του κράτους. Πβ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας. (με κεφαλ. Α, ανώτατος βαθμός σε ιεραρχία) Γενικός ~. Ο ~ της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης/Κυβέρνησης (= Πρωθυπουργός). Ο ~ του Γ.Ε.ΕΘ.Α. (= Στρατηγός· βλ. διοικητής)/του ΓΕΣ/της ΕΛ.ΑΣ. Ο ~ της εθνικής ομάδας (μπάσκετ). Ο ~ της αποστολής/εκδρομής/οικογένειας. Γεννημένος ~. Εκλέχτηκε/ορίστηκε ~.|| Άξιος/ικανός/πανίσχυρος ~. Πνευματικός (= θρησκευτικός)/πολιτικός (πβ. ταγός)/στρατιωτικός ~. ~ των ανταρτών/της συμμορίας/φυλής (= φύλαρχος). Ο ~ της επανάστασης (βλ. οπλ~)/του κινήματος (= πρωτεργάτης). Πβ. ηγέτης. Βλ. συν~, υπ~.|| (για ζώο) Ο ~ του κοπαδιού. ● ΦΡ.: αρχηγού παρόντος (πάσα αρχή παυσάτω) (αρχαιοπρ.): για να δηλωθεί η απόλυτη εξουσία του αρχηγού., σε επίπεδο αρχηγών: ΠΟΛΙΤ. μεταξύ κομματικών ή εθνικών ηγετών: συζήτηση ~ ~ (: στη Βουλή).|| Συνομιλίες ~ ~. Το συμβούλιο συνήλθε ~ ~ κρατών (βλ. συνάντηση κορυφής). [< γαλλ. au niveau des chefs] [< αρχ. ἀρχηγός]

ομόηχος

ομόηχος, η, ο [ὁμόηχος] ο-μό-η-χος επίθ.: ΓΡΑΜΜ. (για λέξη) που προφέρεται το ίδιο με άλλη, αλλά έχει διαφορετική ορθογραφία και σημασία: Οι λέξεις "νίκη" και "νοίκι" είναι ~ες. Βλ. ομόγραφος, ομώνυμος.|| ~οι: τύποι. ~ες: καταλήξεις/συλλαβές. ~α: φωνήεντα.|| (ως ουσ.) Τα ~α. [< μτγν. ὁμόηχος 'που έχει τον ίδιο ήχο', γαλλ. homophone]

ονυχομυκητίαση

ονυχομυκητίαση [ὀνυχομυκητίαση] ο-νυ-χο-μυ-κη-τί-α-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μυκητίαση των νυχιών. Βλ. δερματόφυτα, παρωνυχία. [< γαλλ. onychomycose, αγγλ. onychomycosis]

πανταχού

πανταχού [πανταχοῦ] πα-ντα-χού επίρρ. (λόγ.): παντού. Πβ. απανταχού. ΑΝΤ. ουδαμού ● ΦΡ.: πανταχού παρών: που βρίσκεται, υπάρχει παντού: η ~ παρούσα τεχνολογία. [< αρχ. πανταχοῦ]

στιγμή

στιγμή στιγ-μή ουσ. (θηλ.) 1. πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα: μείνε/περίμενε μια ~. Βρες μια ~ να τα πούμε. Έλα μια ~ που θέλω να σου μιλήσω. Δεν έχω/μου μένει ούτε μια ~ ελεύθερη (= δεν ευκαιρώ). Μια ~ έλειψα και την κοπάνησε. Έλα αυτή τη ~ (= αμέσως)! Τον ερωτεύτηκα από την πρώτη ~. Για λίγες ~ές, δεν ήξερε πού βρισκόταν. Πβ. λεπτό. 2. συγκεκριμένη περίσταση, ώρα: αξέχαστη/άτυχη/σημαντική ~. Δραματικές/δύσκολες/ερωτικές/ιδιαίτερες/μοναχικές/ξεχωριστές/προσωπικές/συγκινητικές ~ές. ~ές αγωνίας/απελπισίας/απόλαυσης/έντασης/ευτυχίας/χαλάρωσης. Η παρούσα ~. Αυτή τη ~ απουσιάζω, αφήστε το μήνυμά σας στον τηλεφωνητή. Τους πέτυχα τη ~ του καβγά. Εκείνη ακριβώς τη ~ έπεσε ένας κεραυνός. Κάποια ~ θα δεις την αλήθεια. Από κάποια ~ και μετά, άρχισα να βαριέμαι. Έως/ως τη ~ της συνάντησής τους. Όλα πήγαιναν τέλεια, μέχρι τη ~ που εμφανίστηκε. Η καλύτερη ~ ενός αθλητή/σταρ (: το ζενίθ της απόδοσης ή επιτυχίας του). ~ές από τα περασμένα/μιας ζωής. Ήρθε η μεγάλη ~. Με πέτυχες σε καλή/κακή ~. Σαν άνθρωπος έχει τις καλές και τις κακές του ~ές. Περιμένω την κατάλληλη ~ για να ... (πβ. ευκαιρία). Για κάθε τι υπάρχει η σωστή ~. Έφτασε/ήρθε η ~ να ... Ζει την κάθε ~. Μπορείτε να με βρείτε οποιαδήποτε ~. Από κείνη τη ~ έπαψα να τον εμπιστεύομαι. Οι συγκλονιστικότερες ~ές των Ολυμπιακών Αγώνων. Ζήσαμε/περάσαμε όμορφες ~ές. 3. ΓΡΑΜΜ. τελεία: άνω/διπλή/άνω και κάτω ~. 4. ΤΥΠΟΓΡ. μονάδα μέτρησης του μεγέθους των τυπογραφικών στοιχείων: γράμματα/γραμματοσειρά/διάστιχο/κείμενο δέκα ~ών. 5. ΜΟΥΣ. σημείο που, ανάλογα με τη θέση του, υποδεικνύει τον τρόπο ή την αξία νότας. ● Υποκ.: στιγμούλα (η): Κάτσε εδώ μια ~, δεν θ' αργήσω. ● ΣΥΜΠΛ.: ιστορική στιγμή βλ. ιστορικός ● ΦΡ.: (για) μια στιγμή! (προφ.): παρέμβαση για δήλωση έντονης αντίρρησης, διαμαρτυρίας: ~ ~! ποιος σας είπε ότι εγώ θέλω να πάω;, ανά πάσα στιγμή & ανά πάσα ώρα και στιγμή: οποτεδήποτε: ~ ~ μπορείτε να ... Διατηρούμε το δικαίωμα να τροποποιήσουμε το περιεχόμενο της συμφωνίας ~ ~., από στιγμή σε στιγμή (προφ.): πολύ σύντομα, όπου να 'ναι: Έρχεται ~ ~. ~ ~ μπορεί να φανεί. ΣΥΝ. από ώρα σε ώρα (1), οσονούπω, από τη στιγμή που & (λόγ.) αφ' ης στιγμής [ἀφ' ἧς στιγμῆς] 1. (ως χρον. σύνδ.) από τότε που, αφότου: Την αγάπησε ~ ~ την είδε. ~ ~ μπήκε έως τη στιγμή που έφυγε δεν έβγαλε μιλιά. 2. (ως αιτιολογικός σύνδ.) αφού, εφόσον: ~ ~ πήρες αυτή την απόφαση, θα υποστείς τις συνέπειες. ΣΥΝ. τη στιγμή που (2) [< γαλλ. (à partir) du moment que] , για μια στιγμή/προς στιγμή(ν): για λίγο, στιγμιαία: Για μια ~ πέρασε απ' το μυαλό μου να φύγω, αλλά το μετάνιωσα. Δεν σε ξέχασα ούτε για μια ~. Προς ~ ανησύχησα. Προς στιγμήν (= επί του παρόντος, προς το παρόν, για την ώρα) δεν τίθεται θέμα ... [< γαλλ. sur le moment] , δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας: (για κάτι που μετατίθεται στο μέλλον) δεν είναι η κατάλληλη περίσταση: Πολλά μπορούμε να πούμε, αλλά ~ του παρόντος. ~ ~ να αναφερθούμε σε λεπτομέρειες., είναι στιγμές που: για κάτι που συμβαίνει περιοδικά και διαρκεί λίγο: ~ ~ ο άνθρωπος νιώθει πολύ μικρός. ~ ~ δεν ξέρω τι να κάνω. Πβ. πότε πότε., κάθε ώρα και στιγμή: συνεχώς, διαρκώς: Θέλει να με ελέγχει ~ ~. ΣΥΝ. όλη την ώρα, μέσα σε μια στιγμή: πολύ γρήγορα: Όλα έγιναν/συνέβησαν ~ ~., μέχρι στιγμής & (λόγ.) μέχρις ώρας: έως τώρα: ~ ~ δεν έχουμε νεότερα. Αυτό είναι το καλύτερο έργο σου ~ ~., μια στιγμή! (προφ.): (για ξαφνική σκέψη, απόφαση) στάσου, περίμενε: ~ ~! Θα έρθω κι εγώ./Θέλω κάτι να σου πω. Πβ. ένα λεπτό., οι τελευταίες στιγμές: το χρονικό διάστημα λίγο πριν από το τέλος (θάνατο, καταστροφή, χωρισμό, αποχωρισμό): Ήμουν κοντά του τις ~ ~ του., ούτε (για μια) στιγμή & στιγμή (προφ.): καθόλου: Δεν τον υποψιάστηκα ~ ~. Μη διστάσεις ~ ~! Δεν την αφήνει ~ ~ από τα μάτια του., σε δεδομένη στιγμή: σε ορισμένη περίσταση: Όλοι έχουμε κάνει κάποιο λάθος ~ ~., σε μια/κάποια στιγμή: ξαφνικά: Σε μια ~ έχασε την ισορροπία του κι έπεσε στη θάλασσα. Σε κάποια ~ τον είδα να μου κάνει νόημα., στη στιγμή: αμέσως: Το κέικ ήταν έτοιμο ~ ~. Οι λεκέδες εξαφανίζονται ~ ~. Πβ. στο άψε σβήσε, στο τσάκα-τσάκα. [< γαλλ. à l' instant] , τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ...: για απότομη αλλαγή: Είναι τελείως αλλοπρόσαλλος: ~ είναι ευδιάθετος και ~ δεν του παίρνεις κουβέντα!, τη στιγμή που 1. (ως χρον. συνδ.) την ίδια ώρα που, ενώ, ενόσω: Με φώναξε ~ ~ έφευγα. 2. (ως αιτιολογικός συνδ., συνήθ. σε ερωτηματική ή αρνητική εκφορά) αφού, εφόσον: Πώς να τον βοηθήσω ~ ~ δεν μου μιλάει; ΣΥΝ. από τη στιγμή που (2), την ίδια στιγμή/ώρα 1. ταυτόχρονα, παράλληλα: Οι εκδηλώσεις προγραμματίστηκαν ~ ~. Η χλωροφύλλη έχει αποτοξινωτικές ιδιότητες και ~ ~ ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα.|| ~ ~, γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω ... 2. (+ που) ενώ, παρόλο που: ~ ~ που τα δημοτικά τέλη καθαριότητας αυξάνονται, ο δήμος δεν παρέχει στους δημότες τις ανάλογες υπηρεσίες., την τελευταία στιγμή: το σημείο όπου δεν υπάρχει άλλο περιθώριο: Συμφωνία ~ ~. ~ ~ ναυάγησε το σχέδιο. Άγιο είχε, σώθηκε ~ ~! Με πρόλαβε ~ ~. Επέμενε μέχρι ~ ~ (ΣΥΝ. μέχρι τέλους). Δούλευε μέχρι (την) ~ ~ (: ως τον θάνατό του). ΣΥΝ. (στο) παρά πέντε, στο νήμα, στο παρακάτι, στο τσακ/στο τσαφ [< γαλλ. au dernier moment] , της στιγμής: για κάτι που δεν διαρκεί πολύ ή γίνεται χωρίς μεγάλη προετοιμασία: λάθος/λόγια/ξέσπασμα/σχέδια ~ ~. Ήταν μια τρέλα ~ ~., της τελευταίας στιγμής: για να δηλωθεί ότι κάποιος δρα απρογραμμάτιστα ή ότι κάτι γίνεται οριακά, λίγο πριν από τη λήξη της προθεσμίας: αγορές/άνθρωπος/απόφαση/δώρα/κράτηση/λύση/συμφωνία ~ ~. Βλ. άρπα-κόλλα., ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. ανάθεμα, από τη μια στιγμή/μέρα στην άλλη βλ. μέρα, βλαστημώ/καταριέμαι/σιχτιρίζω την ώρα και τη στιγμή που ... βλ. βλαστημώ, η στιγμή/ώρα της αλήθειας βλ. αλήθεια, σε στιγμή/σε στιγμές αδυναμίας βλ. αδυναμία [< αρχ. στιγμή ‘σημάδι, τελεία, χρονική στιγμή’, γαλλ. moment 3: μτγν. 4: αγγλ. point 5: γαλλ. ~]

-ωνύμιο

-ωνύμιο: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που αναφέρονται σε ονομασία: αγι~/ανθρωπ~/εδαφ~/ζω~/θεοτοκ~/να~/οικ~/τοπ~/υδρ~/φυτ~.|| Παρ~.

ωσεί

ωσεί [ὡσεί] ω-σεί επίρρ. (αρχαιοπρ.): στη ● ΦΡ.: ωσεί παρών: σαν να ήταν παρών. [< αρχ. ὡσεί ‘ως εάν’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.